WEST SIDE STORY - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Παρασκευή, 05/08/2016 13:38
Το μιούζικαλ των Leonard Bernstein και Stephen Sondheim με τίτλο WEST SIDE STORY, σκηνοθέτησαν οι John Todd και Γιώργος Πέτρου, στο Μέγαρο Μουσικής στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Ίσως το πιο γνωστό μιούζικαλ του Bernstein και αυτό από το οποίο έχουν μείνει στη μνήμη τραγούδια του.
Στη Νέα Υόρκη δύο αντίπαλες συμμορίες, οι "Σίφουνες" και οι Πορτορικανοί "Καρχαρίες" (Jets και Sharks), ερίζουν για τον "έλεγχο" ενός δρόμου και έχουν συνεχείς μικρές και μεγάλες συγκρούσεις μεταξύ τους. Μέλη των δύο αντιμαχόμενων στρατοπέδων η Μαρία και ο Τόνι, ερωτεύονται με πάθος και ένταση, αλλά ο έρωτάς τους δεν έχει happy end μέσα στον εγωισμό, τις διαφορετικές κοινωνικές κατηγορίες, τις εμμονές και τα έντονα πάθη. Εμπνευσμένο από το Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, ακολουθεί τα δύο παιδιά, αλλά και τις κοινωνικές τους ομάδες γενικότερα και καταπιάνεται με την παραβατικότητα των νέων, τη "γκετοποίησή" τους και την προβολή προσωπικών αδυναμιών που επηρεάζουν το σύνολο.
Η φετινή παραγωγή του μιούζικαλ από την Καμεράτα, ακολούθησε σε πολύ μεγάλο βαθμό την αρχική ενορχήστρωση του Bernstein και πάνω εκεί χτίστηκε η μουσική και η χορευτική δομή της παράστασης.
Οι Γιώργος Πέτρου και John Todd που ανέλαβαν τα σκηνοθετικά ηνία της παράστασης, προσπάθησαν να διατηρήσουν μια νεανικότητα και μια σφριγηλότητα σε αυτή, προσαρμόζοντας το ταλέντο των νεαρών πρωταγωνιστών, σε μία συνεχή εναλλαγή μουσικής και χορού, με την πρόζα να παίζει ενδιάμεσο συνδετικό κρίκο και όπως σε όλα σχεδόν τα μιούζικαλ, να έχει δευτερεύοντα ρόλο. Δεν πόνταραν στη λογική του υπερθεάματος, αλλά μιας μουσικοχορευτικής ενότητας που θα αποτελέσει ευχάριστη οπτική και ακουστική εμπειρία για το θεατή. Η μουσική έντονη και με αρκετές κορυφώσεις, είχε την ιδιαιτερότητα ότι τα τραγούδια εκτελέστηκαν στην original εκδοχή τους, αποφεύγοντας αμήχανες ομοιοκαταληξίες μιας πιθανής μετάφρασής τους. Η διγλωσσία αυτή δεν είναι συνηθισμένη πρακτική, αλλά έτσι ίσως αποφεύγονται αδυναμίες μεταφραστικές και έκφρασης νοημάτων στη μητρική τους γλώσσα. Αλλά από την άλλη μπορεί να εκληφθεί και σαν αδυναμία σωστής απόδοσης των τραγουδιών στα ελληνικά και κάποιους θεατές, ειδικά τους πιο αδύναμους στα αγγλικά, μπορεί να τους κούρασε η έλλειψη ομοιογένειας στη γλώσσα.
Η πρόζα ένιωσα να έχει κάπως αφελείς, φτωχούς και ίσως κακομεταφρασμένους διαλόγους, αλλά ούτως ή άλλως η παράσταση δεν έγινε γνωστή για τους δυνατούς της διαλόγους. Το χορευτικό κομμάτι ήταν εξίσου δυναμικό και έντονο με το μουσικό και έδεσαν, καθώς εν γένει αποδόθηκαν σωστά από το θίασο, που το υποστήριξε με χορογραφίες καλά σχεδιασμένες και αρμονικά εκτελεσμένες στη σκηνή. Έτσι άλλωστε καλύφθηκαν κάποιες πιο χτυπητές αδυναμίες στην πρόζα, που είχαν να κάνουν με την έλλειψη σκηνικής χημείας των ηθοποιών και την ανομοιογένειά τους.
Η Μαρίνα Σάττι στο ρόλο της Μαρίας, έδειξε πολύ μεγάλες δυνατότητες στο τραγουδιστικό μέρος του ρόλου της, όντας έξοχη στις περισσότερες από τις εκτελέσεις της. Στην πρόζα στάθηκε απλά συμπαθητικά και κυρίως δεν έπεισε ότι ταίριαζε σα ζευγάρι με τον συμπρωταγωνιστή της. Ενώ με το τραγούδι της απογείωνε το θεατή, με την ερμηνεία ένιωσα να τον προσγειώνει κάπως απότομα.
Ο Γιάννης Καλύβας έπαιξε τον Τόνι, ο οποίος είχε εξαιρετικές μουσικές και χορευτικές στιγμές, η φωνή του έδεσε σαν ντουέτο με τη Μαρία, αλλά στην πρόζα ήταν άχρωμος και χωρίς φαντασία και κίνηση στην ερμηνεία του. Δεν υπήρξε έτσι το συνολικό δέσιμο μεταξύ του πρωταγωνιστικού διδύμου, κάτι που έγινε εμφανές, αν και καλύφθηκε εν μέρει από το μουσικοχορευτικό κομμάτι.
Ο Ιάσονας Μανδηλάς υποδύθηκε το Ριφ, αρχηγό των Jets και ήταν και αυτός εξαιρετικός χορευτικά και πολύ καλός στα τραγούδια που ερμήνευσε, ενώ στην πρόζα ήταν υπερβολικός τόσο στην ένταση της φωνής του, όσο και στην κίνησή του.
Ο Αντρέας Βούλγαρης, σαν Μπερνάρντο, αρχηγός των Sharks, ερμηνευτικά πέρασε απαρατήρητος, ενώ ήταν και αυτός σε πολύ υψηλότερο επίπεδο μουσικά και χορευτικά. Ευχάριστη έκπληξη στην πρόζα ήταν η ερμηνεία της Μαρίας Μοσχούρη στο ρόλο της Παραλίγο, που έδειξε να παίζει με έναν αυθορμητισμό, που της έδωσε αυθεντικότητα και μια γνήσια κωμική φιγούρα στη σκηνή του Μεγάρου.
Ο Άρης Πλασκασοβίτης σαν Τίγρης ήταν υπερβολικός και αυτός στην πρόζα και εξαιρετικός στα υπόλοιπα. Οι υπόλοιποι Σίφουνες (Jets) ήταν οι Κωνσταντίνος Ρεπάνης, Γιώργος Αλεβυζάκης, Βαγγέλης Ζαπαντιώτης, Οδυσσέας Κωνσταντίνου, Βασίλης Κούρτης, Μιμή Αντωνάκη, Άννα Μάγκου, Αυγή Παναγιωτοπούλου, Έλενα Παπαδοπούλου και Αρετή Παλούκη. Ενώ οι υπόλοιποι Καρχαρίες (Sharks) ήταν οι Βαγγέλης Αγγελάκης, Γιώργος Βούντας, Αντώνης Στρούζας, Αντρέας Labner, Κοσμάς Μεταξόπουλος, Παναγιώτης Πολίτης, Έλενα Σταμίδου, Βάσια Ζαχαροπούλου, Άννα Φιλιππάκη, Ευγενία Λιάκου και Βαρβάρα Νεμπή. Όλοι συντέλεσαν στην τραγουδιστική και χορευτική αρτιότητα της παράστασης και αποτέλεσαν γενικά δεμένα σύνολα, αν και ήθελαν λίγη δουλειά ακόμα στο συντονισμό τους. Στο ρόλο του αστυνομικού επιθεωρητή, ο Χρήστος Σιμαρδάνης είχε μια περίεργη ισορροπία μεταξύ σοβαρού και μιας ειρωνικής κωμικής φιγούρας, ο Θοδωρής Σκυφτούλης σαν αστυνόμος, ήταν μια πετυχημένη κωμική καρικατούρα, που εντάχθηκε όμορφα στην ομάδα των συμμοριών, ο Δημήτρης Δημόπουλος σχηματικός και άχρωμος παίζοντας τον Glad Hand, ενώ συμπαθέστατος, αν και ελαφρώς αμήχανος ήταν ο Κώστας Κορωναίος που υποδύθηκε το γιατρό και έδωσε επαρκείς ενδείξεις του ταλέντου του.
Τα σκηνικά του Πάρη Μέξη μου άφησαν σε κάποιες σκηνές μια εντυπωσιακή και λειτουργική εικόνα και σε κάποιες άλλες μια αίσθηση προχειρότητας και φτήνιας.
Τα κοστούμια της Γιωργίνας Γερμανού, ήταν συμπαθητικά και έντυσαν καλά τους ηθοποιούς, χωρίς όμως να αποτελέσουν μια ιδιαίτερη νότα στην παράσταση, ή να κρύβουν κάποια ενδιαφέρουσα στυλιστική έκπληξη.
Η μουσική διεύθυνση της Καμεράτας από το Γιώργο Πέτρου υποδειγματική, ενώ και η χορογραφία του John Todd ήταν προσεκτικά σχεδιασμένη και πολύ καλά εκτελεσμένη, εκτός κάποιων μικρών προβλημάτων συντονισμού των ομάδων.
Οι φωτισμοί του Γιώργου Τέλλου καλύτεροι στα γενικά πλάνα απ'ότι στα κοντινά.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Μεγάρου, είδα μια εκδοχή του West Side Story, η οποία σκηνοθετήθηκε από ένα μουσικό και ένα χορογράφο, γι'αυτό και παρουσίασε αρκετές σκηνοθετικές ανισορροπίες. Ο ρυθμός γρήγορος, αλλά με αρκετά σημεία να κάνουν μια πρόσκαιρη κοιλιά, ενώ η ατμόσφαιρα συνεπής στο μπριόζικο και εξαιρετικά κεφάτο μουσικοχορευτικό στίγμα του έργου. Υπήρχε διάθεση και καλή πρόθεση, ενώ και οι ηθοποιοί έδωσαν ένα γενικά καλό εαυτό επί σκηνής. Όμως το μιούζικαλ δεν είναι εύκολο είδος θεάτρου και χρειάζεται έμπειρο σκηνοθέτη, εμπνευσμένο ενορχηστρωτή και ευφάνταστο χορογράφο. Τα δύο τελευταία ήταν εμφανή στην παράσταση που παρακολούθησα, το πρώτο δε με έπεισε. Και θα χαρώ να δω ένα μιούζικαλ, όπου η πρόζα δε θα είναι απλά διακοσμητική, αλλά θα παίζει λίγο πιο ουσιαστικό ρόλο στη ροή του.