«ΣΕ ΒΛΕΠΩ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΣΕ ΒΛΕΠΩ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 rating 1 vote

          Νωρίς κάθε πρωί, ο Πολ πίνει ένα φλιτζάνι καφέ και αστειεύεται με την Κέιτι, τη σερβιτόρα στο άδειο τοπικό εστιατόριο μιας μικρής πόλης, στα βόρεια της Νέας Υόρκης, όπου οι κάτοικοι συζητούν για τον πάγο στους δρόμους και τίποτα άλλο. Μια μέρα, ο Πολ της λέει ότι θέλει κάτι περισσότερο. Ίσως ένα είδος φιλίας. Ή τουλάχιστον μια πιο προσωπική κουβέντα, πιο ουσιαστική και αληθινή. Μυστικά που μοιράζονται. Άποψη και αντίλογο.
          Πριν οι χαρακτήρες αποκαλύψουν τα μυστικά τους στο έργο της Αμερικανίδας Meghan Kennedy «Σε βλέπω» ( «The Counter»), σκηνοθετημένο από τη Βίκυ Βολιώτη, είμαστε έτοιμοι να δούμε μια γνώριμη ιστορία δύο μοναχικών ανθρώπων, οι οποίοι βρίσκουν παρηγοριά ο ένας στον άλλον.
          Αν κάποιος περιμένει ένα ειδύλλιο, γίνεται σαφές από νωρίς, ότι αυτό δεν είναι ούτε πρόθεση των χαρακτήρων, ούτε της συγγραφέα. Αυτό που υπάρχει είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μια οικεία ζεστασιά μεταξύ δύο ανθρώπων, που συνειδητοποιούμε ότι μπορεί να μην αλληλεπιδρούσαν ποτέ υπό άλλες συνθήκες.
          Υπάρχουν πολλά περισσότερα στις ιστορίες των δύο ηρώων, τα οποία αποκαλύπτονται με αργό, αλλά σταθερό τρόπο. Πάνω από όλα, υπάρχει ένα αίτημα που έκανε νωρίς ο Πολ στην Κέιτι, αρχικά απίστευτο, αλλά στη συνέχεια απολύτως κατανοητό, πάνω στο οποίο ουσιαστικά περιστρέφεται η λεπτή πλοκή της υπόθεσης.
          Θα ήταν λογικό να περιμένουμε ότι το έργο θα καταλήξει σε μια παράλογη κωμωδία. Υπάρχουν σίγουρα πινελιές χιούμορ. Αλλά μεγάλο μέρος του έργου εμβαθύνει περισσότερο στις λύπες του Πολ και της Κέιτι, εισάγοντας μάλιστα έναν τρίτο ηθοποιό για να διευκρινίσει την κατάσταση.
          Ως εναρκτήριο τέχνασμα, ο Πολ αποκαλύπτει ότι υπήρξε αλκοολικός και κατάφερε να απεξαρτηθεί δίχως τη βοήθεια των Α.Α.
          Στη συνέχεια, η Κέιτι του εκμυστηρεύεται έναν χωρισμό. Ένα γεγονός που την έκανε να φύγει από τη Νέα Υόρκη, μακριά από όλα και όλους όσοι γνώριζε. Από τότε, ο παραλίγο εραστής της, έχει αφήσει 27 φωνητικά μηνύματα στο κινητό της. Προτείνει, λοιπόν, να τα διαβάσουν μαζί με τον Πολ και έπειτα να τα διαγράψει, ελευθερώνοντας τον χώρο μνήμης της συσκευής για μελλοντικές επικοινωνίες.
          Ο Πολ συμφωνεί να τα ακούσει αλλά ζητά μία «χάρη» σε αντάλλαγμα: να εμποτίσει τον καφέ του με ένα θανατηφόρο δηλητήριο που θα της δώσει, όποια στιγμή επιλέξει εκείνη, καθώς θέλει να φύγει από τη ζωή με τους δικούς του όρους.
          Η δυστυχία του Πολ συνοψίζεται σε μια ανάγκη για «εκπλήξεις», κάθε είδους απροσδόκητου γεγονότος. Ανακαλύπτουμε τον πόνο που βίωσε ως φροντιστής της μητέρας και του αδελφού του, καθώς και την αποτυχημένη σχέση του με μία παντρεμένη τοπική γιατρό, δικαιολογώντας με αυτόν τον τρόπο την λογική του αιτήματός του για το δηλητήριο. «Η μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής μου, θα είναι η μόνη έκπληξη της ζωής μου», λέει.
          Από την άλλη, κατανοούμε την ανάγκη της Κέιτι να δραπετεύσει από τη μεγάλη πόλη, για να επιστρέψει στο σπίτι της, στη μικρή, χωρίς απαιτήσεις, επαρχία, επιλέγοντας μία απλή ρουτίνα που μουδιάζει το μυαλό της. Το, δε, σχέδιο αυτοκτονίας του Πολ την σοκάρει, θέτοντάς την σε πιθανό νομικό κίνδυνο και εκθέτοντάς την σε ακραία συναισθηματική αναστάτωση.
          Η σκηνοθετική προσέγγιση της Βίκυς Βολιώτη, στην ωραία μετάφραση του Φιλίππου Δεσύλλα, διατηρεί τόνο ελαφρώς χιουμοριστικό και πηγαίο, εξορύσσοντας την ειρωνεία της κατάστασης. Ζητήματα ζωής και θανάτου, ισορροπούν θαυμάσια πάνω από έναν πάγκο εστιατορίου.
          Κάθε φορά που ο Πολ μπαίνει στο μαγαζί, οι εξομολογητικοί ελιγμοί βαθαίνουν και μας συμπαρασύρουν σε ένα παιχνίδι έκπληξης και διαφυγής, ειδικά στον τρόπο που οι δυο τους αντιμετωπίζουν το κρυμμένο φιαλίδιο με το φυτικό δηλητήριο, που τώρα βρίσκεται στα χέρια της Κέιτι. Ένα άνοιγμα σε ειλικρινείς εξομολογήσεις σχετικά με την αγάπη και τα ρίσκα που οι δυο τους πήραν ή δεν πήραν.
          Ο Θοδωρής Αθερίδης εμφυσά στον «Πολ» μία ειλικρίνεια που διαψεύδει την εγωκεντρική συμπεριφορά του. Επίσης, μας πείθει ότι έχει παραλύσει από συναισθηματικό πόνο.
          Η Πέγκυ Τρικαλιώτη στον ρόλο της Κέιτι είναι τόσο αέρινη στον τρόπο που κινείται στον χώρο, όσο και σπαρακτικά καλή, ειδικά όταν αποκαλύπτει τον πραγματικό λόγο της φυγής της.
          Η μεταξύ τους χημεία είναι ορατή και αδιαμφισβήτητη.
          Η σύντομη εμφάνιση της Βίκυς Βολιώτη είναι στιβαρή. Η «Πεγκ», η τοπική γιατρός και ο παλιός έρωτας του Πολ, έρχεται για να συμπληρώσει τα κομμάτια του παζλ.
          Η σκηνή του χορού Βολιώτη-Αθερίδη (κίνηση Μαρίζας Τσίγκα) είναι μία όμορφη στιγμή.

Στα θετικά της παράστασης πιστώνεται το πειστικό σκηνικό της Μαρίτας Αμοργιανού, φωτισμένο άρτια από την Χριστίνα Θανάσουλα. Οι μουσικές επιλογές της σκηνοθέτριας ταιριάζουν γάντι.
          Ωμές αλήθειες από πραγματικούς ανθρώπους. Μία φέτα ζωής αυτή η σύγχρονη δραμεντί, που ζεσταίνει την καρδιά με τρόπο μαγικό.

 

 

 


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.