«ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (60 ψήφοι)

          Αρχικά, ας ξεκαθαριστεί ότι αυτό που παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή της «Στέγης» του Ιδρύματος Ωνάση δεν είναι το εμβληματικό «Έγκλημα και Τιμωρία» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Ο Βασίλης Μπισμπίκης φτιάχνει σκληρές, αυθεντικές ιστορίες, όπως τις έχει βιώσει ο ίδιος. Και αφορμάται από το κλασικό για να δηλώσει το τώρα με τον γνώριμο, νατουραλιστικό τρόπο, που τον εκφράζει. Η «Στέγη» του παρέχει ό,τι πιο σύγχρονο από πλευράς τεχνολογικής υποστήριξης. Ποιος δε θα αποδεχόταν, άλλωστε, μια τόσο δελεαστική προσφορά; Ίσως, όμως, ένας χώρος ασυμβίβαστος, πιο underground, στυλ Cartel, να κούμπωνε καλύτερα στο λαϊκό αυτό νουάρ, παρά ο συγκεκριμένος αποστειρωμένος χώρος.
          Στην τρίωρη παράσταση, λοιπόν, σε αυτήν την ελεύθερη δραματουργική μετεγγραφή του κλασικού μυθιστορήματος του Ντοστογιέφσκι από τον Βασίλη Μπισμπίκη και τον Γιάννη Μελιτόπουλο, επικρατεί ένα κράμα ετερόκλητων στοιχείων. Υπάρχουν κάποιες ενδιαφέρουσες ερμηνείες, ορισμένες καλές στιγμές και άλλες, πάλι, αδιάφορες. Επικροτώ το ρίσκο του καλλιτέχνη, ανεξαρτήτως αν το αποτέλεσμα κρίνεται στα σημεία.
          Μεταφερόμαστε στην περιθωριακή Ομόνοια του 2023, μέσω των εξαιρετικών σκηνικών του Κέννυ Μακ Λέλλαν, των άρτιων φωτισμών του Σάκη Μπιρμπίλη και της κινητής κάμερας του Φίλιππου Ζαμίδη. Σε αυτόν τον κατακερματισμένο παρακμιακό μικρόκοσμο, συναντάμε όλους τους Ντοστογιεφσκικούς ήρωες: τον «Μιχάλη / Ρόντια Ρασκόλνικωφ» (Θοδωρή Σκυφτούλη), τη θρησκόληπτη μάνα του (Άννα Μάσχα), την αδελφή του «Ντούνια / Ντίνα» (Ιώβη Φραγκάτου), τον Ρώσο "Σεμιόν Ζαχάριτς Μαρμελάντοφ» (Τσέζαρις Γκραουζίνις), τον δαιμόνιο επιθεωρητή Πορφύριο Πέτροβιτς / Πορφύρη Πετρίδη (Βασίλη Μπισμπίκη), την αγία πόρνη «Σόνια» (Έρρικα Μπίγιου), τον βιαστή «Αρκάδη Πονηρίδη / Σβιντριγκάιλοφ» (Κώστα Φαλελάκη), τον σαδιστή μεγαλοδικηγόρο «Πιότρ Πέτροβιτς Λούτζιν / Πέτρο Λούτζη» (Μάνο Καζαμία), τη γριά τοκογλύφο «Αλιόνα Ιβάνοβα» (Μπέτυ Βακαλίδου), τη λαϊκή καθαρίστρια «Κατερίνα Μαρμελάντοβα» (Νίκη Σερέτη), τον «Ηλία» (Γιώργος Σιδέρης), τον ρεσεψιονίστ «Μαρικόν» (Δημήτρη Παπάζογλου). Επίσης, η διανομή συμπληρώνεται διακριτά από την παρουσία του Λευτέρη Αγουρίδα, του Γιαμμάζ Ερντάλ, του Διονύση Κοκκοτάκη, του Edgen Lame, του Φοίβου Παπακώστα, της Νατάσας Παπανδρέου, του Στέλιου Τυριάκη και της Νικολέτας Χαρατζόγλου.
          Σ΄αυτό το φιλόδοξο και παράτολμο εγχείρημα, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με εγκληματίες, σεξεργάτριες, εξαρτημένους, ανθρώπους του περιθωρίου αλλά και ανθρώπους με διττή προσωπικότητα (βλέπε Αρκάδη και Λούτζη), που πάντα παρελαύνουν στα έργα του Μπισμπίκη. Έχουμε συνηθίσει, πλέον, και δε ξαφνιαζόμαστε. Αντιθέτως, ευελπιστούμε να επιδείξει κάτι διαφορετικό μελλοντικά. Μεταξύ των πληθωρικών τεκτενομένων, ξεπηδούν και ωραίες σκηνές όπως η δολοφονία της τοκογλύφου υπό τους ήχους του Dies Irae από το ρέκβιεμ του Μότσαρτ και με μία απόκοσμή αισθητική, καθώς οι κουκουλοφόροι οπλίζουν το χέρι του ήρωα. Εξαιρετική, επίσης, η σκηνή με τον χορό του νεκραναστημένου Μαρμελάντοφ με την κόρη του Σόνια. Δυνατή εικόνα, όταν η Κατερίνα συντρίβεται από την είδηση του χαμού του άντρα της. Σοκαριστική η σκηνή του βιασμού της Σόνιας από τον Αρκάδιο.
          Υπάρχουν, όμως, και αρκετά στοιχεία δομής σχεδόν βαρετά, όπως οι βιντεοπροβολές της νυχτερινής Αθήνας, που ναι μεν εναρμονίζονται στο σύνολο, δεν αποτελούν, όμως, καινοτόμα δραματουργική πρόταση. Είναι σύνηθες, πλέον, το φαινόμενο. Ακούμε από ραπ, μπουζούκια, κλαρίνα μέχρι άριες και Τσέχωφ.
          Όσο για τις ερμηνείες, ξεχώρισε ο Τσέζαρις Γκραουζίνις, ως «Σεμιόν Ζαχάριτς Μαρμελάντοφ». Ο διχασμένος Αθηναίος «Ρασκόλνικοφ», του Θοδωρή Σκυφτούλη, υπήρξε καίριος και συναισθηματικά πληθωρικός. Η Άννα Μάσχα στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων με επιδεξιότητα. Η Έρρικα Μπίγιου ήταν ένα αερικό επί σκηνής. Η Ιώβη Φραγκάτου διακρίθηκε για την ευθυβολία της. Ο Μάνος Καζαμίας, σκηνικά αυτοτελής, παρέδωσε έναν γλοιώδη τύπο και ο Κώστας Φαλελάκης υπήρξε επαρκής. Η Νίκη Σερέτη ήταν πηγαία και η Μπέτυ Βακαλίδου, βρέθηκε σε γνωστά μονοπάτια. Ο Δημήτρης Παπάζογλου ανταποκρίθηκε κατά το δοκούν και ο Γιώργος Σιδέρης επέδειξε συνέπεια. Ο Βασίλης Μπισμπίκης, αγνώριστος εξωτερικά, υπήρξε υποκριτικά συνειδητοποιημένος.
          Βρήκα το φινάλε του έργου ευφυές. Ένα φινάλε αυτοαναφορικό και αυτοκαταγγελτικό… «Εγώ το έκανα…Αναλαμβάνω την ευθύνη». Αυτή είναι άλλωστε και η γοητεία του θεάτρου. Ένα ταξίδι της ψυχής στην κόψη του φόβου. Πηγαίνοντας στη «Στέγη», το σίγουρο είναι ότι δε θα δεις Ντοστογιέφσκι. Θα ταυτιστείς, ίσως, με κάποιους ήρωες, με κάποιες σκηνές και πιθανόν με κάποιες ιδέες.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.