«ΒΑΚΧΕΣ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΒΑΚΧΕΣ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.8/5 κατάταξη (49 ψήφοι)

          «Ήκω»… Η άφιξη του Διονύσου στην τραγωδία «Βάκχες», του Ευριπίδη, είναι καθοριστική και δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Στέκεται μπροστά στα μάτια μας, πρωταγωνιστής, αλλά και σκηνοθέτης του τρομερού δράματος που θα επακολουθήσει.
          Ο «θηλύμορφος» θεός, με τον αέρα της Ανατολής, υπονομευτής της οικείας τάξης των πραγμάτων, που επιζητεί την ταύτιση με το «άλλο», το άγνωστο, το διαφορετικό, θα εκδικηθεί και μάλιστα πολύ σκληρά. Στο πρόσωπό του συνοψίζονται όλες οι αντιθέσεις, καταργούνται τα όρια και οι λογικές κατηγορίες. Βασίλειό του, η ρευστότητα της μέθης. Ένας εμπνευστής μανίας με την τέχνη της σοφιστείας. Ένας θεός που γίνεται λιοντάρι, ταύρος, φίδι κ.α., καταργώντας τον χρόνο και την ηλικία. Ανεξέλεγκτος, άγριος, μυστηριώδης, φοράει δέρμα ελαφιών και πίνει αίμα τράγου. Υπόσχεται μια ζωή ηδονική στις γυναίκες, που τον λατρεύουν αφηνιασμένες, κάθε βράδυ στις βουνοπλαγιές, παρέα με τα αγρίμια, εγκαταλείποντας τα σπίτια τους.
          Ποιο είναι, όμως, το νόημα αυτού του μυστήριου έργου; Και πώς αντιμετωπίζει ο σύγχρονος θεατής τους «αλλόκοτους» ήρωες των «Βακχών»; Τον θεό Διόνυσο που έρχεται να επιβάλει τη λατρεία του, τον βασιλιά της Θήβας Πενθέα, που αντιτίθεται στη νέα λατρεία, τη βασιλομήτορα Αγαύη, που λυσσομανάει με τις άλλες μαινάδες στον Κιθαιρώνα και εν τέλει κατασπαράζει τον ίδιο της τον γιο, τον Πενθέα;
          Πρόκειται για δραματική αξιοποίηση ενός μύθου; Καταβύθιση σε υπαρξιακά ερωτήματα; Καυστικό σχόλιο ενός αβόλευτου πνεύματος, όπως ο Ευριπίδης; Φιλοσοφική πραγματεία πάνω στην πάλη της λογικής και του ενστίκτου, του παλιού και του καινούργιου;
          Πρέπει να σκάψει κανείς βαθιά για να νιώσει, έστω και στιγμιαία, ένα ρίγος. Δύσκολα, η συγκεκριμένη τραγωδία πετυχαίνει τα στοιχειώδη αποτελέσματα, πόσω μάλλον την πολυπόθητη «μαγεία».
          Η παράσταση του Θάνου Παπακωνσταντίνου, με το κύρος της μετάφρασης του Γιώργου Χειμωνά, στάθηκε, κατά κύριο λόγο θολή ιδεολογικά. Το πλαίσιο της σκηνοθετικής ανάγνωσης περί διαφορετικότητας, συμπερίληψης, αποδοχής ταυτότητας, ελευθερίας, ενότητας παρέμεινε προβλέψιμο και ανιαρό, παρά τα «μεταμοντέρνα διαπιστευτήρια». Δεν αρκούν η gay pride σημαία στην πύλη του παλατιού, ο μπογιατισμένος Χορός και ο Τειρεσίας με τα γυμνά στήθη ή τα ροζ γοβάκια του Διονύσου για να υποδηλώσουν το queer. Πολύ χρώμα χωρίς ψυχή δυστυχώς… (σκηνικά και κοστούμια της Νίκης Ψυχογιού).
          Έλλειψη ισορροπίας υπήρξε και στα μουσικά μοτίβα του Δημήτρη Σκύλλα. Παρόλη την άρτια εκτέλεσή τους από τους μουσικούς επί σκηνής: Θοδωρή Βαζάκα, Μαρία Δελή, Αλέξανδρο Ιωάννου, Γιάννη Καΐκη, παρέπεμπαν σε βυζαντινές μελωδίες ανά στιγμές και σε παραδοσιακά ακούσματα άλλες φορές, που δεν ανέδυαν την τρομακτική βακχική μανία.
          Ο Χορός (Μαργαρίτα Αλεξιάδη, Στελλίνα Βογιατζή, Χρυσιάννα Καραμέρη, Ελένη Κουτσιούμπα, Μαρία Κωνσταντά, Κλεοπάτρα Μάρκου, Ελένη Μολέσκη, Ειρήνη Μπούνταλη, Τζωρτζίνα Παλαιοθόδωρου, Ιοκάστη-Αγαύη Παπανικολάου, Θάλεια Σταματέλου, Δανάη Τίκου), διδαγμένος με γλωσσικά σουσούμια (επιτονισμούς, παύσεις, παρατονισμούς) δεν βάκχευε, δεν έφτανε στα όρια, δεν κλυδωνιζόταν συθέμελα. Ημίγυμνες, όμορφες κοπέλες φάνταζαν σαν μοιρολογίστρες που «πενθούν τον μακαρίτη»… Τις χορογραφίες επιμελήθηκε η Νάντη Γώγουλου.
          Οι - αντικειμενικά καλοί - ηθοποιοί Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης (Διόνυσος), Αργύρης Πανταζάρας (Πενθέας), Μαριάννα Δημητρίου (Τειρεσίας), Αλεξία Καλτσίκη (Αγαύη), Θέμης Πάνου (Κάδμος), Γιάννης Κόραβος, Διονύσης Πιφέας και Φώτης Στρατηγός (Αγγελιαφόροι) δεν κατόρθωσαν να επιδείξουν κάτι το ιδιαίτερο όσον αφορά τη σκιαγράφηση των ηρώων τους με μια πορεία άχρωμη, πολλές φορές αμήχανη και διεκπεραιωτική.
          Η Χριστίνα Θανάσουλα φωτοσκίασε περίτεχνα τη θυμέλη.
          Ένα παίγνιο εξουσίας, λοιπόν, με πολλές παραδοξότητες: έναν εκδικητή θεό, ένα αμφίσημο μίασμα, γέλιο υπεροχής και γέλιο εκδίκησης. Η παράσταση του Εθνικού θάμπωσε από το πολύ χρώμα.

 


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.