«ΠΟΙΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΗ ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ;» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΠΟΙΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΗ ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ;» | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.0/5 κατάταξη (2 ψήφοι)

          Δύο ζευγάρια ξενυχτούν, καταναλώνοντας άφθονο αλκοόλ. Το πάρτι μόλις έχει ξεκινήσει. Ο ένας στήνει παγίδες στον άλλον, περιμένοντας να πέσει σε αυτές το θύμα του. Καλώς ήρθατε στη ζούγκλα των σχέσεων. Ο γάμος δεν είναι πια ιερός. Ας τελειώνουμε με τις ψευδαισθήσεις.
        Το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» γράφτηκε το 1962, πρωτοπαρουσιάστηκε την ίδια χρονιά στο Θέατρο Billy Rose της Νέας Υόρκης, βραβεύτηκε με Τόνι το 1963 και θεωρείται ότι έθεσε σε νέα βάση το μεταπολεμικό αμερικανικό θέατρο. Ο τίτλος του έργου αποτελεί παράφραση του διάσημου τραγουδιού «Ποιος φοβάται τον Μεγάλο Κακό Λύκο;» («Who’s Afraid of the Big Bad Wolf?») που ακούγεται στη διάσημη ταινία «Τα τρία γουρουνάκια» του Ντίσνεϊ, με τον Άλμπι να αντικαθιστά το όνομα του Λύκου με εκείνο της μεγάλης Βρετανίδας συγγραφέως Virginia Woolf. Ένα έργο που ισορροπεί ανάμεσα στο παράλογο, την κωμωδία και το ψυχολογικό θρίλερ.
          Δύο ζευγάρια, ένα μεσηλίκων κι ένα νέων, αλληλοσπαράσσονται, «καθρεφτίζοντας» μια κοινωνία σαθρή, παράλογη και ταξική. Μέσα στην παραζάλη και τη φαντασίωση της μέθης, τους «ξεφεύγουν» πικρές αλήθειες. Ο καθηγητής Ιστορίας Τζωρτζ και η γυναίκα του- κόρη του πρύτανη του πανεπιστημίου- Μάρθα, εγκλωβισμένοι σε έναν, από καιρό, τελματωμένο γάμο χωρίς παιδιά, εφευρίσκουν ανορθόδοξους τρόπους για να δώσουν νόημα στη ζωή τους, αντιστρέφοντας την εξιδανικευμένη εικόνα τους. Ο Νικ, θετικός επιστήμονας, νέος καθηγητής στο ίδιο ιδιωτικό πανεπιστήμιο, για να ανέλθει κοινωνικά παντρεύτηκε την Χάνι, μια μεγαλοαστή, αργόσχολη, που φοβάται να τεκνοποιήσει.
          Αρχίζουν τα άκρως επικίνδυνα «fun and games» παιχνίδια: «Ταπεινώστε τον οικοδεσπότη», «Ξεφτιλίστε τους καλεσμένους», «Πηδήξτε την οικοδέσποινα», «Πώς να μεγαλώσετε ένα μωρό». Όσο πιο διαστροφικά και «επώδυνα» είναι, τόσο το καλύτερο για τους οικοδεσπότες με την αδρεναλίνη στα ύψη.
          Κι ενώ ο φόνος ενός παιδιού έρχεται στην επιφάνεια, ο σκηνοθέτης μας προσκαλεί να δούμε το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;», το έργο με το οποίο ο Έντουαρντ Άλμπι τάραξε τα λιμνάζοντα νερά του αμερικανικού ονείρου με οξυδερκή λόγο, κυνικό χιούμορ και δηλητηριώδη ειρωνεία, εισβάλλοντας στα μεγαλοαστικά σαλόνια των διανοούμενων Αμερικανών.
          Η ανάγνωση του Σωτήρη Τσαφούλια ήταν σχηματική και υπερφίαλη, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον και συγκεκριμένο στόχο και με μονοσήμαντες ερμηνείες, ιδίως του ζεύγους Μουρίκη-Κυριακίδη.
          Έτσι, είδαμε τον «Τζωρτζ» του Βλαδίμηρου Κυριακίδη να μη μπορεί να αποτινάξει την τηλεοπτική του ταυτότητα και να επιδίδεται σε μια ερμηνεία επιτηδευμένη με υπερβάλλοντα κωμικό τόνο και στόμφο, που πραγματικά ξένιζε.
          Η Έφη Μουρίκη διέγραψε τη «Μάρθα» επιφανειακά χωρίς συναισθηματικές διακυμάνσεις. Δεν αρκούσαν μόνο οι φωνές και το μένος για να μας πείσει ότι είναι μία αλκοολική στρίγγλα που διψάει για επαφή.
          Στον αντίποδα, η Ελεάνα Στραβοδήμου σκιαγράφησε πειστικά την αφέλεια της εύθραυστης «Χάνι», που παραλύει στην ιδέα και μόνο να γίνει μάνα.
          Ο Σπύρος Σταμούλης, στον ρόλο του νεαρού καιροσκόπου «Νικ», στάθηκε επαρκής.
          Στα θετικά της συνθήκης, πιστώνονται το πλούσιο αλλά αναμενόμενο σκηνικό (Μαίρη Τσαγκάρη, Έλλη Σπένδου, Αλίκη Σπανουδάκη), οι ικανοποιητικοί φωτισμοί (Σωτήρης Τσαφούλιας, Έλενα Πετροπούλου), τα ενδεικτικά κοστούμια (Ντένη Βαχλιώτη, Γιώργος Κατσώνης), η ωραία μουσική (Ted Regklis).
          «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;», μια παράσταση κλασικότροπη που δεν καταβυθίστηκε στον οργιώδη κόσμο του Άλμπυ και δεν προσέφερε κάτι σπουδαίο, εντέλει.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.