«Ο ΑΣΧΗΜΟΣ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«Ο ΑΣΧΗΜΟΣ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.9/5 κατάταξη (70 ψήφοι)

          Ο Λέττε είναι λαμπρός εφευρέτης, άξιος υπάλληλος, υπέροχος σύζυγος αλλά εξωφρενικά άσχημος και όσο το αγνοούσε, περνούσε μια χαρά. Όταν η αποκρουστική του εμφάνιση γίνεται εμπόδιο στην επαγγελματική του καταξίωση, έρχεται αντιμέτωπος, για πρώτη φορά, με τη γνώμη των άλλων. Όλοι τον θεωρούν έκτρωμα της φύσης, ανείπωτα άσχημο ακόμα και η γυναίκα του, που κατά τα άλλα τον λατρεύει. Βαθιά πληγωμένος, καταφεύγει στην πλαστική χειρουργική για να λύσει το «πρόβλημά» του. Και τότε συνέβη το αναπάντεχο, προς έκπληξη όλων, ακόμα και του γιατρού του. Το νέο του πρόσωπο γίνεται εξωφρενικά όμορφο και η ζωή του αλλάζει ριζικά. Αυτό που ήταν το απόλυτο μειονέκτημά του, μετατρέπεται σε ισχυρό όπλο. Οι μετοχές του ανεβαίνουν κατακόρυφα, οι γυναίκες κάνουν ουρά, όλοι θέλουν να του μοιάσουν. Η λύση όμως μετασχηματίζεται με έναν παράδοξα υπόγειο τρόπο σε εφιάλτη. Ο θρίαμβος του Νάρκισσου - Λέττε είναι, δυστυχώς, εφήμερος και ο ίδιος, στα όρια της σχιζοφρένειας από τις στρατιές κλώνων του, αποζητά το παλιό, μοναδικό του πρόσωπο, την παλιά του ταυτότητα. «Θέλω πίσω το πρόσωπό μου», αναφωνεί κάποια στιγμή ο ήρωας, αλλά είναι πλέον πολύ αργά. Δεν υπάρχει επιστροφή. Κάθε ίχνος διακριτής ταυτότητας, έστω και της δυσμορφίας, έχει οριστικά εξαφανιστεί…
          Για να ορθοποδήσει κάποιος στον πολιτισμό του life style, θα πρέπει να πουλήσει ψυχή και σώμα στον διάβολο, φορώντας το προσωπείο της πλαστικής ομορφιάς και της σχηματικής τελειότητας. Και έχοντας την πεποίθηση ότι χαράσσει τη μορφή του ευεργετικά, στην πραγματικότητα παραχαράσσει τον πυρήνα της ύπαρξής του.

Αυτή είναι η ιστορία του «Άσχημου», που εμπνέει τον Γερμανό συγγραφέα Μάριους φον Μάγιεμπουργκ να σκαρώσει μια ευσύνοπτη μαύρη κωμωδία για τα αδιέξοδα της σύγχρονης κοινωνίας, της βασισμένης στο πλαστό κάλλος και να εκβάλλει ηχηρή ανθρωπιστική κραυγή κατά των καπιταλιστικών προτύπων. Μια ανελέητη σάτιρα των επιδερμικών αξιών του δυτικού πολιτισμού, μια σαρκαστική προειδοποίηση για την παθογένεια της κλωνοποίησης και την ανθρώπινη εμπορευματοποίηση στον βωμό των στρατηγικών της αγοράς.
          Στον Γιώργο Κουτλή ταιριάζουν γάντι αυτά τα λοξά έργα, τα παράδοξα, τα σουρεαλιστικά. Έχει το χάρισμα να τα ξεκλειδώνει και να τα απογειώνει με έμπνευση, ακρίβεια και έναν άκρατο ενθουσιασμό, χωρίς να αλλοτριώνει το κουκούτσι της τραγικότητας. Αντιθέτως, υπογραμμίζει την αυτοδυναμία του λόγου, το έντονο ιδεολογικό στίγμα του έργου. Ο σκηνοθετικός του πλουραλισμός κινείται ισόποσα μεταξύ παρωδίας και τραγικότητας, ρεαλισμού και παραλόγου (βλέπε την εκπληκτική σκηνή της χειρουργικής επέμβασης και των παρωδιών ερωτικών περιπτύξεων). Είναι μια παράσταση με διαβολεμένο ρυθμό, φρενήρη ταχύτητα, σαρδόνιο χιούμορ, αδιάκοπες μεταμορφώσεις (κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη) και εναλλαγές σκηνών στο fabulous σκηνικό του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη με την υποδειγματική κινησιολογία της Χαράς Κότσαλη. Το στακάτο ύφος εξασφάλισε η μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα. Οι φωτισμοί του Δημήτρη Κασιμάτη και οι μουσικές συνθέσεις του Γιάννη Αγγελόπουλου (Γιαν Βαν) συνάδουν με την όλη γκροτέσκα αίσθηση του έργου.
          Γύρω από τον άσχημο εφευρέτη Λέτε κινούνται άλλα τρία πρόσωπα, κρατώντας τα ίδια ονόματα, αλλά σε non – stop ρόλους: η σύζυγος, η νοσοκόμα και η πλούσια ηλικιωμένη κυρία, ο γιος της και ο βοηθός του Λέτε, ο διευθυντής και ο πλαστικός χειρουργός. Και είναι υπέροχος αυτός ο στροβιλισμός προσώπων και καταστάσεων σε ένα αέναο παιχνίδι διαστρέβλωσης, ψευδαίσθησης και αντικατοπτρισμού.
          Η διανομή είναι προσεγμένη, με τους ηθοποιούς, ως μία σφιχτοδεμένη ομάδα να σκιαγραφούν τους χαρακτήρες με εύπλαστη ικανότητα λόγου, έκφρασης και κίνησης στην ευφάνταστη κατασκευή της παράστασης. Η χημεία τους είναι εμφανής και κατεκτημένη, χωρίς κενά και αστοχίες στη ροή της ιστορίας.
          Ο Ορφέας Αυγουστίδης αποδεικνύεται ο ιδανικός «Άσχημος», όχι φυσικά λόγω εμφάνισης, αλλά γιατί κατάφερε να σμιλεύσει τον ήρωά του με τέτοια διάφανη πλαστικότητα και σκηνική δεινότητα, ισορροπώντας τόσο ανάμεσα στις αδυναμίες και τα πάθη της ανθρώπινης φύσης όσο και στην άβυσσο της απελπισίας του. Και θα θυμάμαι καιρό το φινάλε, όπου αποτυπώθηκε διακριτά αυτή η βαθιά υπαρξιακή οδύνη του «Είναι» του, η κενότητα της ύπαρξής του. Όλα είναι μία φούσκα…
          Η Μαίρη Μηνά κλέβει τις εντυπώσεις ως «Φάνι» τόσο με την ευχέρεια των οργανικών μεταλλάξεών της στους διαμετρικούς ρόλους όσο και με την ευθυβολία στην κίνηση και την πλούσια έκφραση.
          Χάρμα οφθαλμών είναι ο Ηλίας Μουλάς που ενσαρκώνει με ευκαμψία τον αναρριχησία «Κάρλμαν» και τον επαμφοτερίζοντα γιο της κυρίας.
          Ο Γιάννης Κλίνης, αδιαμφισβήτητα, διαθέτει κωμική φλέβα και ανέδειξε στην γκροτέσκα εκδοχή της τον διευθυντή και τον πλαστικό χειρουργό «Σέφλερ».
          Τελικά, άσχημη εποχή ή άσχημοι άνθρωποι; Δώρο ή εφιάλτης, η πλαστή ομορφιά του καπιταλισμού;
          «Ο ΑΣΧΗΜΟΣ», μια παράσταση masterpiece, μια παράσταση must see!


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.