ΜΑΡΛΕΝ ΝΤΙΝΤΡΙΧ: Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΝΤΙΒΑ
- Ημερομηνία: Τετάρτη, 06/12/2017 15:10
Η μοιραία femme fatale που έφυγε στις 6 Μαΐου του 1992, αποτελεί μια από τις πιο εμβληματικές προσωπικότητες στη ιστορία του κινηματογράφου και του θεάτρου.
Σαγηνευτική και μυστηριώδης, η Ντίντριχ με την βαθιά αισθησιακή της φωνή και το μοναδικό της στυλ, έγινε σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής, επηρεάζοντας όχι μόνο την τέχνη, αλλά ακόμα και την πολιτική.
Γυναίκα-αράχνη την ονόμαζαν και όντως η φοβερή και τρομερή Μάρλεν, πέρα από συναρπαστικά όμορφη, υπήρξε μια μαχητική και παθιασμένη γυναίκα, που δεν φοβήθηκε να αντιταχθεί στον ναζισμό και στον Χίτλερ.
To πλήρες όνομά της ήταν Maria Magdalene Dietrich και γεννήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 1901 στο Βερολίνο της Γερμανίας. Ο πατέρας της, αστυνομικός στο επάγγελμα, πεθαίνει όταν εκείνη είναι ακόμα πολύ μικρή. Η μητέρα της να ξαναπαντρεύεται αργότερα με έναν αξιωματικό του στρατού. Η μικρή Μαρλέν μαθαίνει αγγλικά και γαλλικά στο ιδιωτικό σχολείο που φοιτά, ενώ ασχολείται με το βιολί, γιατί λατρεύει τη μουσική. Ένας τραυματισμός όμως στο αριστερό της χέρι ανέτρεψε τα σχέδιά της, αναγκάζοντάς την να διακόψει τις σπουδές της.
Κάπως έτσι τα βήματά της την οδηγούν στη δραματική σχολή του περίφημου Μαξ Ράινχαρτ, όπου κερδίζει τις εντυπώσεις. Σύντομα έρχονται οι πρώτοι μικροί ρόλοι στο θέατρο και λίγο αργότερα στον γερμανικό κινηματογράφο. Επειδή η οικογένειά της δεν επιδοκίμαζε τις επιλογές της, εκείνη θα αλλάξει το όνομα της .
Το 1923 η Ντίτριχ παντρεύεται τον Rudolf Sieber, επαγγελματία της κινηματογραφικής βιομηχανίας της Γερμανίας, ο οποίος τη στηρίζει με κάθε τρόπο. Με τη βοήθειά του έρχεται η συμμετοχή της στην ταινία του 1923 «Tragedy of Love».
Τον επόμενο χρόνο το ζευγάρι θα αποκτήσει μία κόρη, τη Μαρία. Αργότερα θα χωρίσουν, χωρίς να πάρουν ωστόσο, επίσημο διαζύγιο ποτέ.
Η καριέρα της Ντίτριχ στην εθνική κινηματογραφία της Γερμανίας αρχίζει να εκτοξεύεται από τα τέλη της δεκαετίας του '20. Γράφοντας και η ίδια ιστορία, συμμετέχει στην πρώτη ομιλούσα ταινία που παρήγαγε η χώρα της . Πρόκειται για το ιστορικό φιλμ «Γαλάζιος Άγγελος» (1930) του χολιγουντιανού -πλέον- σκηνοθέτη Γιόσεφ φον Στέρνμπεργκ. Σύντομα ακολουθεί και η αγγλική εκδοχή της ταινίας, που την έκανε σταρ στις ΗΠΑ.
Τον Απρίλιο του 1930 λοιπόν, λίγο μετά την πρεμιέρα του «Γαλάζιου Άγγελου» στο Βερολίνο, η Ντίτριχ μετακομίζει στην Αμερική. Το 1936 θεωρείται πλέον η πιο ακριβοπληρωμένη ηθοποιός του κόσμου.
Το 1939, αλλάζοντας την υπηκοότητά της σε αμερικανική αποδοκιμάστηκε από τον γερμανικό λαό, ενώ ο Τύπος την αποκαλούσε «προδότρια της πατρίδας».
Συνεχίζει τη συνεργασία της με τον Στέρνμπεργκ, πρωταγωνιστώντας το 1930 στο «Μαρόκο» , με συμπρωταγωνιστή τον Γκάρι Κούπερ. Γι’ αυτή της την ερμηνεία θα λάβει τη μία και μοναδική υποψηφιότητά της για Όσκαρ.
Συνεχίζοντας πάντα να παίζει τη μοιραία femme fatale, η Ντίτριχ προκαλεί, γίνεται σύμβολο της μόδας και η ενσάρκωση μιας διαφορετικής για τα δεδομένα της εποχής θηλυκότητας. Προτιμά τα παντελόνια και εμφανίζεται με ανδρικά κοστούμια, τόσο εντός όσο και εκτός σκηνής, γεγονός που συντελεί καταλυτικά στη δημιουργία του θρύλου της.
Συνεχίζει πάντα να δουλεύει σταθερά στο πλευρό του Στέρνμπεργκ και πρωταγωνιστεί σε μια σειρά ταινιών του: «Dishonored» (1931), «Shanghai Express» (1932) και «The Scarlet Empress» (1934), όπου και υποδύεται τη Μεγάλη Αικατερίνη. Τελευταία τους κοινή συνεργασία είναι το φιλμ «The Devil Is a Woman» (1935), το οποίο η ίδια, όπως είχε δηλώσει, ξεχώριζε από όλες τις δουλειές.
Ο μνημειώδης ρόλος της όμως ως γυναίκα-αράχνη την έχει χαρακτηρίσει. Για να απαλλαγεί από την εικόνα της μοιραίας εμφανίζεται στο πλευρό του Τζέιμς Στιούαρτ ως κορίτσι του σαλούν, στην κομεντί-γουέστερν «Destry Rides Again» (1939). Έτσι θα ξεκινήσει μια πολυετή συνεργασία με τον Τζον Γουέιν. Μαζί θα πρωταγωνιστήσουν σε αρκετά γουέστερν, με γνωστότερα τα «Seven Sinners» (1940),
«The Spoilers» (1942) και «Pittsburgh» (1942). Οι φήμες λένε ότι οι δυο διατηρούσαν και ερωτικές σχέσεις, αλλά το σίγουρο είναι ότι πάντα παρέμεναν πολύ καλοί φίλοι ως το τέλος.
Κατά τη διάρκεια μάλιστα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η Ντήντριχ ταξιδεύει στο μέτωπο για να διασκεδάσει τα συμμαχικά στρατεύματα, ερμηνεύοντας τη «Lili Marlene». Επίσης ηχογράφησε αντιναζιστικά μηνύματα στα γερμανικά, τα οποία μεταδίδονταν από τα συμμαχικά ραδιόφωνα. Τιμήθηκε για την προσφορά της με το μετάλλιο της ελευθερίας.
Μετά τον πόλεμο, θα επιστρέψει στη μεγάλη οθόνη με μια σειρά από επιτυχημένες εμπορικά ταινίες. Δύο από αυτές είχαν τη σκηνοθετική σφραγίδα του Μπίλι Γουάιλντερ: «A Foreign Affair» (1948) και «Witness for the Prosecution» (1957). Το 1950 συνεργάστηκε με τον Άλφρεντ Χίτσκοκ στην ταινία «Ο δολοφόνος έρχεται κάθε βράδυ» («Stage Flight»). Το 1951 ηχογράφησε για λογαριασμό της Columbia στη Νέα Υόρκη τον πρώτο της δίσκο με τίτλο: « Marlene Dietrich Overseas».
Οι μεγαλύτερες ίσως κινηματογραφικές στιγμές της προκύπτουν από τη συνεργασία της με τον Όρσον Γουέλς. Συμμετέχει σε δευτερεύοντες ρόλους στο «Ο Άρχων του Κακού» (1958) και το «Judgment at Nuremberg» (1961).
Όταν η κινηματογραφική της πορεία άρχισε να παίρνει την κατιούσα, θα μεταπηδήσει στη δεύτερη αγάπη της, το τραγούδι, κάνοντας μια δεύτερη λαμπρή καριέρα.
Το 1960 η θα εμφανιστεί στη Γερμανία. Είναι η πρώτη της επίσκεψη από την εποχή που την εγκατέλειψε και πρέπει να κερδίσει ξανά τους συμπατριώτες της, πράγμα που και καταφέρνει. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και η αυτοβιογραφία της, με τίτλο «Dietrich’s ABC»
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, εγκαταλείπει και το τραγούδι. Το 1978 εμφανίστηκε για τελευταία φορά στην ταινία του Ντέιβιντ Χέμινγκ «Ζιγκολό» («Just a gigolo»), μαζί με τον David Bowie.
Το 1984 σχολιάζει το ντοκιμαντέρ του Μαξιμίλιαν Σελ που είναι αφιερωμένο στην ίδια, το «Marlene» . Αρνήθηκε ωστόσο να εμφανιστεί μπροστά στην κάμερα. Αυτή ήταν η τελευταία της δημόσια εκδήλωση.
Στη συνέχεια, μετακόμισε στο Παρίσι όπου και πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της σε κατάσταση σχεδόν απομόνωσης.
Οι ομοφυλοφιλικές της τάσεις έγιναν γνωστές, αφού εγκατέλειψε την κινηματογραφική της σταδιοδρομία σε προχωρημένη πλέον ηλικία. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει κατατάξει ένατη στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών.
Πέθανε στις 6 Μαΐου 1992.. Μετά την κηδεία της, ενταφιάστηκε δίπλα στη μητέρα της στο Βερολίνο. Η μοναχοκόρη της, Μαρία, στα μέσα της δεκαετίας του '90 έγραψε μια σημαντική βιογραφία για τη σπουδαία μητέρα της.