ΤΡΕΙΣ ΨΗΛΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τρίτη, 11/04/2017 19:56
Το γνωστό κείμενο του Edward Albee με τίτλο "Τρεις Ψηλές Γυναίκες", σκηνοθετεί ο Άρης Τρουπάκης στην κεντρική σκηνή του θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας.
Ένα έργο με πηγαίο χιούμορ, αλλά και δραματικές κορυφώσεις, το οποίο μέσα από τις διαπροσωπικές σχέσεις και τις διακυμάνσεις τους εξετάζει το δρόμο του ανθρώπου προς την αυτογνωσία. Τρεις γενιές γυναικών με την ανάλογη ηλικιακή διαφορά διασταυρώνονται και συνομιλούν. Η μεγαλύτερη, η 92χρονη, δεν κάνει ταμείο της προηγούμενης ζωής της, αλλά δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα και προσπαθεί να διαλευκάνει τα αδιέξοδα της προηγούμενης ζωής της. Στην πορεία αυτή, μια νεαρή κοπέλα της θυμίζει το νεανικό της πρόσωπο που κάποτε υπήρξε και μια άλλη, μεσήλικη, αποτελεί τη φευγαλέα ματιά της σε εκείνη την περίοδο. Ο καθρέφτης είναι αμείλικτος και της αντιπαραθέτει τη σημερινή εικόνα με τον άνεμο των αναμνήσεων να σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του. Λερώνεται, το ένα χέρι της κρέμεται σχεδόν άχρηστο, η μνήμη της έχει ξεθυμάνει και νιώθει ότι πλέον ζαρώνει και χάνει και το φυσικό της ύψος. Με την περιουσία της να εξανεμίζεται και το γιο της να αρνείται την παρουσία της στη ζωή του, μόνη της συντροφιά είναι η γυναίκα που τη φροντίζει και μια νεαρή δικηγόρος που την επιπλήττει για τη λησμοσύνη της. Πρόσωπα και καταστάσεις άναρχα θαμμένες στη λήθη ξεπηδούν ολοζώντανες και πάλι μπροστά της και απαντά στα ερωτήματα που εύλογα γεννιούνται. Τουλάχιστον σε αυτά που η ίδια θέλει και δεν προτιμά να αποσιωπήσει. Σε μία τελική προσπάθεια προς την αυτογνωσία.
Ο Άρης Τρουπάκης κρατά τη σκηνοθετική μπαγκέτα της παράστασης, προσπαθώντας να συντονίσει τα μηνύματα του κειμένου με την ιδιαίτερη προσωπικότητα των τριών γυναικών που συμμετέχουν. Ο λόγος είναι ούτως ή άλλως δυνατός, αλλά υπάρχουν στιγμές όπου το σκηνικό στήσιμο φαίνεται λίγο κουρασμένο και αμήχανο. Το χιούμορ βιτριολικό, η σκηνική χημεία παρούσα σε ικανό βαθμό και οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη, με το παρελθόν να εμπλέκεται δυναμικά με το παρόν. Το σκηνικό δεν ένιωσα να συμμετέχει επαρκώς σε όλες τις εικόνες και να συνδιαλέγεται μαζί τους. Στο σύνολό της όμως η σκηνοθετική προσέγγιση μέσα από μια πολυεπίπεδη "ερμηνεία" του λόγου, αποδίδει τη μεστότητα και την ευρύτητα των νοημάτων του. Αισθήσεις και παραισθήσεις μπλέκονται γλυκά, σκέψεις και συναισθήματα εκλύονται σε επάρκεια προς την πλατεία και σε συνδυασμό με τη σωστή και επιμελημένη καθοδήγηση των ηθοποιών, η αισθητική της παράστασης και ο ρυθμός της κυμαίνονται σε σταθερά υψηλό επίπεδο. Ένα μικρό κούρδισμα σε κάποιες εικόνες θα ήταν ακόμα πιο ευπρόσδεκτο, αλλά στο σύνολό της η παράσταση δεν αφήνει σημαντικά κενά και ελλείψεις στο νου και την καρδιά του θεατή.
Η Μπέττυ Αρβανίτη στο ρόλο της 92χρονης Άλφα, είναι η προσωποποίηση της λεπτής και ισορροπημένης ειρωνείας, ακόμα και προς το ίδιο της το παρελθόν. Η κουρασμένη της έκφραση έρχεται συχνά σε αντίθεση με τα κρυμμένα αποθέματα πάθους που διαθέτει ο χαρακτήρας της, αλλά και μια υποβόσκουσα απογοήτευση για όσα δεν έζησε, ενώ θα μπορούσε. Χωρίς ερμηνευτικά τρικ, χωρίς συναισθηματικούς εκβιασμούς, δημιουργεί ένα πολλαπλό είδωλο στη σκηνή, το οποίο ένιωσα να αντικατοπτρίζει τον μπερδεμένο εσωτερικό της κόσμο και να "ωθεί" την ερμηνεία της. Μέσα από μια πνευματικότητα και ένα κρυφό συναισθηματισμό δίνει όλο το μεγαλείο μιας γυναίκας στο λυκόφως της ζωής της.
Η Μαρία Κεχαγιόγλου, ερμηνεύοντας τη Β, τη μεσόκοπη βοηθό της γηραιάς κυρίας, είναι ώριμη, μεστή και εξαιρετικά αυθεντική στη σκηνή. Απόλυτα μετρημένη, με πλήρη επίγνωση των εκφραστικών της μέσων, είναι ρεαλιστική στα όρια του κυνισμού, του ανάμικτου με μια πικρία και συνειδητοποίηση του παρόντος της. Ωμή στο λόγο, αλλά και σαρκαστική στην κίνησή της, μασάει μια τσίχλα σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της παράστασης που ολοκληρώνει την απόλυτα ρεαλιστική, συνειδητοποιημένη και συνεπή της απεικόνιση ενός σύνθετου χαρακτήρα.
Η Νεφέλη Κουρή παίζει τη Γάμα, μια νεαρή και ελαφρώς ατίθαση νεαρή βοηθό δικηγόρο. Με κάποιους δισταγμούς στην ερμηνεία της και κάποιες σκηνές που θύμιζε περισσότερο θυμωμένο κορίτσι, παρά αποφασισμένη ενήλικη, θέλει ακόμα λίγη προσπάθεια για να ευθυγραμμιστεί με τις άλλες δύο σχεδόν υποδειγματικές ερμηνείες. Αλλά αφήνει υποσχέσεις ότι το ταλέντο υπάρχει, αρκεί να το εκμεταλλευτεί με το σωστό τρόπο.
Τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου είχαν μια ιδιαίτερη αισθητική, παίζοντας με τους απαλούς χρωματισμούς, αλλά δεν εντάχθηκαν πλήρως στην αφηγηματική γραμμή της ιστορίας.
Τα κοστούμια της ίδιας ήταν σε πλήρη συντονισμό με την ηλικία των γυναικών που ντύνουν και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του χαρακτήρα τους.
Η μουσική επένδυση των σκηνών από το σκηνοθέτη στάθηκε υπογραμμιστική των στιγμών, ενώ οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου φώτισαν επαρκώς και με μέτρο τα πρόσωπα και τις καταστάσεις.
Συμπερασματικά, στη σκηνή της οδού Κεφαλληνίας είδα μια αξιοπρεπή, ειλικρινή και σαφή προσπάθεια απεικόνισης της ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας τριών γυναικών σε μια "συζήτηση" με το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον τους. Ο ρυθμός παρών, με λίγες αμήχανες στιγμές, ο λόγος είχε πνοή και νοήματα, η σκηνοθεσία υπηρέτησε πιστά το λόγο και του έδωσε μια καθαρή εικόνα και βάθος και οι ερμηνείες είχαν πάθος, δύναμη, εσωτερικότητα και σαφήνεια. Έτσι κάπως προκύπτει μια θεατρική έξοδος, από τις πιο ενδιαφέρουσες αυτή τη στιγμή στη θεατρική πραγματικότητα της Αθήνας.