ΤΥΡΑΝΝΟΣΑΥΡΟΙ ΡΕΞ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΤΥΡΑΝΝΟΣΑΥΡΟΙ ΡΕΞ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.7/5 κατάταξη (12 ψήφοι)

Ένα καινούργιο δικό της κείμενο με τίτλο "Τυραννόσαυροι ΡΕΞ" σκηνοθετεί στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου η Λένα Κιτσοπούλου. Ένας συμβολικός τίτλος έργου που δανείζεται το όνομα ενός εξαφανισμένου είδους θηλαστικών που έκαναν την εμφάνισή τους στον πλανήτη μας πριν από αρκετούς αιώνες. H συγγραφέας επιδιώκει έναν παραλληλισμό με το σημερινό άνθρωπο που αναμασώντας ένα πεθαμένο παρελθόν, συχνά αναζητά ένα αντίστοιχα πεθαμένο μέλλον. Η ανάγκη μας για επικοινωνία τεράστια, αλλά γίνεται μέσα από λάθος κανάλια και έχοντας χάσει την πραγματική της ουσία. Σε μια κοινωνία σχεδόν ανθρωποφαγική, προσπαθούμε να βρούμε προσανατολισμό και ταυτότητα και τελικά να επιβιώσουμε με τη μέγιστη δυνατή αξιοπρέπεια. Όλα αυτά τα φαινόμενα παρουσιάζονται μέσα από την οπτική της Κάτιας Λερουά, μιας αντισυμβατικής, αλλά και εκκεντρικής δασκάλας χορού, με περούκα σε τόνους του κόκκινου και των μαθητών της. Οι μαθητές μπαίνουν σιγά σιγά στο χώρο και ακροβολίζονται σε αυτόν, ενώ το σκηνικό συμπληρώνεται με μία φιγούρα με υπερμεγέθη μαύρη περούκα που της καλύπτει εντελώς το πρόσωπο και ακούμε να τη φωνάζουν Μαρινάκι και η οποία "συνοδεύει" μουσικά την παράσταση. Το κείμενο με αφηρημένη προβληματική και χωρίς συμβατική δομή αρχής, μέσης και τέλους, γίνεται ένα είδος μεταεπιθεωρησιακής καταγγελίας, με στιγμιότυπα ροής και δημιουργίας σκηνών-εικόνων.

Η Λένα Κιτσοπούλου αναλαμβάνει τη σκηνοθετική επιμέλεια του έργου, προσπαθώντας να συνδυάσει την καταγγελτική του χροιά με ένα υποτίθεται καυστικό και συχνά αυτοσαρκαστικό χιούμορ. Με χαρακτήρες στα όρια της καρικατούρας (Κάτια, Μαρινάκι) και με τους περισσότερους να συμμετέχουν σχεδόν διεκπεραιωτικά, κυρίως κινητικά και με ελάχιστη συμμετοχή λόγου, στα τεκταινόμενα. Η πικρία της εμφανής και πανταχού παρούσα, οδηγεί στα όρια της αποκαρδίωσης, που εκφράζεται σκηνικά με συνεχόμενες (και επαναλαμβανόμενες) σκηνές αυτοκτονίας. Ο λόγος παραληρηματικός, ασύνδετος και με μία διάχυτη ειρωνεία που δείχνει να αναζητά στόχους και προσανατολισμό. Η αλληλεπίδραση των ηθοποιών τις περισσότερες φορές είναι άγαρμπη και ασυντόνιστη, θέλοντας να δώσει μέσω της παράστασης την αίσθηση του επικοινωνιακού χάους των ημερών μας. Ο σαρκασμός και το χιούμορ σε επίπεδα χονδροειδή, χωρίς πυρήνα και ουσία, δείχνει να ακροβατεί σε παλιά επιθεωρησιακά κακέκτυπα. Η συσσωρευμένη οργή εν τέλει διοχετεύεται στο καλλιτεχνικό συνάφι, το οποίο λοιδωρείται για την έλλειψη σοβαρότητας και αλήθειας στην εκδήλωση των καλλιτεχνικών του ανησυχιών, χωρίς όμως από τα δεδομένα της παράστασης να υπάρχει μια πρόταση, μία λύση. Στις τελευταίες δύο σκηνές ξεπερνιούνται τα όποια τελευταία όρια θεατρικής παρωδίας και η ανοησία του λόγου συνοδεύεται από ακκιστικά προκλητικές εικόνες σκατοφαγίας και μία κατ' επίφαση ραδιοφωνική εκπομπή στην οποία κυριαρχούν ρατσιστικά και ομοφοβικά σχόλια, σε μια προσπάθεια της σκηνοθέτιδας να δοκιμάσει τα όρια της αντοχής του κοινού της. Ο σουρεαλισμός και η παράνοια ξεπερνάει τα όρια της υπερβολής και της ευτέλειας και οι ερμηνευτικοί αυτοσχεδιασμοί τα όρια της αφέλειας. Η δηθενιά άλλωστε δεν καταγγέλλεται, υιοθετώντας την. Εντύπωση τέλος μου προκάλεσε η μη επαρκής αξιοποίηση τόσων ταλαντούχων ηθοποιών σε πραγματικούς ρόλους πλην του Γιάννη Κότσιφα, της Έμιλυς Κολιανδρή και στην τελευταία σκηνή της Ιωάννας Μαυρέα.

Ο Γιάννης Κότσιφας με την ροδοκόκκινη περούκα της Κάτιας, ερμηνεύει το χαρακτήρα του στα όρια της υπερβολής, τόσο όσον αφορά το λόγο, όσο και την κίνησή του, χωρίς να φτάσει το επίπεδο του γελοίου (αν και η ηρωίδα του φλερτάρει με αυτό). Εκφραστικός, με σωστή άρθρωση και με ελάχιστα λάθη στους τονισμούς του, δίνει μια πηγαία κουρασμένη, σχεδόν "απηυδισμένη" δασκάλα, με αλλαγές στις εκφράσεις του ανάλογα με τις εσωτερικές αναζητήσεις και μία επίφαση θηλυκότητας. Διατηρεί την ενέργειά του, παρά τις υψηλές απαιτήσεις του ρόλου του και δε δείχνει να αδειάζει από τη συνεχή του έκθεση στο κοινό.

Η ίδια η σκηνοθέτις επιλέγει στο πρώτο μέρος της παράστασης τη σκιώδη παρουσία της στη σκηνή υποδυόμενη το Μαρινάκι, ενώ στο δεύτερο συμμετέχει πιο ενεργά, παίρνοντας τη σκυτάλη από την Κάτια και επιδίδεται σε ένα ρεσιτάλ καταγγελτικής ρητορείας που διακρίνεται για την έλλειψη ουσίας και στόχων, "καίγοντας" η ίδια την όποια πρωτοτυπία και φρεσκάδα των ιδεών της.
Η Έμιλυ Κολιανδρή έχει την ευκαιρία της ουσιαστικής συμμετοχής της σε δύο από τις σκηνές της παράστασης και εκεί ακολουθεί πιστά τις σκηνοθετικές οδηγίες, ερμηνεύοντας στα άκρα και καταθέτοντας ψυχή και ένταση στο ρόλο μιας μαθήτριας που θυσιάζει τα πάντα προκειμένου να πραγματώσει το στόχο της που είναι τα Μπολσόι. Στην τελευταία σκηνή μαζί με την Ιωάννα Μαυρέα, επιδίδονται σε ένα μηδενιστικό και χαοτικό παραλήρημα, γεμάτο ρατσιστικά και ομοφοβικά σχόλια, τα οποία αρνούμαι και να σχολιάσω.
Οι υπόλοιποι ηθοποιοί έχουν συμμετοχή στη ροή της παράστασης κυρίως κινητικά, ή με κραυγές και σύντομα σχόλια και ενώ δείχνουν ότι υπάρχει ταλέντο δεν έχουν την ευκαιρία να το αξιοποιήσουν ερμηνευτικά.
Τζωρτζίνα Δαλιάνη, Γιώργος Κισσανδράκης, Μάριος Παναγιώτου, Δανάη Σαριδάκη και Βασίλης Σαφός συμπληρώνουν μαζί με τους ήδη αναφερθέντες την ερμηνευτική ομάδα της παράστασης στην οποία συμμετέχει και η Νικολέτα Γκριμέκη.

Τα σκηνικά της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου είχαν αρκετά σκηνικά αντικείμενα, τα περισσότερα των οποίων είχαν λόγο ύπαρξης και μια λειτουργικότητα στο χώρο, με την τουαλέτα να γίνεται σημαντικό αξεσουάρ της σκηνικής δράσης, ενώ τα κοστούμια της ίδιας, απλά, καθημερινά, χωρίς να προκαλούν το μάτι, συνεργάστηκαν αρμονικά με τους χαρακτήρες που έντυσαν. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου, έχασαν κάποιες σκηνές και τις φώτισαν με αρκετή αοριστία και γενικότητα, ενώ ο σχεδιασμός του ήχου από τον Κώστα Μπώκο δεν είχε προβλήματα.

Συμπερασματικά, στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού, είδα το νέο συγγραφικό και σκηνοθετικό πόνημα μιας καλλιτέχνιδας που έχει φανατικούς υποστηρικτές, αλλά και ορκισμένους εχθρούς. Το ταλέντο της είναι αναμφισβήτητο, αλλά κάποιες στιγμές νιώθω ότι το διοχετεύει σε λάθος ατραπούς. Στη συγκεκριμένη παράσταση είχε κάποια φωτεινά διαλείμματα διαύγειας, ιδεών και ανεπιτήδευτης αλήθειας και αρκετές σκηνές χαοτικές τόσο ως προς τον προσανατολισμό και το νόημά τους, όσο και ως προς τη χρήση μιας άνευ λόγου και ουσίας πρόκλησης, που θεωρητικά κατακεραύνωνε, χωρίς πρακτικά να προτείνει τίποτα. Τελικά, το τι θα αποκομίσει ο κάθε θεατρόφιλος από αυτή την παράσταση αν την επιλέξει, είναι σκέψη προς διερεύνηση.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.