ΠΗΓΑΜΕ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΤΟΥ ΑΝΟΥΙΓ
- Ημερομηνία: Τρίτη, 30/08/2016 10:20
Το 1942 κι ενώ η Γαλλία βρίσκεται υπό ναζιστική κατοχή, ο Ανούιγ μεταφέρει σε μια σύγχρονη εκδοχή την ΑΝΤΙΓΟΝΗ του Σοφοκλή, εμπνευσμένος από τον Πωλ Κολέτ.
Ο Κολέτ ήταν ένας νεαρός άνδρας που δεν ανήκε στην «επίσημη αντίσταση» του Παρισίου και γνωρίζοντας πως θα τιμωρηθεί με την ποινή θανάτου, άνοιξε πυρ κατά των ναζί, δηλώνοντας πως πάντα είναι λίγοι αυτοί που κάνουν τη διαφορά.
Έτσι λοιπόν ο Γάλλος συγγραφέας, σε αυτή την μοντέρνα εκδοχή του αρχαίου μύθου, όπου τα πρόσωπα δεν λειτουργούν τόσο ως αρχέτυπα, αλλά ως πολίτες που οι πράξεις τους έχουν πολιτική υπόσταση, θέτει στους συμπολίτες του το ερώτημα αν θα αντισταθούν, όπως η Αντιγόνη ή θα υποταχθούν στον παραλογισμό της εξουσίας, όπως ο Κρέοντας.
Σε σύγκριση με το αρχαιοελληνικό της πρότυπο, η «Αντιγόνη» του Ανούιγ δεν προτάσσει το θείο νόμο ως κίνητρο για την «παράνομη» ταφή του αδελφού της, αλλά την αξία της ζωής. Στη σύγκρουσή της με τον Κρέοντα μάλιστα, σε έναν από τους ωραιότερους μονολόγους της σύγχρονης δραματουργίας, αποθεώνει την ζωή, μια ζωή όμως απαλλαγμένη από τις συμβάσεις και τους εγκλωβισμούς μιας σαθρής και γερασμένης εξουσίας.
Αυτό το χάσμα των δυο κόσμων, η Ελένη Ευθυμίου θέλησε να αποτυπώσει στην παράσταση της. Σε ένα σκηνικό περιβάλλον που θυμίζει γηροκομείο ή νοσοκομείο, με κάποιες νύξεις ενός γραφειοκρατικού οργανισμού, έρχεται ο χείμαρρος που λέγεται Αντιγόνη, πανέμορφη και γεμάτη ενέργεια.
Τα πρόσωπα του περιβάλλοντός της, λευκά σαν ήδη νεκροί, αρνούνται να την καταλάβουν.
Οι οικείοι της δεν αντιλαμβάνονται την « εμμονή» της, ακόμα κι όταν δείχνουν να την αποδέχονται, οι φύλακες, την αγνοούν επιδεικτικά.
Το σημαντικό στην παράσταση της Ευθυμίου είναι ότι αυτή η Αντιγόνη (Βασιλική Τρουφάκου) δεν είναι ηρωίδα, ηρωική είναι μόνο η πράξη της. Κατά τα άλλα παραμένει εξαιρετικά ανθρώπινη κι ευάλωτη, φοβάται το θάνατο όπως κάθε ανθρώπινο ον, αλλά παρ’ όλα αυτά φτάνει μέχρι το τέλος, αρνούμενη να συμβιβαστεί.
Από την άλλη και ο Κρέοντας (Στέλιος Μάινας) διατηρεί την ανθρώπινη υπόστασή του, καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης. Μοιάζει περισσότερο με μια μαριονέτα ενός συστήματος, παρά ένας στυγερός δυνάστης.
Εύστοχα, η σκηνοθέτις στην τελευταία σκηνή, όπου μετά την τραγωδία και το θάνατο όλων των αγαπημένων του, λέει στον βοηθό του, την περιβόητη ατάκα: «Αφού έχουμε συμβούλιο, πρέπει να πάμε στο συμβούλιο», επέλεξε να τον παρουσιάσει συντετριμμένο, σχεδόν ημίτρελο. Ένα ανθρώπινο ράκος που υποτάσσεται στο καθήκον μιας ανελέητης εξουσίας κι όχι ένας τύραννος που ανακτά το φοβερό του πρόσωπο, επειδή το καθήκον τον καλεί.
Ακροβατώντας ανάμεσα στον σπαραγμό κι ένα χιούμορ σαδιστικό, με αποκορύφωμα τη σκηνή των φρουρών, αυτών των απλών πολιτών που αποδεικνύονται πιο στυγεροί από την εξουσία- άλλωστε κάθε σύστημα δεν είναι προϊόν των ανθρώπων;- η παράσταση της Ευθυμίου με χειρουργική ακρίβεια περιγράφει έναν αγώνα, όπου δεν υπάρχουν νικητές, παρά μόνο χαμένοι.
Πετυχαίνοντας μια αξιοθαύμαστη ισορροπία παρά το νεαρό της ηλικίας και χωρίς να φορτώνει την σύνθεσή της με περιττούς εντυπωσιασμούς, διεισδύει στη ουσία του έργου και ενεργοποιεί την κριτική σκέψη του θεατή. Δεν πέφτει σε μελοδραματικές παγίδες, καθώς εύστοχα τα δευτερεύοντα πρόσωπα του έργου έχουν μια γκροτέσκα διάσταση.
Η εξαίσια μετάφραση του Στρατή Πασχάλη αποκάλυψε την ποιητική διάσταση του έργου.
Το σκηνικό της Ζωής Μολυβά Φαμέλη είναι πραγματικά εντυπωσιακό, με τα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη να δένουν άψογα με το όλο περιβάλλον, αναδεικνύοντας τις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες των προσώπων.
Οι πάντα άψογοι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη απογειώνουν την αισθητική της παράστασης, ενώ οι ηθοποιοί στο σύνολό τους πετυχαίνουν πολύ σημαντικές ερμηνείες, με τον Στέλιο Μάινα, την Ανέζα Παπαδόπουλου, τον Φαίδωνα Καστρή, τον Ερρίκο Λίτση και την Ιωάννα Μαυρέα να ξεχωρίζουν, κάνοντας αυτή την «Αντιγόνη» μια από τις πιο ενδιαφέρουσες προτάσεις του φετινού καλοκαιριού.