«ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ» | ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τρίτη, 27/02/2024 22:18
«Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, θεωρείται το πιο καλά ζυγισμένο έργο του. Βαθιά πολιτικό και ανθρωπιστικό, γεμάτο συμβολισμούς, εικόνες και ποίηση. Μία αλληγορία με πολλές συνιστώσες.
Ένα σπίτι φρούριο, ζωσμένο από αυτιά και μάτια. Χείλη σφιγμένα. Ακούμε τη βαρειά περπατησιά της Μπερνάρντα. Ακούμε και τα βήματα των θυγατέρων της, που δεν ξεστρατίζουν, ακόμα κι όταν συμβαίνουν σπαρακτικά γεγονότα. Πού βγάζει, όμως, αυτός ο δρόμος; Σε μια πλημμύρα πένθους. Τι θα την έσωζε; Η σιωπή;
Αυτός είναι ο πρώτος λόγος που βγαίνει από το στόμα της: Σιωπή. Αυτός είναι κι ο τελευταίος, αλλά δίχως νόημα, αφού πνίγεται και η ίδια από την καταστροφική πλημμύρα.
Θέλησε να κυβερνήσει το σπίτι της σαν άνδρας, επιδιώκοντας την τάξη με τη συμμόρφωση στον κανόνα. Από την αρχή, όμως, βρέθηκε πολιορκημένη. Τη ζώνει η κακογλωσσιά των συγχωριανών και η φτώχεια των υποτακτικών. Και την περικυκλώνει η παρουσία του άνδρα. Έξω από το σπίτι τριγυρνάει ο Πέπε Ρομάνο. Μέσα στο σπίτι της τριβελίζει το μυαλό η τρελή της μάνα. Σε πόλεμο με τους ξένους αλλά και με τους δικούς της. Σε πόλεμο με την ίδια τη ζωή. Γι’ αυτήν, το κοινωνικό φαίνεσθαι υπερτερεί. Αρνείται τη φύση, μα στο τέλος η φύση νικάει. Γιατί το σπιτικό της θα τρανταχτεί από τις φωνές, που θέλησε η ίδια να πνίξει. Γιατί ο θάνατος έχει στήσει καρτέρι και ο τάφος μοιάζει να είναι το λίκνο του αιώνιου έρωτα. Γιατί δε σταθμίζει ότι τα νιάτα δεν αλυσοδένονται, ότι το νεανικό αίμα κοχλάζει, ακόμα και μέσα στη φυλακή. Και η αποτυχία της θα σφραγιστεί με τον θάνατο της μικρότερης κόρης της…Σιωπή!
Η παράσταση της Μαρίας Πρωτόπαππα, η οποία μετέφρασε εκ νέου το έργο, με την Ελένη Σπετσιώτη, αν και είχε τα φόντα, παρέμεινε τελικά η πρόθεση της ανάγνωσης. Με τον υπότιτλο «Το Σώμα όπου Ανατέλλει η Αντοχή», επιδίωξε να αντιπαραβάλλει τη χώρα με τη γυναικεία εμπειρία. Σκιαγράφησε τα πρόσωπα της ιστορίας σαν σύμβολα και όχι σαν χαρακτήρες, αφαιρώντας κάθε έμφυλη ταυτότητα. Ένωσε το χθες με το σήμερα με επιτηδευμένους αυτοσχεδιασμούς και συνεκφωνήσεις. Η έναρξη με την Κατερίνα Φωτιάδη που σπάει τον τοίχο, δεν οδήγησε, τελικά, πουθενά. Η αφαιρετική εικόνα του σκηνικού της Εύας Νάθενα λειτούργησε ομαλά, υπό τις ομιλούσες φωτοσκιάσεις της Βαλεντίνας Ταμιωλάκη και της υπαινικτικής μουσικής του Φώτη Σιώτα. Ναι, μεν, ο εγκλωβισμός του γυναικείου σώματος και των ερωτικών επιθυμιών αποτυπώθηκαν με ωραίες συμβολικές εικόνες -κίνηση Μαργαρίτας Τρίκκα- (όπως το τρίψιμο των ρούχων, το μάσημα του φαγητού, τον πυροβολισμό, την ερωτική πράξη με το ανδρικό σακάκι κτλ), εντούτοις δεν εισχώρησαν στο μεδούλι του διακυβεύματος. Δεν έφτασαν στο τώρα. Δε μίλησε η πολιτική χροιά του έργου.
Στον ρόλο της «Μπερνάρντα Άλμπα» ο Χρήστος Στέργιογλου ήταν ένα γοητευτικό πλάσμα με ύφος μπλαζέ και ειρωνική συμπεριφορά, που δεν παρέπεμπε, όμως, στην άκαμπτη και ασυμβίβαστη φύση της ηρωίδας του. Δεν είδαμε ποτέ τη μάνα-κέρβερο επί σκηνής.
Θολός υπήρξε, επίσης, ο Δημήτρης Μαργαρίτης, ως «Ανγκούστια», που διεκδικούσε τον έρωτα με νύχια και με δόντια.
Τραχειά και γνωστική η «Πόνθια», σχεδιάστηκε ορθά από την Άννα Καλαϊτζίδου.
Η «Αντέλα» της Χριστίνας Χειλά-Φαμέλη είχε παλμό, ενθουσιασμό και ειλικρίνεια. Η ορμή της νιότης της πήρε στα μάτια μας άξια μορφή.
Ο υπόλοιπος θίασος (Κατερίνα Φωτιάδη, Ευγενία Αποστόλου και Ελένη Σπετσιώτη) κινήθηκε τίμια υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες.
Η «Μαρία-Χοσέφα» της Έρσης Μαλικένζου ήταν η ηχογραφημένη φωνή, που καταδυνάστευε τη σκέψη της Μπερνάρντα νυχθημερόν.
«Λιγότερο duende και πιο σκληρή δουλειά», θα έπρεπε να είναι ο υπότιτλος του έργου. Μία παράσταση που δεν κατάφερε να ανάψει φωτιά μέσα μας, παρά το καλό προσάναμμα.