ΤΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ Ο ΓΑΜΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΤΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ Ο ΓΑΜΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


0.0/5 κατάταξη (0 ψήφοι)

Το έργο του 19ου αιώνα του Αλέξανδρου Ρίζου-Ραγκαβή, με τίτλο ΤΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ Ο ΓΑΜΟΣ, σκηνοθετεί ο Γιάννης Καλατζόπουλος και ξεκίνησε από το Βύρωνα την καλοκαιρινή του περιοδεία.

Γραμμένο στα μέσα του 19ου αιώνα, είναι μια ηθογραφική κωμωδία που αφηγείται τις περιπέτειες του Συριανού μεγαλοράφτη, του Κουτρούλη και το μεγάλο του έρωτα για την Ανθούσα. Τη ζητάει σε γάμο και αυτή για να τον παντρευτεί, απαιτεί να απαρνηθεί την τέχνη του και να γίνει υπουργός, ώστε να γίνει και αυτή "κυρία υπουργού". Τυφλωμένος από τον έρωτά του γι'αυτήν, ο αγαθός ράφτης απαρνιέται την τέχνη του και με τη βοήθεια του πολυμήχανου υπηρέτη του, του Στροβίλη και διαθέτοντας αρκετό χρήμα για τη δημιουργία κύκλου υποστηρικτών και οπαδών του, προσπαθεί να υπουργοποιηθεί. Δημιουργεί ένα θόρυβο γύρω από το όνομά του και όλα δείχνουν ότι η επιθυμία της υπουργοποίησης είναι κοντά. Καταφέρνει την Ανθούσα να τον παντρευτεί, λίγο πριν το θλιβερό τέλος της υπουργικής του καμπάνιας. Η πολιτική και οι πρακτικές της, που παραμένουν σχεδόν αναλλοίωτες στη ροή των δεκαετιών και των αιώνων και η ηθική και συναισθηματική διάβρωση, που μπορεί να προκαλέσει σε ανθρώπους, που δεν την έχουν στο αίμα τους είναι ο βασικός θεματικός άξονας του έργου, σε συνδυασμό με την ανθρώπινη μεγαλομανία και αλαζονεία, που όταν εμπλέκεται διαστρέφει τα συναισθήματα των ανθρώπων. Λαϊκοί, προσιτοί χαρακτήρες, γλώσσα παιχνιδιάρικη που κινείται κάποιες φορές στα όρια της καθαρεύουσας και κάποιες κωμικές καταστάσεις που προσπαθούν να προσεγγίσουν και τη σημερινή πραγματικότητα περιλαμβάνει η απόδοση του κειμένου από το σκηνοθέτη, πάνω στην οποία βασίστηκε η παράσταση.

Ο Γιάννης Καλατζόπουλος σκηνοθετεί την παράσταση, με στόχο να της εμφυσήσει μια σύγχρονη πνοή, να τη φέρει κοντά στη σημερινή πραγματικότητα και να μπορέσει να αποφύγει μία μουσειακή θεώρησή της. Κάποιες σκηνές, είχαν τη δυναμική να υποστούν τις δέουσες αλλαγές και να "εκσυγχρονιστούν", αλλά κάποιες άλλες παρέμειναν αναγκαστικά λίγο ρετρό, όπως για παράδειγμα το ίδιο το επάγγελμα του Κουτρούλη, καθώς οι ράφτες πλέον είναι επάγγελμα υπό εξαφάνιση. Οι εναλλαγές μεταξύ σύγχρονου και παλαιότερου, δημιουργούν κάποια μικρά σκαμπανεβάσματα στο ρυθμό του έργου. Μετά το πρώτο ισορροπημένο μισό της παράστασης, έρχονται σκηνές που αφορούν τερτίπια της πολιτικής, με το σκηνοθέτη να προσπαθεί με κάποιο "διδακτισμό" είναι η αλήθεια, να μας προειδοποιήσει για την ηθική μετάλλαξη που υφίσταται ο άνθρωπος στην εμπλοκή του με την πολιτική. Εκεί κάπου χάνεται για λίγο το πικάντικο χιούμορ κι ο ρυθμός γίνεται επίπεδος. Οι σκηνές αυτές, θα μπορούσαν να συντομευτούν, να γίνουν πιο "ζωντανές" και συνεπώς πιο ενδιαφέρουσες. Ο ρυθμός επανέρχεται κάποια στιγμή και το πιο "ώριμο" και συνειδητοποιημένο φινάλε της παράστασης δίνει μια πολύ καλή τελική αίσθηση. Τα χορικά κομμάτια του έργου διατηρούν μια ευφρόσυνη διάθεση, απλά είναι κραυγαλέα ορατό, ότι οι ηθοποιοί τραγουδούν πάνω στις προηχογραφημένες φωνές τους. Επιτυχημένα κάποια από τα μικρά νούμερα από τους ρολίστες του χορού, έδωσαν ένα ιδιαίτερο χρώμα και ήταν ευχάριστες προσθήκες στη ροή του έργου. Γενικότερα, ο σκηνοθέτης δημιουργεί μια παράσταση που παρουσιάζει κάποιες αγκυλώσεις κυρίως στο ρυθμό της και το συνταίριασμα των διαφορετικών εποχών, αλλά έχει καλοκαιρινή διάθεση και διατηρεί σε αρκετές σκηνές ενδιαφέρον χιούμορ και επιτυχημένες ηθογραφικές παρεμβάσεις.

Ο Γιάννης Βούρος στον κεντρικό ρόλο του Κουτρούλη, εντυπωσιακά αλλαγμένος από την εξωτερική του "μεταμόρφωση", πλάθει μια καρικατούρα του Σύρου ράφτη, σα χαρακτήρα κόμικ, αλλά προσέχοντας πολύ, ώστε να κρατάει τις ισορροπίες και να μην τον γελοιοποιεί. Με ένα ιδιότροπα κωμικό βάδισμα και ένα κοφτό, αλλά καθαρό ρυθμό άρθρωσης και εκφοράς του λόγου, δημιουργεί έναν ήρωα, ο οποίος γίνεται συμπαθής και οικείος στο κοινό, ακόμα και στα παθήματά του. Διατηρεί μια εγρήγορση στην κίνηση, μια ετοιμότητα στο λόγο και μια γενικότερη εντυπωσιακή ζωτικότητα, δίνοντας μια κεφάτη και ώριμη ερμηνεία.

Δίπλα του ο Κώστας Φλωκατούλας, παίζοντας το Στροβίλη, τον υπηρέτη του, χρησιμοποίησε κάποια ερμηνευτικά τρικ από τους πρόσφατους τηλεοπτικούς του ρόλους και κάποιες μικροευκολίες, αλλά κατάφερε να τα εντάξει δημιουργικά στη ροή της παράστασης. Κι αυτός στα όρια της καρικατούρας, κατάφερε σε κάποιες σκηνές να κλέψει την παράσταση, πείθοντας ότι διαθέτει γνήσια κωμική φλέβα. Αξιοπρεπής παρουσία που διατήρησε μια αυθεντικότητα.

Η Τάνια Τρύπη υποδυόμενη την Ανθούσα, το αντικείμενο του πόθου του Κουτρούλη, ήταν λίγο σφιγμένη και ενώ η σκηνική της κίνηση προετοίμαζε για μια παιχνιδιάρικη ερμηνεία, ο λόγος της παρέμεινε μαγκωμένος, χωρίς να πείθει και ελαφρά προσποιητός. Δεν έδωσε μια φιλόδοξη κοπέλα, δυναμική και με υψηλό φρόνημα, αλλά με μια υποτονικότητα, απλά έδειχνε να ακολουθεί τη γραμμή του έργου, προσπαθώντας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός "θηλυκού" ρόλου, που θα μπορούσε να της ταιριάζει.

Ο Άγγελος Μπούρας στο χαρακτηριστικό ρόλο του υπαστυνόμου Ξανθούλη, ερωτευμένος με την Ανθούσα, τον ερμηνεύει με δυναμική διάθεση, είναι αεικίνητος στη σκηνή και εκπέμπει θετικότητα και αισιοδοξία. Θεατρικός και πληθωρικός, με καθαρό λόγο και σκηνική άνεση δημιουργεί έναν από τις πιο ευχάριστους οπτικά και αισθητικά χαρακτήρες της παράστασης.

Ο Γιώργος Γιαννόπουλος ερμηνεύει τον κυρ-Σπύρο, πατέρα της Ανθούσας και δείχνει να συντονίζεται μαζί της υποκριτικά. Χωρίς φλόγα, χωρίς χρώμα στο λόγο, με ερμηνευτικά κλισέ σκηνικά αδιάφορα δε με συγκίνησε, ούτε κατάφερε να κερδίσει το ενδιαφέρον μου. Διεκπεραιωτικός όσο δεν πάει.

Η Δανάη Αγγελάτου, η Δέσποινα Μπουγατιώτη, η Θάλεια Χαραρά, ο Γιάννης Καλατζόπουλος, ο Λευτέρης Δημηρόπουλος και ο Θοδωρής Αντωνιάδης, αποτέλεσαν το χορό που έντυσε μουσικοχορευτικά κάποιες σκηνές (όπου χρειάζονταν σημαντικές πινελιές βελτίωσης στο συντονισμό της κίνησης και της φωνής) και είχαν και κάποια "σκετσάκια", στα οποία είχαν την ευκαιρία για ένα σύντομο προσωπικό ρεσιτάλ, που άλλοι το εκμεταλλεύτηκαν με ενθουσιασμό και άλλοι λίγο "κατσούφικα" και χωρίς ιδιαίτερη διάθεση προσφοράς.

Το σκηνικό της Άννας Μαχαιριανάκη λειτουργικό και αναγκαστικά λιτό και κινούμενο, ώστε να έχει γρήγορες εναλλαγές και να εξυπηρετεί τις ανάγκες των σκηνών, ενώ τα κοστούμια της πλούσια, θύμισαν επιτυχημένα αλλοτινές εποχές ενός εντελώς διαφορετικού αιώνα. Μου έκανε αρνητική εντύπωση όμως η ομοιομορφία των αντρικών κοστουμιών στην πίσω τους πλευρά.
Η μουσική και η ενορχήστρωση ανήκει στους Δημήτρη Λέκκα και Φίλιππο Περιστέρη και η "κονσερβαρισμένη" εκδοχή που ακούσαμε, της στέρησε μεγάλο μέρος της λειτουργικότητάς της.
Οι χορογραφίες της Κατερίνας Ανδριοπούλου, αρκετά δουλεμένες στη σύλληψή τους, θέλουν ακόμα λίγη δουλειά για την επιτυχημένη εκτέλεσή τους στη σκηνή.

Συμπερασματικά, η πιο σύγχρονη εκδοχή του γάμου του Συριανού μεγαλοράφτη, που περιοδεύει αυτό το καλοκαίρι, προσπάθησε με χιούμορ και αισιόδοξη διάθεση να πλησιάσει το σήμερα και να προσαρμοστεί σε αυτό. Η εκδοχή που είδα στο Βύρωνα έχει κέφι, έχει δυνατότητες βελτίωσης και κάποιες πολύ καλές ερμηνείες που σε αποζημιώνουν για το χρόνο σου. Αν είχε και λίγο μικρότερη διάρκεια θα βλεπόταν με ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.