ΤΣΑΡΛΙ ΤΣΑΠΛΙΝ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 18/12/2017 10:08
Το έργο του Γάλλου ηθοποιού, σκηνοθέτη και θεατρικού συγγραφέα Daniel Colas με τίτλο "Τσάρλι Τσάπλιν" (Un Certain Charles Spencer Chaplin) σκηνοθετεί στη σκηνή του Θεάτρου Ακροπόλ ο Πέτρος Ζούλιας. Γραμμένο το 2015, έκανε πρεμιέρα στο Παρίσι και την επόμενη χρονιά βραβεύτηκε με βραβείο Moliere. Ασχολείται με ένα μεγάλο μέρος της ζωής του μεγάλου Άγγλου ηθοποιού πριν και αφού μετακόμισε στην Αμερική και κυρίως στην πορεία της εξέλιξής του από ένα μικρό, φτωχό και άσημο ηθοποιό σε έναν καλλιτέχνη παγκόσμιας εμβέλειας που αποτέλεσε ορόσημο για τον 20ο αιώνα, που έγινε πλούσιος και διάσημος και κατάφερε να καθιερώσει έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους κωμικούς χαρακτήρες της κινηματογραφικής βιομηχανίας, αυτόν του Σαρλώ.
Η διαδρομή αυτή κρύβει κάτι από παραμύθι και το έργο παρακολουθεί τόσο την καλλιτεχνική του μεταμόρφωση, όσο και κάποιες ιδιαίτερες λεπτομέρειες της ζωής του, όπως τις γυναίκες που ερωτεύτηκε, αγάπησε και παντρεύτηκε, την περιπέτεια με την ψυχική υγεία της μητέρας του, τη σχέση του με τον αδερφό του και τα προβλήματα που αντιμετώπισε με τον αρχηγό του FBI Έντγκαρ Χούβερ και το καθεστώς του μακαρθισμού μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Η μετάφραση ανήκει στον Αντώνη Γαλέο, ο οποίος παρέδωσε ένα κείμενο με ροή, ρυθμό, ζωντάνια απόλυτα προσαρμοσμένο στα δεδομένα της ελληνικής γλώσσας.
Ο Πέτρος Ζούλιας ανέλαβε τη σκηνοθετική επιμέλεια της προσπάθειας αυτής, προσπαθώντας να κρατήσει τις ισορροπίες μεταξύ του ηθοποιού και του ανθρώπου Τσάπλιν, δίνοντας χώρο στις κωμικές εξάρσεις του υποδυόμενος το χαρακτήρα του Σαρλώ, αλλά και τις δραματικές κορυφώσεις που ακολουθούσαν τα προβλήματα και τις αναποδιές της αληθινής του ζωής. Οι εναλλαγές αυτές έχουν κινηματογραφικό ύφος και διάθεση, αλλά κάποιες σκηνές έχουν μια σχετική φλυαρία και κρατούν λίγο περισσότερο απ' όσο θα έπρεπε, δημιουργώντας κάποια σκαμπανεβάσματα στο ρυθμό. Ο σκηνοθέτης όμως κρατάει μια ψύχραιμη ματιά στο έργο, καθώς τους ξέφρενους ρυθμούς του Σαρλώ στη σκηνή, διαδέχονται τα πιο γειωμένα στιγμιότυπα του ανθρώπου Τσάρλι Τσάπλιν. Κι έτσι διατηρείται ένα μέτρο και η παράσταση ούτε ξεφεύγει, αλλά ούτε κάνει σημαντικές κοιλιές (πλην κάποιων μικρών και αναπόφευκτων κάμψεων). Μαζί με τη διαδοχή των ταινιών του Τσάπλιν, σκιαγραφείται και το κοινωνικοπολιτικό μωσαϊκό της εποχής, που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της συνολικότερης εικόνας του και της επίδρασης που είχε στον κόσμο. Βέβαια τα μειονεκτήματα του ανθρώπου Τσάπλιν περνούν κάπως γρήγορα και με απλές, επιδερμικές αναφορές στο έργο, χωρίς ευτυχώς να έχουμε να κάνουμε και με μια αγιοποίηση του ήρωα. Το συναίσθημα και οι συγκινησιακές φορτίσεις γενικά δεν εκβιάζονται, με το θεατή να προσεγγίζει σε ικανοποιητικό βαθμό το ψυχικό και συναισθηματικό σύμπαν του χαρακτήρα. Δεν αποφεύγεται μια παρελκυστική νότα υπερπαραγωγής στην παράσταση, η οποία όμως δεν είναι ικανή να αποπροσανατολίσει τη γενικότερα ισορροπημένη σκηνοθετική ματιά.
Ο Θανάσης Τσαλταμπάσης αναλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Τσάπλιν και παρακολουθώντας τον είχα την εντύπωση ότι δεν εμβάθυνε μόνο στην κίνηση και τις εκφραστικές δυνατότητες του Σαρλώ, αλλά και στα βαθύτερα στρώματα της ψυχοσύνθεσής του. Σαρωτικός στη σκηνή σα θλιμμένος αλητάκος (το μακιγιάζ του έχει κάνει θαυμάσια δουλειά και του έχει προσδώσει μια πολύ έντονη ομοιότητα με το μεγάλο ηθοποιό), με αυτή τη διάχυτη μελαγχολία να αποτυπώνεται θαυμάσια στο βλέμμα του, με κίνηση που θύμιζε ακόμα και στις λεπτομέρειες τις βουβές ταινίες που οι περισσότεροι έχουμε απολαύσει, αλλά και εκφορά λόγου που αποκάλυπτε μια εσωτερική συστολή, ταυτόχρονα με μία ασίγαστη επιθυμία να κάνει αυτό που του υπαγόρευε η καλλιτεχνική του ανάγκη και τον έκανε παγκοσμίως διάσημο. Το ερμηνευτικό αυτό πακέτο με έκανε να πιστέψω πως ήταν από τους καταλληλότερους να αναλάβουν ένα τέτοιο θεατρικό φορτίο στους ώμους του. Αλλά και όταν δεν έπαιζε το Σαρλώ, αλλά τον Τσάπλιν στην εκτός πλατό ζωή του, είχε στοιχεία της κίνησης και της έκφρασης του ρόλου του, όπως ίσως συμβαίνει με πολλούς κορυφαίους ερμηνευτές σε ρόλους που τους έχουν στιγματίσει. Στη σκηνή είδα τον τρυφερό γιο, τον αρωγό αδερφό, τον ερωτευμένο σύζυγο, αλλά και έναν άνθρωπο με συχνά υπέρμετρο εγώ, ο οποίος σε κάποιες σκηνές τυφλωνόταν από την ίδια του τη λάμψη.
Η Μαρίνα Ψάλτη υποδύθηκε τη μητέρα του Τσάπλιν και στάθηκε επάξια στο πλευρό του σκηνικού της γιου. Ανθρώπινη, φθαρτή, ευαίσθητη, σε κάποιες σκηνές έχει την απόλυτη ηρεμία και σιγουριά της μάνας που νοιάζεται και αγαπά και σε κάποιες άλλες καταρρέει ψυχολογικά και σωματικά, δέσμια της νοητικής της διαταραχής. Άλλοτε κινείται και μιλά σαν καλή νεράιδα και άλλοτε σα στοιχειό που τρώει τα σπλάχνα του.
Η Τζένη Θεωνά ερμηνεύει τις γυναίκες της ζωής του Τσάπλιν. Υπάρχουν στιγμές που βγάζει το πάθος και τον ερωτισμό που χρειαζόταν για να σαγηνεύσει, αλλά υπάρχουν και κάποιες στις οποίες ήταν υποτονική και χωρίς τον απαραίτητο παλμό. Οι αμήχανες στιγμές της αφορούσαν κυρίως το κινητικό κομμάτι του ρόλου, ενώ κι ο λόγος είχε ένα δισταγμό κι ένα κόμπιασμα.
Ο Χρήστος Σπανός ήταν ο Σιντ, ο αδερφός του Τσάρλι και στις περισσότερες σκηνές του ανταπεξήλθε με επιτυχία στο ρόλο του. Λίγο περισσότερο χρώμα και λίγη περισσότερη ένταση στη φωνή θα μπορούσαν να υπάρχουν, αλλά γενικά στάθηκε ικανοποιητικά, χωρίς να τον επισκιάσει η λάμψη του σκηνικού του αδελφού.
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου ήταν ο Χούβερ, αρχηγός του FBI. Δημιούργησε ένα προφίλ ενός φαινομενικά πράου, ήρεμου και επίπλαστα φιλικού τύπου, ο οποίος πίσω από τη μάσκα του φαίνεσθαι εξέπεμπε μια κρυφή απειλή κι ένιωθες ότι μπορούσε άμεσα να μεταμορφωθεί σε δράκο που θα σε καταστρέψει. Τα πατήματα και το στήσιμό του στη σκηνή είχαν σιγουριά και άνεση, όπως θα άρμοζε σε ένα ηθοποιό της κλάσης και της εμπειρίας του.
Ο Σωκράτης Πατσίκας έπαιξε το Μακ Σένετ, τον παραγωγό που ανακάλυψε πρώτος το ταλέντο του Τσάπλιν. Τις περισσότερες στιγμές ήταν απλά διεκπεραιωτικός, χωρίς να δίνει κανένα βάθος ή υπόσταση στο χαρακτήρα του.
Βασίλης Χαρίσσης, Ευφροσύνη Κουτσουβέρη, James Rodi, Φοίβος Παπακώστας και Μυρτώ Σχοινοπλοκάκη είχαν μικρότερους ρόλους και συμπλήρωσαν ικανοποιητικά τόσο με το λόγο τους, όσο και με την κίνησή τους (και ενίοτε το χορό τους) το ερμηνευτικό παζλ της παράστασης.
Ιδιαίτερη μνεία και στο μικρό Theodor Kona, ένα εξαιρετικό κεφάτο και ταλαντούχο πιτσιρίκι που παίζει τον πολύ νεαρό Τσάπλιν.
Τα σκηνικά της Μαίρης Τσαγκάρη είχαν ποικιλία και εναλλάσσονταν μεταξύ της ζωής του ηθοποιού και του ανθρώπου Τσάπλιν, αλλά άφηναν πάντα αρκετό χώρο για κίνηση.
Τα κοστούμια της Παναγιώτας Κοκκορού εξαιρετικά ως προς την αποτύπωση του Σαρλώ, αλλά και αντιπροσωπευτικά της εποχής των διαφόρων περιόδων της ζωής των ηρώων.
Η μουσική του Παναγιώτη Αυγερινού και του Σπύρου Λούκου αποτέλεσε μια καλή συνοδεία του λόγου και της κίνησης του κεντρικού ήρωα, ενώ η κινητική προσέγγιση και η χορογραφία της Άννας Αθανασιάδη εξαιρετικά προσεγμένη και δουλεμένη στη λεπτομέρεια. Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου προσωποκεντρικοί, αν και δεν έλειψαν και κάποια γενικότερα πλάνα, όταν αυτά ήταν απαραίτητα.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Ακροπόλ, είδα μια παράσταση για τη ζωή και το έργο μιας χαρισματικής προσωπικότητας, η οποία επιχείρησε να φωτίσει τόσο τον καλλιτέχνη, όσο και τον άνθρωπο. Η σκηνοθεσία είχε πλάνο και ανέπτυξε σε παράλληλα κάδρα τις δύο πτυχές του κεντρικού χαρακτήρα (ίσως χαϊδεύοντας ελαφρά τον άνθρωπο Τσάπλιν), του άφησε χώρο για αυτοσχεδιασμό και τον οδήγησε σε ένα ερμηνευτικό κρεσέντο. Κάποιες σκηνές θα μπορούσαν να έχουν μικρότερη διάρκεια, αλλά γενικά ο ρυθμός ήταν γρήγορος, το έργο είχε αισθητική και ευτύχησε να έχει ένα γλυκόπικρο Θανάση Τσαλταμπάση στην καλύτερη ίσως ερμηνεία της μέχρι τώρα καριέρας του.