ΜΑΡΛΕΝ ΝΤΙΝΤΡΙΧ: Η FEMME FATALE
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 06/05/2019 15:24
Η Μαρία Μαγκνταλένε Ντίτριχ γεννήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 1901 και μεγάλωσε σύμφωνα με την αυστηρή καθοδήγηση της συντηρητικής μητέρας της. Ήθελε να γίνει μουσικός, αλλά ένας τραυματισμός στο αριστερό της χέρι ανέτρεψε τα αρχικά σχέδιά της αναγκάζοντάς την να διακόψει τις σπουδές της. Ετσι αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. Γράφεται λοιπόν στη δραματική σχολή του περίφημου θεατράνθρωπου Μαξ Ράινχαρτ και σύντομα έρχονται οι πρώτοι μικροί ρόλοι στο θέατρο και λίγο αργότερα και στον γερμανικό κινηματογράφο. Η γενικευμένη αποδοκιμασία της οικογένειάς της για τις επιλογές της θα την ωθήσουν να αλλάξει το όνομά της, χρησιμοποιώντας πλέον στα καλλιτεχνικά μια μείξη του πρώτου και του μεσαίου της ονόματος.
Το 1923 η Ντίτριχ παντρεύεται τον Rudolf Sieber, επαγγελματία της κινηματογραφικής βιομηχανίας της Γερμανίας, ο οποίος τη στηρίζει ενεργά στην υποκριτική της περιπέτεια. Ως το 1927 η Ντίτριχ ερμήνευε μικρούς ρόλους στο θέατρο και συμμετείχε σε πολλές βουβές ταινίες.
Τον Αύγουστο του 1929 ο σκηνοθέτης του Χόλιγουντ Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ βρέθηκε στο Βερολίνο για τα γυρίσματα μιας ταινίας, γνώρισε την Ντίτριχ και έτσι γεννήθηκε μία από τις πιο πετυχημένες συνεργασίες του κινηματογράφου. Γύρισαν μαζί την ταινία «Γαλάζιος άγγελος» και έτσι ξεκίνησε η παγκόσμια καριέρα της. Η Ντίτριχ και ο φον Στέρνμπεργκ συνεργάστηκαν μαζί σε συνολικά 6 ταινίες: «Μαρόκο» («Morocco», 1930), «Η ατιμασμένη» («Dishonored» 1931), «Σανγκάη εξπρές» («Shanghai Express», 1932), «Ξανθή Αφροδίτη» («Blond Venus», 1932), «Τραγική τσαρίνα» («Scarlet Empress», 1934). Στο «Μαρόκο», φορώντας φράκο και ημίψηλο καπέλο, ανέδειξε με μοναδικό τρόπο τη θηλυκότητα μέσα από το ανδρικό στυλ που ταυτίστηκε για πάντα με το όνομά της. Δύο δεκαετίες αργότερα ο Kenneth Tynan έγραφε γι' αυτήν: «Ο ανδρισμός της αγγίζει τις γυναίκες και η σεξουαλικότητά της τους άνδρες».
Συνεχίζοντας πάντα να παίζει τη μοιραία femme fatale, η Ντίτριχ προκαλεί συνεχώς τις παραδεδομένες νόρμες της θηλυκότητας. Προτιμά τα παντελόνια και εμφανίζεται συχνά μέσα σε αντρικά ενδύματα της εποχής, τόσο εντός όσο και εκτός σκηνής, γεγονός που συντελεί στη μοναδική γοητεία της, δημιουργώντας παράλληλα νέες τάσεις στη μόδα.
Το 1936 η Μαρλένε ήταν η πιο ακριβοπληρωμένη ηθοποιός του κόσμου. Το 1939 αλλάζοντας την υπηκοότητά της σε αμερικανική αποδοκιμάστηκε από τον γερμανικό λαό και ο Τύπος τής αφιέρωνε πρωτοσέλιδα με τίτλο: «Ντίτριχ: προδότρια της πατρίδας». Στην εκτός κινηματογραφικού πανιού ζωή της, η Ντίτριχ ήταν σφοδρή πολέμιος της ναζιστικής επέλασης, θεωρώντας τη μάστιγα για τη χώρα της. Στα τέλη μάλιστα της δεκαετίας του '30, εκπρόσωποι του Χίτλερ της ζήτησαν να επιστρέψει στη Γερμανία για να τονώσει τη ναζιστική προπαγανδιστική κινηματογραφία, με την ίδια να απορρίπτει το ενδεχόμενο με κατηγορηματικό τρόπο. Ως αποτέλεσμα, οι ταινίες της απαγορεύτηκαν στη χιτλερική Γερμανία!
Ο ίδιος ο Χίτλερ τη θαύμαζε απεριόριστα. Συνεργάτες του προσπάθησαν μάλιστα κατόπιν εντολής του να την δελεάσουν και να την φέρουν πίσω στη Γερμανία. Εκείνη αρνήθηκε και τιμήθηκε αργότερα για την προσφορά της με το μετάλλιο της ελευθερίας.
Το 1947 στέφθηκε από τα περιοδικά ως η «γιαγιά με τη μεγαλύτερη αίγλη στον κόσμο», αποκτώντας το πρώτο από τα τέσσερα εγγόνια της. Το 1950 συνεργάστηκε με τον Αλφρεντ Χίτσκοκ στην ταινία «Ο δολοφόνος έρχεται κάθε βράδυ» («Stage Flight»). Το 1951 η Ντίτριχ ηχογράφησε για λογαριασμό της Columbia στη Νέα Υόρκη τον πρώτο της δίσκο με τίτλο Marlene Dietrich Overseas. Το 1960 ρίσκαρε την επιστροφή της στη Γερμανία και παρ' όλη την κατακραυγή που της επεφυλάχθη δεν της συγχώρεσαν ποτέ την αλλαγή της υπηκοότητας εκείνη επέμεινε και κέρδισε πίσω την αγάπη τους.
Το 1978 η Ντίτριχ εμφανίστηκε για τελευταία φορά στην ταινία του Ντέιβιντ Χέμινγκ «Ζιγκολό» («Just a gigolo»), με τον David Bowie. Το 1982 επέτρεψε στον Μαξιμίλιαν Σελ να ηχογραφήσει την τελευταία της συνέντευξη διάρκειας 18 ωρών. Ο Σελ χρησιμοποίησε αποσπάσματα της συνέντευξης στο αριστουργηματικό ντοκυμαντέρ με τίτλο «Marlene: Α feature» που γνώρισε το 1984 τεράστια επιτυχία παγκοσμίως.
Καθώς βέβαια η κινηματογραφική της καριέρα έφθινε σταθερά από τα μέσα της δεκαετίας του '50, η Ντίτριχ θα μεταπηδήσει στη δεύτερη αγάπη της, το τραγούδι, γνωρίζοντας αξιοσημείωτη καριέρα. Το περίφημο νούμερό της θα κάνει τον κύκλο του κόσμου, με την ίδια να ταξιδεύει από το Λας Βέγκας μέχρι και το Παρίσι, περιοδεύοντας στη φήμη!
Οι ομοφυλοφιλικές της τάσεις έγιναν γνωστές αφού εγκατέλειψε την κινηματογραφική της καριέρα σε προχωρημένη πλέον ηλικία. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει κατατάξει ένατη στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών.
Μέχρι τα μέσα του 1970, η Ντίτριχ είχε πλέον εγκαταλείψει την πίστα. Μετακόμισε στο Παρίσι όπου και πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της σε κατάσταση σχεδόν απομόνωσης. Το 1984 θα πρόσφερε την τελευταία δημόσια εκδήλωσή της, μέσω του ηχητικού σχολιασμού της στο ντοκιμαντέρ του Μαξιμίλιαν Σελ για την ίδια, το «Marlene» (1984). Αρνήθηκε ωστόσο να εμφανιστεί μπροστά στην κάμερα.
Η Ντίτριχ πέθανε στις 6 Μαΐου 1992 στην οικία της στο Παρίσι. Μετά την κηδεία της, ενταφιάστηκε δίπλα στη μητέρα της στο Βερολίνο. Η μοναχοκόρη της, Μαρία, της πρόσφερε τέσσερα εγγόνια, ενώ στα μέσα του '90 θα έγραφε άλλη μια βιογραφία για τη σπουδαία μητέρα της...