ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τετάρτη, 15/08/2018 01:38
Την τραγωδία του Αισχύλου "Αγαμέμνων", σε σκηνοθεσία Cezaris Graužinis, παρακολούθησα στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Αποτελεί το πρώτο έργο της μοναδικής σωζόμενης τριλογίας, της "Ορέστειας", η οποία γράφτηκε το 458 π.Χ. και ακολουθούν οι "Ευμενίδες" και οι "Χοηφόροι". Ο Αγαμέμνονας, βασιλιάς του Άργους, μετά το δεκαετή πόλεμο και την τελική άλωση της Τροίας, γυρίζει στην πατρίδα και το παλάτι του νικητής και τροπαιούχος, φέρνοντας μαζί του, ανάμεσα στα άλλα λάφυρά του και την αιχμάλωτη Κασσάνδρα. Ο λαός; τον περιμένει με αγωνία και έναν κάποιο φόβο, ενώ η Κλυταιμνήστρα, η γυναίκα του, τον υποδέχεται φαινομενικά θερμά και ανυπομονώντας να ζήσουν και πάλι μαζί, σα ζευγάρι, ενώ δείχνει να αποδέχεται, έστω και κάποια δυσκολία την παρουσία της Κασσάνδρας. Στην πραγματικότητα όμως σχεδιάζει να τον σκοτώσει για να τον εκδικηθεί για το θάνατο της κόρης τους Ιφιγένειας, που σφαγιάστηκε για να ξεκινήσουν τα πλοία των Ελλήνων για την Τροία. Στα σχέδιά της αυτά έχει δίπλα της σα στήριγμα και ερωτικό σύντροφο τον Αίγισθο, εξάδελφο του Αγαμέμνονα. Μαζί με το βασιλιά θανατώνουν και την Κασσάνδρα θεωρώντας ότι αποτελούσε την ερωμένη του και αναλαμβάνουν και τυπικά την ηγεσία της πόλης, η οποία θεωρούν ότι πλέον τους ανήκει δικαιωματικά. Η μετάφραση από το αρχαίο κείμενο είναι καινούργια και έγινε από το Γιώργο Μπλάνα. Προσπάθησε να διατηρήσει την ποιητικότητα και το λυρισμό του αρχικού κειμένου, αλλά σε πολλά σημεία δεν ήταν ακριβής, είχε χάσματα και αρκετούς αχρείαστους βερμπαλισμούς κι ένιωσα σα να ήθελε να δώσει μια δική του εκδοχή για την τραγωδία και όχι να μείνει πιστός και να αποδώσει το πνεύμα της. Σύμβουλος δραματουργίας ήταν ο Παναγιώτης Σκούρας.
Ο Cezaris Graužinis ανέλαβε τη σκηνοθετική επιμέλεια του εγχειρήματος, με τα διαχρονικά και βαθιά ανθρώπινα πάθη και αδιέξοδα να κυριαρχούν στην καρδιά και τις πράξεις των ηρώων, βασιζόμενα στα αρχετυπικά συγκρουσιακά δίπολα του παρελθόντος με το παρόν, του γονέα και του παιδιού και του αρσενικού και του θηλυκού. Οδηγός της εξέλιξης της ιστορίας είναι η Κλυταιμνήστρα, είτε σαν αδημονούσα σύζυγος, είτε σα γυναίκα-τιμωρός. Ο από τη φύση του αιχμηρός λόγος του Αισχύλου ακούγεται συχνά αδύναμος, επίπεδος και διεκπεραιωτικός, χωρίς να εκλύει δυναμική σύγκρουσης και εναλλαγή συναισθημάτων. Στις ερμηνείες κυριάρχησε η φόρμα που είχε σαν αποτέλεσμα αυτές να μοιάζουν κλισέ, αποστειρωμένες και χωρίς περιθώρια σημαντικών κορυφώσεων. Η εμφάνιση της Κλυταιμνήστρας με κόμμωση και ρούχα που θα ταίριαζαν στο σαλόνι του παλατιού του Ναπολέοντα και του χορού με πατερίτσες ασθενών που έχουν σπάσει το πόδι τους δείχνουν παράταιρες και αδικαιολόγητες στο λιτό σκηνικό της Επιδαύρου. Μετά τη δολοφονία του άντρα της η γυναίκα βγαίνει ξανά στη σκηνή, οργίλη, αλλά ατσαλάκωτη και με τη φόρμα κομμωτηρίου να αφήνει μια άλω από λακ γύρω της. Ο Αγαμέμνονας είχε μια ελαφρότητα και μια ανεμελιά που δε θύμιζε βασιλιά που γυρίζει στο σπίτι του μετά από δεκαετή πολεμική περιπέτεια με εντάσεις, ήττες και κακουχίες. Τα χορικά κομμάτια είχαν επίσης αρκετές αρρυθμίες, καθώς υπήρχαν μέλη του που δεν ταίριαζαν φωνητικά με τους υπόλοιπους, ενώ η χορωδιακή εκφώνηση του λόγου, δεν είχε αμεσότητα και επικοινωνία με το θεατή. Υπάρχει η αντιπαράθεση λαού-εξουσίας (που τονίζει εύστοχα η υπερυψωμένη εξέδρα του σκηνικού), αλλά η προαιώνια αντιπαλότητα αρσενικού-θηλυκού δεν έχει τόλμη και ευρηματικότητα. Η σκηνή του φόνου αποτυπώνεται άχρωμα, άγευστα και άοσμα, χωρίς να νιώσω ότι αποτελεί καταλύτη για τις μετέπειτα εξελίξεις ή άξια τιμωρία για την όποια "ύβρι" του νικητή βασιλιά. Όσο για την παρουσία του κόκκινου χαλιού, για την οποία χρησιμοποιήθηκε μια απλή αλλαγή του τόνου του φωτισμού στο βάθος της εξέδρας, έδειξε για άλλη μια φορά την πενία των σκηνοθετικών εμπνεύσεων.
Ο Γιάννης Στάνκογλου ανέλαβε τόσο το ρόλο του Αγαμέμνονα, όσο και του Αίγισθου. Στον πρώτο θύμισε πολύ λίγο βασιλιά και στρατηγό που γύρισε τροπαιούχος από μια μεγάλη μάχη και δεκαετή ταλαιπωρία κι έμοιαζε περισσότερο με έναν bon viveur, ανέμελο, χαλαρό και σχετικά αδιάφορο στην όποια έκφραση συναισθήματος από τη σύζυγό του. Αποτυπώνει όμως πειστικά την εσωτερική αφέλεια του ήρωά του, ο οποίος δείχνει να μην υποψιάζεται επ' ουδενί την τύχη που του μέλλεται. Στην περίπτωση του Αίγισθου δείχνει αναποφάσιστος αν θα ακολουθήσει μια ερμηνευτική γραμμή του θρασέος σφετεριστή ή αυτή του απλού συμπαραστάτη της οργής της Κλυταιμνήστρας, με αποτέλεσμα μια άνιση και χωρίς ισορροπίες σκηνική παρουσία.
Η Μαρία Πρωτόπαππα υποδύεται την Κλυταιμνήστρα και έχει μια στιβαρότητα και μια επιβλητικότητα στην ερμηνεία, αν και φωνητικά δεν αποφεύγει κάποιες υπερβολές (για τις διαφωνίες μου στις ενδυματολογικές επιλογές της ηρωίδας δεν είναι αυτή υπεύθυνη) και ένα ελαφρύ υπερπαίξιμο στην πρώτη εμφάνισή της, καθώς η τόσο προφανής χρήση της ειρωνείας θα μπορούσε, θεωρητικά, να υποψιάσει τον Αγαμέμνονα για τις πραγματικές της προθέσεις. Μετά το φόνο, είναι αποφασισμένη, αυθόρμητα οργίλη, δείχνει να πατά απόλυτα στέρεα στα πόδια της και ο χαρακτήρας που ερμήνευσε είχε σαφές στίγμα, ειδικό βάρος και προσανατολισμό.
Ο Αργύρης Πανταζάρας έπαιξε τον Κήρυκα, αλλά η ένταση, η ανυπομονησία του να πει τα καλά νέα και ο εσωτερικός του παλμός εξαντλήθηκε στη σωματική τους έκφραση, με τη φωνή να βγαίνει αδύναμη, άνευρη και τελικά αταίριαστη για κήρυκα, χωρίς να αφήνει ίχνος στο μυαλό του θεατή.
Η Ιώβη Φραγκάτου ήταν η Κασσάνδρα, της οποίας ο προφητικός λόγος αναλώθηκε σε ένα παραληρηματικής φύσης σκηνικό επεισόδιο, το οποίο δεν είχε υπόσταση και με την κινητική της υπερβολή δεν έμοιαζε με αιχμάλωτη πολέμου, αλλά σα μια ηρωίδα που έχει λόγο στον ορισμό της μοίρας της.
Ο Θοδωρής Κατσαφάδος στο ρόλο του Φύλακα είχε τη απαιτούμενη αξιοπρέπεια, κύρος και σοβαρότητα να φέρει σε πέρας το μονόλογό του με φωνή έντονη, εσωτερική και γεμάτη συναίσθημα.
Το Χορό απάρτισαν ο Μάρκος Γέττος, ο Δημήτρης Γεωργιάδης, ο Τάσος Θεοφιλάτος, ο Πανάγος Ιωακείμ, ο Δημήτρης Καραβιώτης, ο Ηλίας Μενάγιερ, ο Δημήτρης Μηλιώτης, ο Αλέξανδρος Μούκανος, ο Αλέξανδρος Μπαλαμώτης, ο Βασίλης Παπαγεωργίου, ο Κλέαρχος Παπαγεωργίου και ο Γιώργος Παπανδρέου, οι οποίοι συγκρότησαν ένα σύνολο, το οποίο έδειξε να έχει δυναμική και δυνατότητες, αλλά συχνά η συμβολή του στην εξέλιξη του έργου, υπονομεύτηκε από τις σκηνοθετικές και ενδυματολογικές επιλογές, με τις πατερίτσες να αποτελούν σκηνική παραφωνία. Φωνητικά, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, είχαν καλές τοποθετήσεις, ενώ η κίνησή τους είχε μια αναμφισβήτητη υπερβολή, δεδομένου ότι επρόκειτο για χορό γερόντων.
Τα σκηνικά επιμελήθηκε ο Κέννυ ΜακΛέλλαν και είχαν μια λιτότητα και μια οικονομία που εξυπηρέτησε τη σκηνοθετική πρόθεση, με την υπερυψωμένη εξέδρα να αποτελεί βήμα λόγου, αλλά και σαφούς διαχωρισμού λαού και βασιλικής οικογένειας, αν και η φωτεινή σιδερένια κατασκευή στο βάθος της δεν είχε την σχεδιαζόμενη λειτουργικότητα.
Τα κοστούμια του ίδιου είχαν πολλές ατυχείς εμπνεύσεις με κυριότερη αυτή της Κλυταιμνήστρας, αλλά και δευτερευόντως του Χορού.
Η πρωτότυπη μουσική (καθώς και η μουσική διδασκαλία) ήταν του Χάρη Πεγιάζη και δεν ένιωσα να έχει στίγμα και να υποστηρίζει τη δυναμική του λόγου στις όποιες κορυφώσεις του.
Στην κίνηση του Έντι Λάμε παρατήρησα αρκετές υπερβολές που συνηγορούσαν συχνά σε ένα υπερπαίξιμο των χαρακτήρων, το οποίο δε συνάδει με τον περιεκτικό αισχύλειο λόγο.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου είχαν καλές στιγμές, όπως η εστίαση στα πρόσωπα των εκάστοτε πρωταγωνιστών, αλλά και κακές, όπως στην είσοδο του Αγαμέμνονα στη σκηνή και τη σκηνική "αναπαράσταση" του κόκκινου χαλιού.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου, είδα μια παράσταση, που έδειξε να προσπαθεί να αποδώσει το μέγιστο της τραγωδίας της βασιλικής οικογένειας του Άργους, αλλά να εγκλωβίζεται σε μέτριες, προφανείς και ρηχές σκηνοθετικές επιλογές και μια ερμηνευτική φόρμα που δεν έδωσε στο λόγο παλμό και βάθος. Το τελικό αποτέλεσμα προκύπτει εξαιρετικά άνισο, δεν καταφέρνει να συγκρατήσει συνολικά το ενδιαφέρον του θεατή, με μόνο κάποιες προσωπικές ερμηνευτικές εξάρσεις να σώζουν τα όποια προσχήματα.