«ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΓΚΟΝΤΟ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΓΚΟΝΤΟ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (60 ψήφοι)

          Το «Περιμένοντας τον Γκοντό», το μεγαλοφυές φιλοσοφικό - κοινωνιολογικό αριστούργημα του Ιρλανδού Σάμιουελ Μπέκετ, παραμένει ανοιχτό σε πολλές αναγνώσεις της κάθε εποχής, καθώς η σημαίνουσα αμφισημία του εκφράζει, όχι μόνον την ανθρώπινη, αλλά κυρίως την κοινωνική αγωνία.
          Με τον ιδιόμορφο θεατρικό του λόγο -πικρόγευστο, ελλειπτικό, υπονοηματικό, επαναληπτικό- και τους χαρακτηριστικούς του αντιήρωες, ο δημιουργός επιχειρεί μια ουσιαστική κατάδυση στο υποσυνείδητο και το παράλογο της οδύνης της ανθρώπινης ύπαρξης με μια «ιλαροτραγωδία σε δύο πράξεις». Ένα πεδίο ανοιχτό, ορατό, σκοτεινό, όπου τα πάντα παραμένουν εκτεθειμένα στη δίνη ενός φαύλου κύκλου. Ανθρώπινα θραύσματα, παγιδευμένα σε μία αέναη επαναληπτικότητα, αναζητούν τη διαλεκτική τους ταυτότητα στα ερείπια του κόσμου. Δεν παύει στιγμή να προβληματίζεται πάνω στην ανθρώπινη μοίρα, την αποξένωση, την εγκατάλειψη και την παραίτηση, ενώ παράλληλα αμφισβητεί τον ορθολογισμό του μοντερνισμού, τις αυθεντίες των φιλοσοφικών στοχασμών και την αλήθεια των θρησκευτικών κειμένων. Όμως, ο Μπέκετ είναι ο πεισματικά αισιόδοξος εκφραστής της προσδοκίας, της ακατανίκητης ελπίδας του ανθρώπου.
          Σε μία απέραντη, αχαρτογράφητη, άχρονη ερημική περιοχή με μοναδικό δείγμα ζωής ένα γυμνό δέντρο, ο «Βλαντιμίρ» και ο «Εστραγκόν», δύο περιπλανώμενοι φουκαράδες, προσμένουν καθημερινά τον «Γκοντό», έναν άγνωστο «σωτήρα» που θα τους βγάλει από την ατέρμονη αδράνειά τους και τη σκληρή πραγματικότητα. Προσπαθούν να ροκανίσουν τον χρόνο μέχρι την έλευσή του, εφευρίσκοντας διάφορους τρόπους. Εκείνος όμως, με ένα νεαρό αγόρι, σύμβολο της ελπίδας, τους αναγγέλλει τον ερχομό του για την επομένη μέρα, που τελικά δεν πραγματοποιείται. Αντ' αυτού, ο ερχομός των αλλόκοτων «Ποτζό» και «Λάκυ», κάθε φορά, είναι μια ευκαιρία για διασκέδαση με διάφορα ευτράπελα.
          Η ανθρώπινη θνητότητα εκφράζεται και διακωμωδείται στα ταλαιπωρημένα κορμιά των πρωταγωνιστών. Ο «Βλαντιμίρ» και ο «Εστραγκόν» δεν είναι δυο κλοσάρ, δυο παλιάτσοι, δυο επαίτες, αλλά «ολόκληρη η ανθρωπότητα». Ο «Ποτζό» και ο «Λάκυ» δεν είναι ο αφέντης και ο δούλος, αλλά ολόκληρη η «εξουσία». Η ελπίδα των ηρώων για μια σανίδα σωτηρίας που δεν έρχεται ποτέ, ο αυτοσαρκασμός και ο σωματικός τους πόνος, καταδεικνύουν πως τόσο η οδύνη όσο και η κωμική πλευρά τους, είναι χαρακτηριστικές της ανθρώπινης ύπαρξης.
          Αναμφισβήτητα, όταν η συγκεκριμένη ιλαροτραγωδία πέσει σε άξια χέρια, τότε κοινωνεί με τον στοχασμό της το θεατή, σε όποια ανάγνωση επιλεγεί. Κι ο έμπειρος Θωμάς Μοσχόπουλος, απέδειξε ότι μπορεί να αφουγκραστεί την κωμικοτραγική ποιότητα του Γκοντό, στηριζόμενος στον ελλειπτικό λόγο, το χιούμορ, τον παραλογισμό, την ελπίδα και την ακριβή σωματική διάδραση των πρωταγωνιστικών ντουέτων. Κίνησε τα νήματα μιας ποιοτικής θεατρικής κατασκευής, όπου περικλείει τον χρόνο, αγκαλιάζει τη σιωπή, την απορία και κλείνει το μάτι στο μέλλον.
          Στο ευφυές κεκλιμένο σκηνικό του Βασίλη Παπατσαρούχα, με τους καίριους φωτισμούς του Νίκου Βλασόπουλου, ο σκηνοθέτης εμπιστεύθηκε πέντε νέους ηθοποιούς (η μόνη του παρέμβαση) και απέσπασε πέντε πολύ ωραίες ερμηνείες.
          Ο «Βλαντιμίρ» του Πάνου Παπαδόπουλου και ο «Εστραγκόν» του Τάσου Ροδοβίτη δρουν αιωρούμενοι, σχεδόν παραιτημένοι σε ένα βαθύ υπαρξιακό κενό. Αξιοζήλευτοι για τη δίχως όρια ελευθερία τους και αξιολύπητοι για την ανικανότητά τους να αγωνίζονται. Κωμικό ντουέτο από τη μια, τραγικοί από την άλλη. Θαρραλέοι, που έχουν πάντα το κουράγιο της προσμονής - ελπίδας αλλά δειλοί, που δε μπορούν να δώσουν τέρμα στην ψυχική τους διασπορά.
          Ο Πάνος Παπαδόπουλος σκιαγράφησε διακριτά τον στοχαζόμενο και αισιόδοξο «Ντιντί» και ο Τάσος Ροδοβίτης ενσάρκωσε αδρά τον κωμικοτραγικά ταλαίπωρο, απλοϊκό και αφελή ήρωα «Γκογκό». Ενα εξουθενωμένο διανοητικά και σωματικά, αξιολύπητο ανθρώπινο υποζύγιο ήταν ο «Λάκυ» του Γιάννη Βαρβαρέσου ως αντίποδας του «Ποτζό» του σιχαμερού ανθρωπόμορφου κτήνους που ερμήνευσε ο Γιάννης Σαμψαλάκης. Στο πρόσωπο του Πέτρου Δημοτάκη είδαμε το άβουλο και υποταγμένο «Αγόρι» που εκπροσωπεί, όμως, την ελπίδα.
          Εξαιρετικά, επίσης, τα κοστούμια του Βασίλη Παπατσαρούχα με τη συνδρομή της Στέλλας Παγώνη, καθώς και το μακιγιάζ της Όλγας Φαλέι, τα οποία ανέδειξαν τον τραγέλαφο της ιστορίας. Η ενδεικτική κινησιολογία ανήκει στο Χρήστο Στρινόπουλο.
          Το «Περιμένοντας τον Γκοντό» παραμένει συναρπαστικό και αξεπέραστο, όσες φορές και να το δεις. Και η παράσταση του Μοσχόπουλου είναι μια πολύ καλή στιγμή του!


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.