ΑΛΕΚΑ ΠΑΪΖΗ: ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
- Ημερομηνία: Παρασκευή, 03/02/2017 15:31
Ήταν 4 Φεβρουαρίου του 2009, όταν μια από τις πιο σπουδαίες Ελληνίδες ηθοποιούς «έφυγε», αφήνοντας το θέατρό μας φτωχό. Η Αλέκα Παΐζη όμως δεν ήταν μόνο μια σημαντική καλλιτέχνης, που μέχρι το τέλος υπηρετούσε με πάθος τη σκηνή, αλλά κι ένας άνθρωπος μοναδικός: αγωνίστρια και ιδεολόγος, ποτέ δεν πρόδωσε τις αρχές της, ενώ διατηρούσε μέχρι τέλους, παρά τις τεράστιες δυσκολίες που είχε αντιμετωπίσει, την ενεργητικότητά της με μια παιδική αθωότητα.
Όσοι έχουμε προλάβει να την δούμε στο θέατρο, δεν θα μπορέσουμε να ξεχάσουμε εκείνη την βαθιά αλήθεια της, που ολόψυχα έδινε σε κάθε ερμηνεία της. Παράλληλα υπήρξε μια πολύ γοητευτική γυναίκα, με χιούμορ και γενναιοδωρία, που λάτρευε τη ζωή και τον έρωτα. Η ίδια έλεγε πως ήταν φιλάρεσκη, αλλά αυτό που τη χαρακτήριζε ήταν το ιδιαίτερο προσωπικό της στυλ, που δεν έχασε ούτε σε μεγάλη ηλικία.
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1919. Καταγόταν από οικογένεια με οικονομική άνεση, καθώς ο πατέρας της ήταν καπνοβιομήχανος. Όμως έχασε την περιουσία του κι έτσι όλη οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Τότε η νεαρή Αλέκα, που ήδη της είχε μπει το μικρόβιο της υποκριτικής, από τα χρόνια που έβλεπε τους περιοδεύοντες θιάσους στη γενέτειρά της, αποφάσισε ότι θα γίνει ηθοποιός. Έδωσε λοιπόν εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, από όπου και αποφοίτησε.
Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1941, ερμηνεύοντας τη Σουζάνα στη «Βεντάλια» του Κάρλο Γκολντόνι, στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Υπήρξε παράλληλα αγωνίστρια της Αριστεράς: συμμετείχε στην Ελληνική Αντίσταση την περίοδο της Κατοχής, μέσα από το ΕΑΜ και συνελήφθη αρκετές φορές. Μετά την απελευθέρωση συμμετέχει στο ΕΑΜικό «Θέατρο του Λαού» και στον θίασο «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες». Το 1946, συγκρότησε θίασο με το Δήμο Σταρένιο και τον Τίτο Βανδή, τον δεύτερο σύζυγό της. Ο πρώτος λεγόταν Παπαδάκης, αλλά ο γάμος τους δεν κράτησε καιρό, καθώς, όπως η ίδια είχε πει, ήταν περισσότερο ένα φλερτ, πάρα ένας μεγάλος έρωτας. Στο σπίτι τους όμως τυπώθηκε παράνομα το πρώτο φύλλο του «Ριζοσπάστη».
Τον Αύγουστο του 1949 συλλαμβάνεται και πάλι και κρατείται 45 μέρες στη Γενική Ασφάλεια. Η Ασφάλεια ζητά από τη σύζυγο του μεγαλοαξιωματικού της Χωροφυλακής Γ. Ντάκου, που ήταν γειτόνισσα της, να την πείσει να υπογράψει δήλωση μετανοίας ,όμως εκείνη αρνείται. Έτσι εξορίζεται στο Τρίκερι και στη συνέχεια στη Μακρόνησο, όπου βασανίστηκε, αλλά ποτέ δεν λύγισε.
Στην τελευταία της συνέντευξη στην Κατερίνα Κόμητα για τον «Ταχυδρόμο»- από τις ελάχιστες μάλιστα που είχε δώσει, καθώς δεν της άρεσε να μιλάει για τον εαυτό της-, είχε αναφερθεί σε ένα περιστατικό από τα χρόνια της εξορίας της , που αποτυπώνει τον σπάνιο χαρακτήρα της και την εσωτερική της δύναμη: «Εγώ, που λες, είχα αποκτήσει από τις περιοδείες μου ένα γούνινο παλτό αστρακάν. Κι όταν μια φορά με πιάσανε, έτυχε τελικά να φύγω με αυτό στη Μακρόνησο. Ήξερα βέβαια καλά ότι με ένα τέτοιο ρούχο θα με «μαρκάρανε» στα σίγουρα. Έτσι είπα να το βάλω από την ανάποδη, από την πλευρά της φόδρας, και τύλιξα και ένα κασκόλ στο κεφάλι μου. Κάποια στιγμή, λοιπόν, εκεί στο νησί περιτριγυρίζει εμάς τις γυναίκες η Α.Μ. που θα πει «Αστυνομία Μακρονήσου».
Εμένα με παραλαμβάνει ένας σπαθάτος αλφαμίτης, μου δίνει μια και μου λέει: «Τρέχα!» Ξέρεις, δεν είναι καθόλου εύκολο να τρέχεις ξημερώματα με το παλτό σου ανάποδα βαλμένο, σκοντάφτοντας σε χώματα και πέτρες. Έτρεχα λοιπόν κι εκείνος ερχόταν από πίσω και με χτυπούσε στο σβέρκο με κάτι μεγάλα πέτσινα γάντια. Από το φόβο μου, ως φαίνεται, κι επειδή φορούσα και το γούνινο παλτό, δεν πονούσα πολύ. Καθώς έτρεχα, άκουγα μόνο ένα μεγάλο θόρυβο, ένα «πλαφ, πλαφ, πλαφ». Τρέχοντας έτσι, φτάσαμε σε μια άδεια σκηνή, σε μεγάλη απόσταση από το στρατόπεδο. Γύρω ερημιά πρωινή και από μακριά ακούγονταν οι κραυγές των γυναικών που τις χτυπούσαν. Κατόπιν με βάζει μέσα στη σκηνή κι ακολουθεί παρατεταμένη σιωπή. Κι ύστερα κάνει μια απότομη κίνηση, μου βγάζει το κασκόλ που φορούσα στο κεφάλι, με κοιτάζει και μου κάνει «μμμ… Δεν είναι κρίμα να χτυπήσω μια κοπέλα σαν εσένα;» μου λέει. Αποφασισμένη κι εγώ, του κολλάω μια ατάκα: «…και ντροπή!Μια μάνα θα έχεις, ένα κορίτσι που αγαπάς θα έχεις. Πώς θα μπορέσεις να τις αντικρίσεις στα μάτια, όταν εμένα θα με έχεις σακατέψει;» Καταλαβαίνεις, βέβαια, ότι από μέσα μου έτρεμα. Μετά από λίγο, εκείνος δίνει μια και βγαίνει απ’ τη σκηνή. Κάνει μια βόλτα πάνω, κάνει μια βόλτα κάτω κι ύστερα γυρίζει και μου λέει: «Εσύ με σακάτεψες… Κοίταξε, εγώ θα φύγω τώρα, αλλά, αν έρθουν, να πεις ότι σε χτύπησα». Κάποτε, χτυπάει προσκλητήριο. Βγαίνω από τη σκηνή κι αρχίζω και περπατώ προς τα εκεί που ήξερα ότι είναι οι άλλες γυναίκες. Σε λίγη ώρα με ξαναπιάνουν κι αρχίζει πάλι το ίδιο νταβαντούρι και μετά ξανά και ξανά. Αυτό γινόταν μέχρι τη μία μετά τα μεσάνυχτα. Αργά τη νύχτα, δεν άντεξα άλλο και τους είπα: «Έβαλα το παλτό μου από την ανάποδη για να μη με σταμπάρετε κι εσείς με κυνηγάτε από το πρωί. Ε, ας το βάλω τώρα πια κι εγώ από την καλή…»
Τον Δεκέμβρη του 1951, φτάνει στην Αθήνα ως «αδειούχος εξόριστη», με δεκαπενθήμερη άδεια. Επί δεκαπέντε χρόνια ήταν υποχρεωμένη να δηλώνει παρουσία στην Ασφάλεια, ενώ είχε στερηθεί και τα πολιτικά της δικαιώματα. Εκείνη την περίοδο αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, καθώς οι θίασοι δίσταζαν να την προσλάβουν. Ευτυχώς, ο Μάνος Κατράκης, συναγωνιστής της από παλιά, συγκροτεί δικό του θίασο και έτσι βρίσκει δουλειά.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Μίκης Θεοδωράκης συνεργάζεται μαζί της για την παρουσίαση του μελοποιημένου «Επιταφίου» του Γιάννη Ρίτσου, στην Αθήνα και στην επαρχία. Στην αρχή το σχέδιο ήταν μόνο να απαγγείλει αποσπάσματα, αλλά τελικά ήταν εκείνη που τραγούδησε και τα τραγούδια.
Το 1961 ο Σωκράτης Καραντινός, πρωτεργάτης και διευθυντής του νεοσύστατου Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, παρανομώντας ουσιαστικά, τολμά να την προσλάβει χωρίς την απαραίτητη τότε βεβαίωση «κοινωνικών φρονημάτων». Στη Θεσσαλονίκη τη βρίσκει η κήρυξη της δικτατορίας τον Απρίλιο του 1967. Τότε αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη χώρα. Πηγαίνει στο Λονδίνο και στην Ιταλία, όπου αναπτύσσει αντιδικτατορική δράση, προσπαθώντας να πείσει τους Ευρωπαίους να συνδράμουν στον αγώνα για την ελευθερία.
Με τη μεταπολίτευση επέστρεψε στην Ελλάδα και στο θέατρο. Η πρώτη επανεμφάνισή της έγινε με το «Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο» του Λεωνίδα Τριβιζά, στο έργο «Κάπταιν Σελλ, κάπταιν Εσσο».
Ακολούθησαν συνεργασίες της με πολλούς θιάσους, σε κλασικά και σύγχρονα, ξένα και ελληνικά έργα. Η τελευταία θεατρική εμφάνιση έγινε στο έργο του Χόρβατ «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης», σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά. Επρόκειτο να ερμηνεύσει τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», όπου θα μετουσίωνε σκηνικά τον ποιητικό στοχασμό του Γιάννη Ρίτσου, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε.
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1957, στην ταινία «Μπαρμπα-Γιάννης, ο κανατάς». Έπαιξε επίσης στις ταινίες «Ο Μιμίκος και η Μαίρη» του Γρηγορίου Ξενόπουλου, «Το παιδί του δρόμου» του Τ. Αλιφέρη, «Συνοικία το όνειρο» του Α. Αλεξανδράκη κ.α. Εμφανίστηκε και στην τηλεόραση, με πιο διάσημο το ρόλο της Χρυσοστόμης στους «Πανθέους» του Τάσου Αθανασιάδη, σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη.
Στις 28 Νοεμβρίου 1994, σε εκδήλωση του Κέντρου Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου, της απονεμήθηκε για τη συνολική της προσφορά το έπαθλο «Μαρίκα Κοτοπούλη». Το 2008, συμμετείχε στην έκθεση και στο αντίστοιχο φωτογραφικό λεύκωμα γυμνών πορτρέτων με τίτλο «Λευκό βιβλίο» του φωτογράφου Τάκη Διαμαντόπουλου.
Έφυγε πλήρης ημερών , μετά από μια περιπέτεια υγείας, αφήνοντας το στίγμα στο θέατρο, σε όσους συνεργάστηκαν μαζί της, αλλά και σε όσους είχαν την τύχη να την απολαύσουν επί σκηνής.