ΤΡΩΑΔΕΣ ΣΗΜΕΡΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΤΡΩΑΔΕΣ ΣΗΜΕΡΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.3/5 κατάταξη (3 ψήφοι)

Ένα κείμενο που έγραψε και επιμελήθηκε η ίδια, με τίτλο "Τρωάδες Σήμερα" σκηνοθετεί στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας που φέτος κλείνει 30 χρόνια ζωής, η Ρούλα Πατεράκη.
Βασισμένο στις Τρωάδες του Ευριπίδη είναι μια ιδεατή συνέχειά τους, που περιγράφει πως αντιμετώπισαν οι Έλληνες την πτώση της Τροίας και την εν γένει συμπεριφορά τους ως νικητές. Τόσο η Εκάβη, όσο και οι κόρες της, Πολυξένη και Κασσάνδρα, η νύφη της και γυναίκα του Έκτορα Ανδρομάχη, αλλά και η αφορμή του πολέμου Ελένη, είναι αιχμάλωτες των νικητών Ελλήνων και καταλήγουν όλες στο ίδιο κελί σε ένα στρατόπεδο στην Κρήτη, υπό την ηγεσία του Οδυσσέα. Απογυμνωμένες από τίτλους, εξουσία και υλικά αγαθά ανακρίνονται και περνούν καθημερινά δοκιμασίες, περιμένοντας να αποφασιστεί η τύχη τους. Κάποιες πλήρως υποταγμένες στη μοίρα τους, κάποιες διατηρώντας ακόμα κάποια ικμάδα ψυχικής αντίστασης αντιμετωπίζουν την αιχμαλωσία και το σκοτεινό τους μέλλον η καθεμία με το δικό της τρόπο. Οι συνθήκες αιχμαλωσίας σκληρές και ίδιες για όλες. Στο έργο θίγεται ο πόλεμος και οι ολέθριες συνέπειές του, η ανθρώπινη ψυχολογία και τα όριά της και η σχέση νικητή και ηττημένου, σε μια προβληματική που παραμένει διαχρονική και επίκαιρη ως τις μέρες μας.
Το κείμενο είναι σε σύγχρονη γλώσσα, απόλυτα κατανοητή και απευθύνεται στο ενήλικο κοινό του σήμερα, προσπαθώντας να το προβληματίσει και να του υπενθυμίσει τη βαθύτερη και ολοκληρωτική απειλή του πολέμου.

Η Ρούλα Πατεράκη σκηνοθετεί το έργο με την οπτική της στραμμένη στον άνθρωπο, μέσα από τα μάτια της αιχμάλωτης Εκάβης και τους προβληματισμούς της. Ο πόλεμος έχει πλέον τελειώσει, η καταστροφή της πόλης της έχει ολοκληρωθεί και αυτή στριμωγμένη στη γωνιά ενός κελιού κάνει μια μοιραία ανασκόπηση του παρελθόντος. Ανακαλύπτει και συνειδητοποιεί τη ματαιότητα της προηγούμενης ζωής της και προσγειωμένη στη σκληρή πραγματικότητα του σήμερα, αναρωτιέται για τα όρια της ανθρώπινης εκδικητικότητας, αγριότητας και σκληράδας. Νιώθει έντονα την έλλειψη των χαμένων προσφιλών της προσώπων και προσπαθεί να συμβιβαστεί με τις πιθανές πορείες του μέλλοντός της. Μαζί της κόρες, νύφη και η ωραία Ελένη, η κάθε μία με την προσωπική της ιστορία και τις δικές της αντοχές και αντιδράσεις στην αιχμαλωσία.
Η Κασσάνδρα και η Πολυξένη αρνούμενες να αποδεχθούν την πλήρη ήττα τους, η Ανδρομάχη ανησυχώντας περισσότερο για την τύχη του γιου της Αστυάνακτα και η Ελένη στο τέλος ενός δρόμου με ευτυχία και στην αρχή ενός νέου γεμάτου με αδιέξοδα και κακουχίες. Όλα αυτά σε μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα ενός σιδερόφρακτου κελιού και με το ρυθμό της παράστασης να κάνει μια μικρή κοιλιά στα μέσα της και να υποφέρει από την επαναληπτικότητα κάποιων σκηνών και κάποιων καταστάσεων και την αργή εξέλιξη της ιστορίας. Η συχνή παρεμβολή των φρουρών στην ιστορία σπάει ως ένα σημείο τη συνοχή και τη συνέχειά της και προσθέτει περιττές λεπτομέρειες που αποπροσανατολίζουν το ενδιαφέρον του θεατή και επιβραδύνουν τη ροή. Φυσικά υπάρχει η ανάγκη της αντιπαράθεσης της ψυχολογίας του νικητή και του ηττημένου, αλλά αυτή καλύπτεται ικανοποιητικά από τις παρεμβάσεις του Οδυσσέα που είναι αραιότερες.
Η τελική λύση της ιστορίας δε λειτουργεί για κανέναν λυτρωτικά, οδηγώντας τους χαρακτήρες σε ακόμα βαθύτερο ψυχολογικό αδιέξοδο. Η σκηνοθέτις δεν επιφύλαξε για κανέναν happy end, θέλοντας να υπογραμμίσει ότι από έναν πόλεμο όλοι βγαίνουν τελικά λίγο ως πολύ χαμένοι.

Η Μπέττυ Αρβανίτη αναλαμβάνει το ρόλο της Εκάβης, της ξεπεσμένης βασίλισσας. Μοιάζει να είναι συντετριμένη ψυχολογικά και ανήμπορη να βρει νόημα στην υπόλοιπη ζωή της. Παραιτημένη σχεδόν από την πραγματικότητα, σπάνια αφήνει να φανούν ψήγματα του περασμένου της μεγαλείου. Ο τόνος της φωνής της, το στήσιμο του σώματός της, η κίνησή της μέσα στο κελί συντελούν σε αυτή την εικόνα, από την οποία δείχνει να ξυπνά προς το τέλος της παράστασης όταν θυμίζοντας λίγο από την Τρωαδίτισσα Εκάβη, αναμετράται λεκτικά με τον Οδυσσέα και τους δεσμοφύλακές της. Πολύ καλή ερμηνεία από μια ηθοποιό που με την πείρα και το ταλέντο της δε χρησιμοποιεί κλισέ και δεν πέφτει στις παγίδες του ρόλου της.

Ο Νίκος Αρβανίτης υποδυόμενος τον Οδυσσέα αποτελεί την προσωποποίηση του μετρημένου νικητή. Χωρίς να καταφεύγει σε υπερβολές δεν παύει να υπενθυμίζει συνέχεια, είτε με το λόγο, είτε με την έκφραση του προσώπου του, ποιος είναι αυτός που παίρνει τις αποφάσεις. Δεν πιέζει υπερβολικά τον ηττημένο, αλλά και δεν τον αφήνει να πιστέψει σε ένα καλύτερο μέλλον. Προσεκτική και συνεπής ερμηνεία, απόλυτα προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις του έργου.

Η Μαρία Κεχαγιόγλου παίζει την Κασσάνδρα, προσπαθώντας να εκφράσει το ανυπότακτο πνεύμα της με ένα συχνά ασυνάρτητο λόγο και μία υπερβολική κινητικότητα, βγάζοντας όμως τελικά μια άναρχη ερμηνεία που ακροβατεί στα όρια της καρικατούρας, χωρίς να γίνεται ιδιαίτερα πειστική.

Η Τασία Σοφιανίδου είναι η Πολυξένη, ο δεύτερος πόλος αντίδρασης στο γυναικείο κελί, την οποία μορφοποιεί ερμηνευτικά με μια μονότονη άρνηση να συνεργαστεί με τους δεσμοφύλακές της. Στην αρχή η προσέγγιση αυτή έχει ενδιαφέρον, καθώς δείχνει ένα ανυπότακτο πνεύμα, αλλά δεν εξελίσσει καθόλου το χαρακτήρα της εμμένοντας στο ίδιο μοτίβο μέχρι σχεδόν το τέλος, το οποίο έρχεται σχεδόν αδιάφορα.

Η Άννα Κουτσαφτίκη στο ρόλο της Ανδρομάχης, μοιάζει εύθραυστη και αγωνιά έντονα για την τύχη του γιου της. Η αγωνία της αυτή αποτυπώνεται στην εκφορά του λόγου της και στη νευρική της κίνηση σε μια ερμηνεία που δείχνει να έχει υπόσταση και ειδικό βάρος.

Η Τζίνη Παπαδοπούλου υποδυόμενη την Ελένη, δείχνει να ακροβατεί μεταξύ αδιαφορίας για το μέλλον της και ενδιαφέροντος να ταυτιστεί με τις άλλες γυναίκες. Έτσι κάπως κυλά και το παίξιμό της με κάποιες σκηνές να έχουν δυναμική και πάθος και σε κάποιες άλλες απλά ο λόγος να χάνεται αφηρημένα και χωρίς εμφανή στόχο.

Ο Δημήτρης Παπανικολάου ερμηνεύει τον Ταλθύβιο, έναν από τους δεσμοφύλακες των γυναικών και εμπλουτίζει το λόγο του με συναίσθημα και μια υπόγεια αποδοκιμασία του ρόλου του, ώστε να αποτελεί επιτυχημένα κάτι σαν το ανθρώπινο πρόσωπο της εξουσίας.

Στην αντίθετη όχθη ο Ευρυβάτης, τον οποίο παίζει ο Νίκος Μαυράκης είναι πιο οξύς και πιο άκαμπτος, με κάποιες από τις αντιδράσεις του να αγγίζουν τα όρια της υπερβολής, στην προσπάθεια να σκιαγραφήσει το πιο απάνθρωπο προφίλ της εξουσίας.

Το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου έχασε πόντους από τη λειτουργικότητά του, όντας κλειστοφοβικό υπέρ του δέοντος και δημιουργώντας κάποια προβλήματα στην κινητικότητα των ηθοποιών.
Τα κοστούμια της ίδιας αντιπροσωπευτικά των χαρακτήρων και της παρούσας θέσης τους στην ιστορία. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου λίγο πιο ευρείς από όσο χρειαζόταν, δεν εστίασαν απόλυτα στους χαρακτήρες σα μονάδες, αλλά περισσότερο σαν ομάδα.
Η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου, συντέλεσε στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα του έργου χωρίς να ενοχλήσει, αλλά και χωρίς να με εντυπωσιάσει ηχητικά.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας, οι Τρωάδες συνέχισαν την ιστορία τους λίγο πιο πέρα από εκεί που την άφησε ο Ευριπίδης, χωρίς όμως να την εξελίξουν πολύ. Πάτησαν μεν στα χνάρια της παλαιάς τραγωδίας, αλλά στη σημερινή τους εκδοχή ήταν στερημένες από το έντονο πάθος, τη φλόγα και το συναίσθημα που θα αναδείκνυε την τραγικότητά τους. Η σκηνοθεσία είχε αρκετές δυνατές στιγμές και οι καλές γενικά ερμηνείες έδωσαν στην παράσταση ένα καταρχήν σύγχρονο στίγμα, αλλά δεν έφτασαν ώστε το ειδικό βάρος της να μπορέσει να ανταπεξέλθει με αξιώσεις σα συνέχεια του ευριπίδειου μύθου και να τον εξελίξει στα ίδια δραματουργικά επίπεδα.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.