ΣΗΜΕΡΑ ΘΑ ΕΙΧΕ ΓΕΝΕΘΛΙΑ
- Ημερομηνία: Τρίτη, 05/12/2017 11:31
Σαν σήμερα, στις 5 Δεκεμβρίου 1934, γεννήθηκε ο Νίκος Κούρκουλος.
Υπήρξε αναμφίβολα ένας από τους πιο όμορφους άντρες του ελληνικού κινηματογράφου. Η λάμψη και η αρρενωπότητά του σε συνδυασμό με το εξαιρετικό ταλέντο του τον καθιέρωσαν σύντομα στο θεατρικό χώρο και τον έκαναν μεγάλο πρωταγωνιστή. Η θητεία του ως καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, απέδειξε όμως και τις διοικητικές του ικανότητες και το όραμα ενός ανθρώπου που έζησε τη ζωή με πάθος, υπήρξε πάντα ντόμπρος κι ειλικρινής και προτιμούσε τη δράση από τα πολλά και μεγάλα λόγια.
Το ελληνικό θέατρο χρωστάει πολλά στον Νίκο Κούρκουλο, γιατί ήταν εκείνος που σε μια δύσκολη εποχή, ανέτρεψε την εικόνα του πρώτου θεάτρου της χώρας, που είχε αρχίσει να παρακμάζει και δουλεύοντας σκληρά- ακόμα και την περίοδο που ήταν βαριά άρρωστος- πετυχαίνοντας να το εκσυγχρονίσει και να του προσδώσει έναν ευρωπαϊκό αέρα.
Γέννημα θρέμμα Αθηναίος, μεγάλωσε στου Ζωγράφου. Από μικρός είχε μεγάλη αγάπη για τον αθλητισμό. Υπήρξε μάλιστα και ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού. Η ζωή του σφραγίστηκε από δυο μεγάλες απώλειες, καθώς και τα δυο αδέρφια του βρήκαν τραγικό θάνατο: ο πρώτος αδερφός του χάθηκε σε ναυάγιο και το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ, ο δεύτερος που ήταν μηχανικός. έπεσε από την οικοδομή εν ώρα εργασίας.
Στην εφηβεία του, διαβάζοντας πολλά βιβλία, πήρε την απόφαση να γίνει ηθοποιός. Μάλιστα ο Μάνος Κατράκης, τον οποίο εκτιμούσε απεριόριστα, τον προέτρεψε να δώσει εξετάσεις στην σχολή του Εθνικού Θεάτρου, από όπου αποφοίτησε το 1958. Την επόμενη χρονιά έκανε την πρώτη του εμφάνιση στη σκηνή στο πλευρό της Έλλης Λαμπέτη και του Δημήτρη Χορν, στην «Κυρία με τις Καμέλιες» του Αλέξανδρου Δουμά.
Έκτοτε ξεκίνησε μια μεγάλη καριέρα με πρωταγωνιστικούς ρόλους σε έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου και του αρχαίου δράματος. Παράλληλα άρχισε να πρωταγωνιστεί σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες. Πλέον η φήμη του εκτοξεύεται και θεωρείται το απόλυτο αρσενικό. Οι θαυμάστριές του έκαναν ουρά για να τον δουν και η γοητεία του υπήρξε ανεπανάληπτη.
Στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κερδίζει δύο φορές το βραβείο Α΄ ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του στις ταινίες «Οι Αδίστακτοι» (1965) και «Ο Αστραπόγιαννος» (1970). Το 1982, «Το Φράγμα» είναι η τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 γνωρίζει σε ένα πάρτι τη Μελίτα Κουτσογιάννη. Η σχέση τους ξεκίνησε δυο χρόνια αργότερα, όταν εκείνη πήγε να τον συγχαρεί για την ερμηνεία του στην παράσταση «Η γειτονιά των Αγγέλων» στο θέατρο Ρεξ, όπου συμπρωταγωνιστούσε με την Τζένη Καρέζη. Παντρεύτηκαν το 1966, την περίοδο που ξεκινούν τα γυρίσματα της ταινίας «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο». Κουμπάρος ήταν ο ηθοποιός και συγγραφέας Νότης Περγιάλης.
Το 1967, βρίσκεται στο Μπρόντγουεϊ μαζί με τη Μελίνα Μερκούρη, όπου συμπρωταγωνιστούν στο έργο «Ίλια Ντάρλινγκ» σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασέν. Για το ρόλο του απέσπασε μια υποψηφιότητα για το βραβείο Τόνυ. Εκεί έμαθε και για τη γέννησή του γιου του Άλκι, τον οποίο είδε για πρώτη φορά τρεις μήνες αργότερα.
Μετά το θρίαμβό του στο θέατρο, ενδιαφέρθηκαν για εκείνον όλα τα μεγάλα κινηματογραφικά στούντιο του Χόλιγουντ. Υπέγραψε συμβόλαιο για δυο ταινίες με την Paramount. H πρώτη λεγόταν «Rome like Chicago», όπου πρωταγωνιστούσε ο Τζον Κασσαβέτις, αλλά δυστυχώς δεν είχε την αναμενόμενη εμπορική επιτυχία. Στη συνέχεια θα αντικαθιστούσε τον Στηβ Μακ Κουίν σε μια ταινία που θα γυριζόταν στην Τσεχοσλοβακία. Τη μέρα που θα πέταγε για την Πράγα, αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω γιατί οι Σοβιετικοί είχαν εισβάλλει στη χώρα.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα δημιούργησε το δικό του θίασο το 1974 και αγόρασε το θέατρο Κάππα, με δάνειο. Εκεί συνεργάστηκε με σημαντικούς σκηνοθέτες και παρουσίασε σπουδαία έργα, αποδεικνύοντας την ευρεία ερμηνευτική του γκάμα, όπως η «Όπερα της πεντάρας» του Μπέρτολτ Μπρεχτ, «O Γλάρος» του Άντον Tσέχοφ, η «Ανταπόκριση» του Oύγκο Mπέτι, το «Ψηλά από τη Γέφυρα» του Άρθουρ Mίλερ και το «Στη Φωλιά του Kούκου» του Nτέιλ Bάσερμαν. Το 1988 σκηνοθετεί το «Φτωχέ μου φονιά» του Πάβελ Kόχουτ.
Παράλληλα έχει αποκτήσει και την κόρη του, Μελίτα, που της έδωσε το όνομα της μητέρας της, εκδηλώνοντας με αυτό τον τρόπο την μεγάλη του αγάπη. Το 1984 τραγουδά με τον Γιάννη Πάριο ένα τραγούδι, που δεν κυκλοφόρησε στο εμπόριο.
Δύο χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1986, γνώρισε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου τη Μαριάννα Λάτση, που έγινε η δεύτερη γυναίκα του και υπήρξε μεγάλος του έρωτας. «Κάνω έτσι και παγώνω... Ξαφνικά βλέπω ένα πλάσμα να ανεβαίνει τις κερκίδες και αυτό ήταν»: έτσι είχε περιγράψει ο ίδιος την πρώτη τους συνάντηση. Εκείνη την περίοδο η Μαριάννα Λάτση ήταν παντρεμένη με τον δάσκαλο του σκι και Δήμαρχο Βουλιαγμένης, Γρηγόρη Κασιδόκωστα, με τον οποίο έχουν έναν γιο, τον Πάρη. Το διαζύγιό τους βγαίνει τέσσερα χρόνια αργότερα. Ο Νίκος Κούρκουλος, από τη δική του τη μεριά, ζητά κι αυτός αμέσως διαζύγιο από τη σύζυγό του, Μελίτα, με την οποία παρέμειναν μέχρι τέλους καλοί φίλοι, διατηρώντας μια σχέση σεβασμού και εκτίμησης. Με την Μαριάννα Λάτση απέκτησαν δυο παιδιά, την Εριέττα και τον Φίλιππο κι έμειναν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του.
Η τελευταία του παράσταση ήταν το 1993, όπου έπαιζε τον «Φιλοκτήτη». Από το 1994 ανέλαβε την διεύθυνση του Εθνικού θεάτρου και αφήνοντας στην άκρη τις προσωπικές του φιλοδοξίες, αγωνίστηκε για την ανασυγκρότησή του. Ανάμεσα στις καινοτόμες προτάσεις του ήταν η ίδρυση της Πειραματικής Σκηνής και του Εργαστηρίου Ηθοποιών, αλλά και η μόνιμη λειτουργία της Παιδικής Σκηνής.
Παράλληλα, άνοιξε τις πόρτες του Εθνικού Θεάτρου σε όλους, έφτιαξε θιάσους που περιόδευαν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και προχώρησε σε μετακλήσεις ξένων σκηνοθετών. Τον Μάρτιο του 2006 υπογράφει εκ μέρους της πολιτείας, ένα από τα κυριότερα οράματα της καλλιτεχνικής του θητείας. Πρόκειται για την οριστική σύμβαση για την ανάθεση του έργου «Αποκατάσταση και εξοπλισμός του κτιριακού συγκροτήματος του Εθνικού Θεάτρου». Δυστυχώς δεν πρόλαβε να δει την αποπεράτωση του κτιρίου Τσίλερ, που κατά γενική ομολογία αποτελεί καρπό της δικής τους ακαταπόνητης προσπάθειας.
Το 2001 μαθαίνει ότι πάσχει από καρκίνο στο ρινοφάρυγγα. Το πρόβλημα της υγείας του δεν τον σταματά να συνεχίζει να αγωνίζεται για το Εθνικό Θέατρο, στο οποίο πήγαινε καθημερινά. Μετά την Πρωτοχρονιά του 2007, η Μαριάννα Λάτση είχε πάει να δει το γιο της, τον Πάρη, στο Λος Άντζελες. Όταν επέστρεψε, η κατάστασή του επιδεινώθηκε και εισήχθη στο «Ερρίκος Ντυνάν». Αρνήθηκε νέα θεραπεία και «έφυγε» στις 30 Ιανουαρίου. Ήταν 72 χρονών.