«ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΕΣΣΕΡΑ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΕΣΣΕΡΑ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (44 ψήφοι)

          Το έργο «Τα μάτια τέσσερα» του συγγραφέα Γιάννη Τσίρου, το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Δραματουργίας Καρόλου Κουν, το 2010, σημαδεύει στην καρδιά της Δικαιοσύνης, σε μια περίοδο αχαλίνωτης κρατικής και κοινωνικής διαφθοράς και αδιαφορίας. Ένα δριμύ κατηγορώ στις τρεις συνταγματικές εξουσίες του κράτους (Νομοθετική, Εκτελεστική, Δικαστική) και ένα μαστίγωμα στο «τσιφλίκι» της τέταρτης εξουσίας του Τύπου. Εξού, και ο αλληγορικός τίτλος του έργου.
          Με αφορμή την κλοπή ενός κραγιόν από τη νεαρή άνεργη Άννα, ο μηχανισμός του νόμου μπαίνει σε λειτουργία για την αντιμετώπιση του «κακουργήματος». Επειδή προσπάθησε να διαφύγει, της προσάπτεται η σοβαρή, μη εξαγοράσιμη, κατηγορία της αντίστασης κατά της Αρχής, αλλά τραυματίζεται από πυροβολισμό στο πόδι. Κι ενώ το πόδι της μολύνεται από γάγγραινα και κακοφορμίζει, ο ηλικιωμένος παππούς της ακροβατεί μεταξύ των εξουσιών ζητώντας απεγνωσμένα δικαίωση. Μια αστυνομικός, ένας βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου, ένας ανώτερος δικαστής και ένας δημοσιογράφος της τηλεόρασης εμπλέκονται σε αυτή την υπόθεση, υποδηλώνοντας ότι ο κοινωνικά αδύναμος είναι καταδικασμένος στη μοίρα του.
          Η ιστορία εξελίσσεται σε τέσσερις πράξεις σαν παραβολές και περιγράφει την απάνθρωπη μηχανή που συντηρεί ένα παράλογο σωφρονιστικό σύστημα, το οποίο εξαντλεί όλα τα μέσα για παραδειγματισμό, ιδίως προς τους φτωχούς και κατατρεγμένους πολίτες.
          Στην πρώτη πράξη, ο παππούς της Άννας φθάνει στο αστυνομικό τμήμα και εκλιπαρεί το όργανο της τάξης, να δείξει έλεος στην εγγονή του και να παραβλέψει την παραβατική της συμπεριφορά, κατ' εξαίρεση. Όμως, η ψυχρή αστυνομικός είναι ανένδοτη και τηρεί τον νόμο κατά γράμμα.
          Στη δεύτερη πράξη, παρακολουθούμε τη μεταμεσονύχτια κουβέντα μεταξύ ενός βουλευτή και της έγκυου συζύγου του σε ένα διαμέρισμα - φρούριο. Εκείνος, υποτίθεται, ότι νομοθετεί για το καλό και την ασφάλεια των πολιτών, αλλά στην πραγματικότητα δεν του καίγεται καρφί. Δεν είναι διατεθειμένος να χαλάσει το image του άξιου και ηθικού πολιτικού για χάρη μιας κλέφτρας, που τη γνωρίζει, όμως, πολύ καλά. Η αλήθεια βγαίνει στη φόρα, η σύζυγος τα ξέρει όλα, αυτή τη φορά. Και τον εγκαταλείπει με μια βαλίτσα στο χέρι, όπως ακριβώς «εγκαταλείπει» εκείνος τους «δικούς του» ανθρώπους, αφήνοντάς τους εκτεθειμένους και απροστάτευτους.
          Στην τρίτη πράξη, βρισκόμαστε στη βίλα ενός δικαστή, σε μια βουνοπλαγιά της Πάρνηθας. Έχει ξυπνήσει από το χάραμα για να κυνηγήσει μπεκάτσες στον κήπο του, φορώντας τις πιτζάμες του. Αστοχεί διαρκώς και απορεί. Η υπηρέτρια του εκμυστηρεύεται το μυστικό με αντάλλαγμα να βοηθήσει, εκείνος, τον συγχωριανό της, δηλαδή τον παππού της Άννας. Η μπεκάτσα, κατά τα λεγόμενα του παππού, σημαδεύεται με το αφτί. Αποφασίζει, λοιπόν, να ακολουθήσει τη συμβουλή της, αλλά τελικά σκοτώνει ένα ανυπεράσπιστο σπουργιτάκι, το οποίο κρατά νεκρό στις χούφτες του. Και τότε, της διαβιβάζει το μήνυμα ότι «Το δικαστήριο δεν κάνει εξαιρέσεις. O νόμος είναι ίσος για όλους».
          Στην τέταρτη πράξη, μεταφερόμαστε στον θάλαμο του νοσοκομείου, όπου η κατηγορούμενη βρίσκεται σε αναπηρικό καροτσάκι. Δέχεται την επίσκεψη ενός επίμονου δημοσιογράφου ...προστάτη των καταφρονεμένων, ο οποίος την πιέζει να βρει το δίκιο της μέσω της τηλεοπτικής δημοσιοποίησης. Η τύχη της τραυματισμένης Άννας στον βωμό των «τηλεδικαστηρίων» και της τηλεθέασης. Μια επιλογή που αποδεικνύεται ολέθρια .
          Το κείμενο του Γιάννη Τσίρου, γεμάτο ειρωνεία και συμβολισμούς, αποσταθεροποιείται από την προβληματική δραματουργική επεξεργασία της παράστασης, που σκηνοθετεί ο Γιώργος Πυρπασόπουλος, στο θέατρο Ιλίσια Βολανάκης. Τέσσερα επεισόδια με σκηνοθετικές επιλογές και ενδιάμεσα κενά που δεν συνδράμουν επικοδομητικά στη ροή της υπόθεσης και με ένα αστραπιαίο, μετέωρο φινάλε, που πιάνει απροετοίμαστο τον θεατή.
          Στο εργονομικό σκηνικό με τις ξύλινες ντουλάπες της Άννας Ζούλια, φωτισμένο από τη Σεμίνα Παπαλεξανδροπούλου, οι τέσσερις ηθοποιοί υπηρετούν τον διττό τους ρόλο κατά το δοκούν.
          Η Μαρία Κατσανδρή, σκηνικά αυτοτελής, τόσο στον ρόλο της αδιάλλακτης αστυνομικού με ελάχιστα ψήγματα ανθρωπιάς που εκτελεί «ρομποτικά» το καθήκον της, όσο και της πιστής και διακριτικής οικονόμου που εκλιπαρεί έμμεσα για βοήθεια.
          Ο Χρήστος Σαπουντζής είναι συγκινητικός στον ρόλο του παππού που αγωνίζεται μέχρι τελικής πτώσης για να βρει το δίκιο του. Ως δικαστής που πυροβολεί αθώα πουλιά, σκιαγραφεί διακριτά την «κωφότητα» και την «τυφλότητα» της Δικαιοσύνης.
          Στο πρόσωπο της Ναταλίας Σουίφτ καθρεφτίζεται ανάγλυφα η απόγνωση της προδομένης εγκυμονούσας συζύγου και ο τσαμπουκάς της ορμητικής «Άννας», θύμα του κοινωνικοπολιτικού «συστήματος».
          Ο Πανάγος Ιωακείμ είναι υποκριτικά συνεπής στον ρόλο του υποκριτή βουλευτή που οργίζεται για τις κατηγορίες που του προσάπτουν και του επίμονου κυνηγού της δημοσιογραφίας.
          Το κείμενο του έργου αναδεικνύει την αδυναμία και το απύθμενο χάος της Δικαιοσύνης, επιβεβαιώνοντας τον κανόνα ότι το μυρμήγκι δικάζεται σαν ελέφαντας. Το γράμμα του νόμου εξαντλείται, αφήνοντας ακρωτηριασμένη τη νεαρή Άννα, αλλά και έκθετες τις τέσσερες εξουσίες. Η παράσταση, παρά τις αδυναμίες της, διεγείρει την ενσυναίσθηση.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.