ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.2/5 κατάταξη (9 ψήφοι)

Το έργο του Καταλανού Guillem Clua "Το Χελιδόνι" (La Golondrina) σκηνοθετεί στη σκηνή του Μικρού Γκλόρια η Ελένη Γκασούκα. Το κείμενο εμπνέεται από την επίθεση της 12ης Ιουνίου 2016 στο gay bar Pulse του Orlando, όπου βρήκαν το θάνατο 49 άτομα. Ασχολείται με τη διαχείριση της αιφνίδιας απώλειας αγαπημένων προσώπων, με τη θεματική του όμως να μη μένει στην επιφάνεια, αλλά να προχωρά βαθύτερα διερευνώντας τον παραλογισμό του τρόμου, το μίσος και τους τρόπους που μπορεί να δηλητηριάσει την ανθρώπινη ψυχή, την ομοφοβία και την άρνηση της κάθε διαφορετικότητας και τις αγκυλώσεις της σημερινής κοινωνίας.
Η Αμέλια είναι δασκάλα φωνητικής και σε αυτή καταφεύγει ο Ραμόν για να του κάνει μαθήματα για να μπορέσει να τραγουδήσει στο μνημόσυνο της μητέρας του. Μετά τους πρώτους ενδοιασμούς της η Αμέλια δέχεται την πρόταση και λόγω της πίεσης του χρόνου, τα μαθήματα ξεκινούν άμεσα. Στην πορεία, μυστικά του παρελθόντος και κρυμμένες αλήθειες αρχίζουν και αποκαλύπτονται με αποτέλεσμα να δοκιμάζονται τα όρια της σχέσης των δύο. Ο καθένας καλείται να διαχειριστεί τις απώλειές του και μέσα από αυτή τη διαχείριση να αποδομήσουν τις ανασφάλειες και τις φοβίες τους.
Η μετάφραση είναι της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ και διατηρεί ατόφιους τους νοηματικούς ιστούς του αρχικού κειμένου προσαρμόζοντάς το με άνεση στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής γλώσσας.

Η Ελένη Γκασούκα αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία του εγχειρήματος επιχειρώντας να αναδείξει τα πολλαπλά νοηματικά επίπεδα του κειμένου και το συναισθηματικό αλλά και ανθρώπινό του υπόβαθρο. Ούτως ή άλλως πρόκειται για μια ιστορία του σήμερα, την οποία προσεγγίζει τόσο με την οπτική ενός τρίτου (ουδέτερου) παρατηρητή, αλλά και των άμεσα εμπλεκόμενων στην ανθρώπινη απώλεια. Η παράσταση ξεκινά διερευνητικά, οι χαρακτήρες γνωρίζονται, ψάχνουν να βρουν κοινούς τόπους σκέψης και δράσης. Η μεταξύ τους σχέση θα περάσει από πολλές διακυμάνσεις, θα αγγίξει συχνά το ναδίρ πριν καταφέρει να προσδιορίσει την ουσία της. Η σκηνοθεσία έχει πάντα την ανθρώπινη αύρα παρούσα, την τοποθετεί στο επίκεντρο και μέσω του ατόμου περνά τα μηνύματά της. Είναι αόρατα "επεμβατική", ώστε να μην κατευθύνει και εκβιάζει την ιστορία, αλλά να την αφήνει να ρέει και να προκαλεί αυθόρμητα το ενδιαφέρον και το συναίσθημα του θεατή με τις εντάσεις των χαρακτήρων και την εξέλιξή τους. Οι συμμετέχοντες, άνθρωποι της διπλανής πόρτας με τις αδυναμίες και τις φοβίες τους και η σκηνοθεσία οδηγεί το θεατή στην άμεση ταύτιση μαζί τους. Κάποιες λίγο αμήχανες στιγμές και μικρές κοιλιές υπήρξαν, αλλά δε στάθηκαν ικανές να επηρεάσουν την ατμόσφαιρα και το ρυθμό που έπλασαν οι εικόνες.

Η Σοφία Σεϊρλή κρατά το ρόλο της Αμέλια, της μάνας που έχασε το γιο της στο τραγικό γεγονός της επίθεσης στο club. Κουμπωμένη στην αρχή, δεν αποκαλύπτει συναίσθημα και δεν αφήνει τις εσωτερικές της εντάσεις να αποτυπωθούν στο πρόσωπό της. Σιγά, σιγά οι μύες χαλαρώνουν, οι αναμνήσεις ανεβαίνουν στην επιφάνεια και την κατακλύζουν και φτάνει στα όρια της ψυχολογικής κατάρρευσης. Οι ψυχικές της διακυμάνσεις συντρίβουν τον κόσμο της και τα στεγανά του και προσπαθεί να αυτοπροσδιοριστεί εκ νέου. Κι έτσι καταφέρνει να πλάσει μία μάνα όχι ιδανική, αλλά πραγματική, γήινη, αδύναμη, φοβική αλλά και δεκτική, ανθρώπινη και έτοιμη να κάνει βήματα μπροστά.
Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου υποδύεται το Ραμόν, ένα νεαρό που επιχειρεί να προσεγγίσει και να "συντονιστεί" ψυχικά και νοητικά με την Αμέλια. Ο λόγος του απλός και δομημένος σωστά, η συναισθηματική του φόρτιση ελεγχόμενη, οι εντάσεις του κλιμακούμενες, αποδίδοντας εύστοχα και με συνέπεια τις ιδιαιτερότητες του ρόλου του. Αποφεύγει αχρείαστες ακροβασίες και εκρήξεις, κρατά τις εσωτερικές του ισορροπίες και προσπαθεί να γεφυρώσει το ηλικιακό και ιδεολογικό χάσμα με τη συμπρωταγωνίστριά του.
Οι δύο ηθοποιοί έχουν καλή χημεία στη σκηνή, αλληλοσυμπληρώνονται και καταφέρνουν μέσα από τις αντιθέσεις τους να εντοπίσουν αυτά που τους ενώνουν και μπορούν να τους κάνουν συνοδοιπόρους στον πόνο, αλλά και τη ζωή μετά.

Το σκηνικό της Μαίρης Τσαγκάρη απλό, λειτουργικό, δημιουργεί ένα τυπικό καθιστικό-χώρο μελέτης μιας καθηγήτριας φωνητικής και πιάνου, αλλά δε φορτώνει το χώρο αφήνοντας περιθώρια για την άνετη κίνηση των ηθοποιών σε αυτόν.
Τα κοστούμια της ίδιας στην ίδια προσέγγιση της απλότητας, υπηρετούν τη λογική των απλών καθημερινών χαρακτήρων.
Η μουσική του Θέμη Καραμουρατίδη, αποτελεί καλή συνοδεία στη συναισθηματική ενέργεια που εκλύεται από τους ηθοποιούς, την ντύνει με νότες και δεν εκβιάζει τη συγκίνηση, η οποία έρχεται αυθόρμητα.
Οι στίχοι είναι του Γεράσιμου Ευαγγελάτου και είναι συντονισμένοι με το ύφος του κειμένου.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Μικρού Γκλόρια, είδα μια παράσταση ενός κειμένου σύγχρονου, που θα μπορούσε να αφορά τον καθένα μας. Σκηνοθετημένο με ανθρώπινη ματιά, αλλά χωρίς να ωραιοποιεί, να κρίνει, ή να κουνά κριτικά ή δασκαλίστικα το δάκτυλο στο θεατή. Με διάθεση όμως να ευαισθητοποιήσει, να θίξει και να αφυπνίσει. Οι δύο ηθοποιοί συντονίστηκαν ερμηνευτικά, συναισθηματικά και ψυχικά και δημιούργησαν χαρακτήρες γήινους, σημερινούς, ανασφαλείς, αλλά και γεμάτους συναίσθημα.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.