ΒΑΚΧΕΣ, ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ | ΚΡΙΤΙΚΗ

ΒΑΚΧΕΣ, ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.9/5 κατάταξη (25 ψήφοι)

          «ΒΑΚΧΕΣ», του Ευριπίδη, έργο μυστηριακό και σκοτεινό, ωμό και αρχέγονο, μακρινό όσο και ο μύθος που το γέννησε. Στηρίζεται σε συστατικά ασύλληπτα και ακατάληπτα για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η τραγωδία του Ευριπίδη, όσον αφορά το ανέβασμά της, θεωρείται η πιο δύσκολη και απαιτητική, η πιο γριφώδης και αινιγματική από όλες τις υπόλοιπες.
          Κείμενο γραμμένο τον τελευταίο χρόνο της ζωής του τραγωδού, εμφυσά ερωτήματα υπαρξιακά, φιλοσοφικά, πνευματικά για το νέο, το ιερό, το άγνωστο, την πάλη της λογικής και του ενστίκτου. Με φόντο την πλάνη, την ψευδαίσθηση και τον αντικατοπτρισμό διεξάγεται μία μάχη ανάμεσα στον γοητευτικό, άλλα ανελέητο, νέο θεό και τους ξεροκέφαλους θνητούς συγγενείς του, οι οποίοι αρνούνται τους οικογενειακούς δεσμούς και τη θεϊκή υπόστασή του. Η λατρεία που επαγγέλεται ο Βάκχος σπάει τα καλούπια, καταργεί τα στερεότυπα και διαπερνάει τα όρια της λογικής.
          Φέτος, η Νικαίτη Κοντούρη επιλέγει, για συμπαραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων και της Εταιρείας Τέχνης Ars Aeterna, το ανέβασμα της σκοτεινής τραγωδίας του Ευριπίδη «ΒΑΚΧΕΣ». Έχοντας στην φαρέτρα της την εξαιρετική, ποιητικής εμβέλειας και ρεαλιστικής καθαρότητας, μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, καταφέρνει να μεταλαμπαδεύσει, ακέραιο, τον Eυριπίδειο λόγο στον θεατή, φωτίζοντας την αλληγορία του μύθου. Εύστοχο και εύγλωττο εύρημα, η εναρκτήρια σκηνή της γέννησης-ανάδυσης του θεού Βάκχου, μέσω της τέχνης του θεάτρου σκιών.
          Ο Άκης Σακελλαρίου, έξοχος ως «Διόνυσος», διαγράφει, ολόσωμο, έναν θεό, γητευτή του νου και της ψυχής όσων αποδέχονται την εξουσία του, και κυνικού, ανθρωποβόρου, τιμωρού, όσων της εναντιώνονται. Στο πρόσωπό του συνοψίζονται όλες οι αντιθέσεις, αναιρούνται όλες οι λογικές κατηγορίες, καταργούνται τα όρια. Ένας ξένος από τη Λυδία με άρωμα Ανατολής, ένας υπονομευτής της οικείας τάξης των πραγμάτων, που επιζητεί την ταύτιση με το «άλλο», το άγνωστο, το διαφορετικό, ένας εμπνευστής μανίας που κατέχει άριστα την τέχνη της σοφιστείας.
          Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, στον ρόλο του ορθολογιστή βασιλιά «Πενθέα», αμφισβητία του θεού, υποκριτικά ευέλικτος, ιδίως ως μεταμφιεσμένη Βάκχη, αρσενικός και θηλυκός μαζί, παιδί και άνδρας, αμετάπειστος και ταυτόχρονα πειθήνιος στα χέρια του Διονύσου.
          Ο υποκριτικός δαίμονας, της Κωνσταντίας Τάκαλου, και τα ασκημένα εκφραστικά της μέσα, την οδηγούν σ' ένα ερμηνευτικό «πέρασμα»-κρεσέντο, από τον οίστρο της μαινάδας «Αγαύης» στο άδειασμα της παιδοκτόνου μάνας.
          Η Ιωάννα Παππά, πλάθει με ευσυνειδησία έναν σουρεαλιστικό «Τειρεσία», με την τρέλα του μάντη και το χιούμορ του Ευριπίδη. Ένας κόντρα ρόλος, για την ηθοποιό, που έφερε εις πέρας.
          Πλανημένος, αφελώς υποταγμένος στον νέο θεό, είναι ο «Κάδμος» του Δημήτρη Πετρόπουλου.
          Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης, μεστός στους ρόλους  «Αγγελιαφόρος Α'» (βοσκός από τον Κιθαιρώνα) και «Αγγελιαφόρος Β'» (υπηρέτης του παλατιού), αναδεικνύει τη σκηνική του αρτιότητα.
          Ο ανομοιόμορφος, οπτικά, «χορός των Βακχών», απαρτιζόμενος από τις Ιουλία Γεωργίου, Θάλεια Γρίβα, Σμαράγδα Κάκκινου, Σοφία Κουλέρα, Φραγκίσκη Μουστάκη, Ελένη Στεργίου και Ιωάννα Τζίκα, ντυμένος στα μαύρα και κρατώντας θύρσους και μπαλτάδες, δεν καταφέρνει να λειτουργήσει ως απόηχος και σκηνική αντανάκλαση των πραγματικών μαινάδων. Οι κοπέλες, καθοδηγούμενες από την χορογράφο Ανδρονίκη Μαραθάκη, θυμίζουν περισσότερο στρατιωτικό τάγμα παρά ένθεες γυναίκες σε διαρκή παροξυσμό.
          Λιτό και λειτουργικό, στην όψη, το επικλινές σκηνικό-πατάρι, της Λουκίας Μινέτου, αλλά αδιάφορη η ενδυματολογική της πρόταση.
          Μεγάλο ατού της παράστασης, οι ξεσηκωτικοί, παγανιστικοί ρυθμοί των «Θραξ Πανκc». Με γκάιντες, νταούλια, καβάλ και ηλεκτρικές κιθάρες, εκστασιάζονται οι Βάκχες, σε μία μυστικιστική, ιεροτελεστική ατμόσφαιρα, κάτω από τους υποβλητικούς φωτισμούς του Νίκου Σωτηρόπουλου.
          Συμπερασματικά, οι «ΒΑΚΧΕΣ» είναι μία τίμια παράσταση, με ρυθμό, καλές -στο σύνολό της- ερμηνείες, ψυχεδελικούς ήχους και ενδιαφέροντα στοιχεία, που δεν κομίζει, όμως, τίποτα το καινούριο και το διαφορετικό.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.