ΧΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τετάρτη, 17/05/2017 12:24
Το κείμενο του Βαγγέλη Ρωμνιού με τίτλο "Χαρτοπόλεμος" σκηνοθετεί στη σκηνή του Ιλίσια Βολανάκης ο Γιώργος Παλούμπης. Είναι η ιστορία τεσσάρων ανθρώπων που ζουν στο ίδιο σπίτι και ενός πωλητή που χτυπά την πόρτα τους για να τους κάνει επίδειξη και εν τέλει να τους πουλήσει μαγειρικά σκεύη. Τρία αδέλφια και η κοπέλα του μεσαίου αδελφού, ζουν κάτω από την ίδια στέγη με τα προβλήματα της μεταξύ τους συμβίωσης να έρχονται να προστεθούν στα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που τους άφησε η κακοδιαχείριση των οικονομικών του από τον πατέρα τους. Το σπίτι τους υποθηκευμένο, κινδυνεύει να χαθεί από χρέη από ώρα σε ώρα, οι ανασφάλειες και τα προσωπικά αδιέξοδα πολλά και οι μεταξύ τους συγκρούσεις αλλεπάλληλες. Παιδικά τραύματα βγαίνουν στην επιφάνεια και δοκιμάζουν τις ψυχικές και συναισθηματικές αντοχές τους. ΟΙ σχέσεις θύτη και θύματος συγκεχυμένες και ασαφείς. Και εν μέσω όλων αυτών έρχεται ένας πωλητής για να κάνει επίδειξη μαγειρικών σκευών, ευελπιστώντας σε μία πώληση για να βελτιώσει τα δικά του βαλτωμένα οικονομικά, μπλέκοντας στα γρανάζια μιας κρίσης σχέσεων στην οποία δεν επέλεξε να είναι παρών. Γρήγορα τα γεγονότα ξεφεύγουν από τον έλεγχο και οι εξελίξεις αρχίζουν να ξεπερνούν τα κοινώς παραδεκτά όρια. Το κωμικό δένει αρμονικά με το τραγικό στοιχείο, σε ένα κείμενο με γλώσσα νεανική και σύγχρονη, χωρίς να καταφεύγει σε λεκτικούς εκτροχιασμούς, οι ήρωες είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας και τα προβλήματα είναι αυτά που αντιμετωπίζει η σημερινή ελληνική κοινωνία σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό. Η δραματουργική επεξεργασία του κειμένου ανήκει στο Γιωργή Τσουρή.
Ο Γιώργος Παλούμπης είναι στο σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης, επιχειρώντας να διερευνήσει τον ταραγμένο ψυχικό κόσμο των ηρώων του και να αποδομήσει μια σύγχρονη ελληνική οικογένεια. Η ιστορία ξεκινά αργά, σχεδόν υποτονικά και στα πρώτα λεπτά πιάνεις τον εαυτό σου να αναρωτιέται σιωπηρά αν θα οδηγήσουν πουθενά οι διάλογοι των ηρώων. Και κάπου εκεί οι ρυθμοί επιταχύνονται, τα γεγονότα αρχίζουν να τρέχουν και οι υποψίες για ύπαρξη κρυμμένων μυστικών αρχίζουν να γίνονται βεβαιότητα. Οι αντιπαραθέσεις οξύνονται, ο λόγος γίνεται ολοένα και πιο αιχμηρός και ο θεατής παρακολουθεί ένα κοινωνικό δράμα να μετατρέπεται σε θρίλερ με απρόβλεπτη τροπή και συνέχεια. Οι εξελίξεις γίνονται σχεδόν καταιγιστικές και οι ήρωες αγαπιούνται, συγκρούονται και ζουν τον κυκεώνα της σημερινής Ελλάδας. Ο σκηνοθέτης νιώθεις ότι είναι πάντα παρών, καθοδηγώντας τους ηθοποιούς του και πλάθοντας εικόνες καθημερινές με τους ήρωές του. Χρησιμοποιεί το κείμενο σαν όχημα για να αποτυπώσει τα βιώματα των χαρακτήρων και να αφήσει τα ίχνη τους στο μέλλον τους. Οι διάλογοι άμεσοι και καθημερινοί, χωρίς περιττή χυδαιότητα, οι σκηνές έχουν την αμεσότητα δωματίου και τα νοήματα και οι αλήθειες της παράστασης έρχονται συχνά σαν κόλαφος στον τακτοποιημένο θεατή κρατώντας τον στην άκρη του καθίσματός του. Ο καλός και ο κακός εαυτός συνεχώς παρόντες βρίσκονται σε μια διαρκή μάχη επικράτησης και το τέλος δεν αποτελεί πάντα λύτρωση με τη συμβατική έννοια του όρου. Οι προβολές σε video παλαιότερων παιδικών προγραμμάτων, στα διαλείμματα της εναλλαγής των σκηνών, μας θύμισαν την αθωότητα και την ανεμελιά των παιδικών μας χρόνων.
Ο Γιωργής Τσουρής αναλαμβάνει το ρόλο του Γιάννη, του μεσαίου αδελφού, που έχει αναλάβει τα οικονομικά βάρη της οικογένειας και οι χειρισμοί του δεν μπόρεσαν αποτρέψουν την οικονομική τους καταστροφή. Νευρικός, οξύθυμος, άμεσος, φανερώνει έναν ταραγμένο εσωτερικό κόσμο, όπου η λογική προσπαθεί να επικαλύψει το συναίσθημα. Τα δύο αυτά δείχνουν να βρίσκονται σε μια διαρκή πάλη μέσα του και να δημιουργούν ένα χαρακτήρα μπερδεμένο, χωρίς ισορροπίες και χωρίς στηρίγματα. Το συχνά άδειο βλέμμα, το κουρασμένο στήσιμο του σώματος, το σπάσιμο της φωνής, προδίδουν ότι πίσω από το σκληρό προσωπείο κρύβεται μια ευαίσθητη ψυχή.
Η Βάλια Παπακωνσταντίνου είναι η Μαρία, σύντροφος του Γιάννη, η οποία προσπαθεί να κρατήσει τις σχέσεις εντός ελέγχου και αποτελεί άλλοτε μια κατευναστική παρουσία και άλλοτε κόκκινο πανί γι'αυτές. Ευαίσθητη, υπεύθυνη, συναισθηματική, αλλά και με διαυγή σκέψη και καθαρό λόγο, λειτουργεί συνήθως ως αντίβαρο στις εντάσεις των αδερφών. Δείχνει προσωπικότητα μιας νέας γυναίκας με ανασφάλειες και συναισθηματικές ανάγκες, αλλά και περισσή δοτικότητα.
Ο Βαγγέλης Ρωμνιός υποδύεται το Στέφανο, το μεγαλύτερο γιο της οικογένειας, ο οποίος λόγω της σωματικής του διάπλασης αποτελεί το στόχο ενός φιλικού οικογενειακού bullying από τους υπόλοιπους, πλάθει ένα χαρακτήρα που δείχνει σίγουρος και σταθερός, αλλά αφήνει υποψίες ότι κουβαλά μέσα του βαθιά τραύματα και μεγάλη αίσθηση ανικανοποίητου για την προηγούμενη ζωή του. Ο λόγος του κρύβει παράπονο και ένα υφέρποντα σαρκασμό για τις χαρές της ζωής που τον προσπέρασαν χωρίς να τον αγγίξουν.
Ο Φοίβος Ριμένας ερμηνεύει τον Ηλία, έναν πωλητή οικιακών σκευών, που γίνεται άθελά του έρμαιο των εξελίξεων και πίσω από το απαστράπτον χαμόγελο και τη σιγουριά του λόγου του, κρύβει επιμελώς ένα νέο άντρα που προσπαθεί απεγνωσμένα για την επιβίωσή του. Η μελαγχολία στο βλέμμα και οι καμπουριασμένοι ώμοι, όταν συνειδητοποιεί ότι άλλη μία επίσκεψή του σε σπίτι για επίδειξη δε θα καταλήξει σε πώληση, χαλάει το εξωτερικό λούστρο και μπαίνει βαθύτερα στο χαρακτήρα του ήρωα. Και τα δύο πρόσωπα τα ερμηνεύει το ίδιο πειστικά και αυθεντικά.
Ο Παύλος Πιέρρος στο ρόλο του μικρότερου αδελφού, του Βασίλη, βγάζει στη σκηνή όλη την ορμητικότητα και το ταμπεραμέντο της νιότης του. Προσπαθώντας να αυτοπροσδιοριστεί και να προσανατολίσει τους στόχους της ζωής του, μοιάζει μπερδεμένος και προσπαθεί με ένταση και πάθος να μη βουλιάξει στη δίνη των προβλημάτων γύρω του. Η αποστασιοποίηση όμως δεν είναι εύκολη υπόθεση και η νευρικότητα στην κίνηση και το ανήσυχο βλέμμα του αποκαλύπτει όλη του την πνευματική και ψυχολογική σύγχυση. Ένας νεανικός θίασος που δούλεψε στη χημεία του και συμπλήρωσε ένα παζλ με χαρακτήρες σημερινούς και γνήσιους.
Τα σκηνικά της Κωνσταντίνας Μαρδίκη απλά και λειτουργικά, χαρακτήρισαν ένα σαλόνι μιας οικογένειας σε σταδιακή αποσύνθεση.
Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα καθημερινά, έντυσαν σωστά και αντιπροσωπευτικά τους χαρακτήρες του έργου.
Η μουσική και τα video είχαν την επιμέλεια του Γιωργή Τσουρή και έδεσαν αρμονικά με το λόγο, τον οποίο υπηρέτησαν με συνέπεια.
Οι φωτισμοί του Βασίλη Κλωτσοτήρα είχαν εύστοχες εστιάσεις στα πρόσωπα των ηθοποιών, αποτυπώνοντας τις εσωτερικές τους αντιδράσεις.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Ιλίσια Βολανάκης, είδα μια παράσταση, που στηρίχτηκε σε ένα κείμενο φρέσκο, σημερινό, με γλώσσα στρωτή και απόλυτα σύγχρονη, που συνδυάστηκε με μια σκηνοθετική οπτική που θέλησε να δώσει μια αληθινή εικόνα της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Ωμή, πραγματική, χωρίς δηθενιές και περιττούς συναισθηματισμούς, κοιτά το θεατή κατά πρόσωπο και τον παρακινεί να σκεφτεί και να αλλάξει τα κακώς κείμενα της ζωής του. Οι ηθοποιοί απόλυτα υποστηρικτικοί του όλου εγχειρήματος, έπλασαν ήρωες αυθεντικούς, μπερδεμένους, με αδυναμίες και ανασφάλειες, ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Μια θεατρική πρόταση, στην οποία σίγουρα θα αναγνωρίσουμε και τους εαυτούς μας.