ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 23/10/2017 10:16
Το έργο του Άρθουρ Μίλλερ "Το Τίμημα" (The Price) σκηνοθετεί στη σκηνή του θεάτρου Ιλίσια η Ιωάννα Μιχαλακοπούλου.
Ένα από τα σημαντικότερα θεατρικά κείμενα του Αμερικανού συγγραφέα, γραμμένο πριν από 50 χρόνια, έκανε πρεμιέρα το Φεβρουάριο του 1968 και είναι το μοναδικό το οποίο σκηνοθέτησε ο ίδιος στο Broadway.
Δύο αδέρφια που έχουν να μιλήσουν 30 χρόνια συναντιούνται στη σοφίτα ενός κτιρίου που θα γκρεμιστεί με την ευκαιρία της εκποίησης των επίπλων του νεκρού τους πατέρα. Ο ένας, ο Βίκτορ, αστυνομικός έτοιμος να συνταξιοδοτηθεί, εγκατέλειψε τα όνειρά του για το κολλέγιο και μια επιστημονική καριέρα για να υποστηρίξει τον πατέρα του, ενώ ο άλλος, ο Γουώλτερ, ακολούθησε άλλο δρόμο, εγκαταλείποντας το σπίτι του, έγινε γιατρός και έζησε μια άνετη ζωή. Μετά από τρεις δεκαετίες έρχονται αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλο, αλλά και με το παρελθόν, τις αποφάσεις, τις επιλογές και τις θυσίες τους. Παρόντες στη συνάντηση αυτή και αυτήκοες μάρτυρες των διλημμάτων των δύο αδερφών, της αυτοκριτικής και της αναμέτρησης με τον ίδιο τους τον εαυτό ένας Ρωσοεβραίος εκτιμητής και παλαιοπώλης, ο Γκρέγκορυ Σάλομον και η Έστερ, η γυναίκα του Βίκτορ. Η οικογένεια, οι δεσμοί της, οι φόβοι και οι επιλογές που κάνει ο καθένας μας και ένα παρελθόν που μπορεί να στοιχειώνει το παρόν είναι οι βασικοί θεματικοί άξονες της παράστασης, όπου οι διαπροσωπικές σχέσεις ισορροπούν σε μια κλωστή. Η μετάφραση του Μάκη Μαρσέιγ είναι στρωτή και έχει ροή, ο λόγος είναι σύγχρονος, αν και σε κάποια σημεία δεν αποφεύγει κάποιες μικρές "αμερικανιές".
Η Ιωάννα Μιχαλακοπούλου αναλαμβάνει τα σκηνοθετικά ηνία της παράστασης προσπαθώντας να αποτυπώσει με λεπτομέρεια και σαφήνεια τις πτυχές της προσωπικότητας των δύο αδερφών και τις ευαίσθητες ισορροπίες μεταξύ τους. Οι αξίες, οι πεποιθήσεις, οι προσωπικές τους πορείες και επιλογές είναι αυτές που έρχονται στο προσκήνιο και αυτές για τις οποίες πληρώνουν το τίμημα στη ζωή τους. Τα ψυχολογικά προφίλ των χαρακτήρων χτίζονται με υπομονή και συνέπεια με αναφορές στο παρελθόν τους. Το πρώτο μέρος είναι ελαφρώς αναγνωριστικό και επικρατεί μια εύθραυστη ηρεμία, καθώς προετοιμάζεται το έδαφος για την πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση των δύο αδερφών. Οι διάλογοι είναι αιχμηροί, με νύξεις για το τι έπεται και τα πράγματα είναι αυτά που κινούν το κουβάρι των αναμνήσεων. Η παρουσία του γέρου εκτιμητή και το υπόγειο, σαρκαστικό του χιούμορ αποτελεί ανάσα αποφόρτισης για το θεατή, καθώς μέσα από τα σχόλιά του αποκαλύπτονται οι τραγικές προεκτάσεις της πραγματικότητας του χτες, του σήμερα, του αύριο. Το δεύτερο μέρος ξεκινά λίγο αδύναμα και χρειάζεται λίγο χρόνο για να βρει τα πατήματά του, αλλά στη συνέχεια έχει την ορμητικότητα μιας αδυσώπητης ψυχολογικής αναμέτρησης χωρίς ουσιαστικό νικητή. Οι αλήθειες αποκαλύπτονται κλιμακωτά και γίνονται όλο και πιο δύσκολες και πικρές. Ο λόγος με πολλές κορυφώσεις γίνεται εφιάλτης, αν και η κίνηση των ηθοποιών στη σκηνή είναι ενίοτε διστακτική και χωρίς τη δέουσα ένταση ώστε να τον υποστηρίζει πάντα με την ίδια δυναμική.
Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος κρατά το ρόλο του Γκρέγκορυ Σάλομον, του γηραιού εκτιμητή και δημοπράτη που μέσα από τη ματιά του για τα έπιπλα και τη λεπτή ειρωνεία του λόγου του, λέει πικρές αλήθειες για τη ζωή. Ένας ηθοποιός που δεν έμεινε στην τεχνική και τις ευκολίες του, αλλά μπήκε στο ρόλο και έδειξε να τον ζει στη σκηνή. Κρατά τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ αυτοσαρκασμού και σοβαρότητας και αποτυπώνει έναν άνθρωπο έμπειρο, αλλά με καλά κρυμμένες ευαισθησίες, που δείχνει να μην έχει χορτάσει τη ζωή παρά το προχωρημένο της ηλικίας του και θέλει να ρουφήξει το μεδούλι της. Ένας ρόλος που έβλεπα να βγαίνει αβίαστα και συχνά με χειμαρρώδη τρόπο από έναν ακούραστο εργάτη του θεάτρου.
Ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης ερμήνευσε το Βίκτορ και κατάφερε να πλάσει ένα χαρακτήρα που έμοιαζε να παλεύει συνεχώς ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό και τις επιλογές του. Γνήσιος, αυθεντικός, αγωνιώντας να αποτινάξει από πάνω του τη ρετσινιά του αποτυχημένου, αλλά και αναποφάσιστος στο να κάνει αυτά που θα τον βοηθούσαν να ισορροπήσει. Απέφυγε περιττές εντάσεις στην ερμηνεία του, την οποία στο πρώτο μέρος μπόλιασε με μία σχεδόν παραιτημένη από τη ζωή κίνηση. Οι εκφράσεις του έδειχναν ανάγλυφη την αγωνία του να αναγνωριστεί η θυσία των ονείρων του στην υποστήριξη του πατέρα του και να αποκτήσει ένα ουσιαστικότερο νόημα το παρελθόν του.
Ο Χρήστος Σαπουντζής ως Γουώλτερ ξεκινά λίγο μουδιασμένα με την κίνησή του να έχει τον αέρα του επιτυχημένου, αλλά το λόγο του υποτονικό, άνευρο και ελαφρώς αποπροσανατολισμένο. Στη ροή της παράστασης και όσο η λεκτική του αναμέτρηση με τον αδερφό του κλιμακώνεται, βρίσκει τις ισορροπίες του ήρωά του και τον εξελίσσει επιτυχημένα. Δεν αναλώνεται σε κορώνες και ξεσπάσματα, αλλά δείχνει να ελέγχει τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις του.
Η Ρένια Λουιζίδου στο ρόλο της Έστερ, ενός χαρακτήρα που μοιραία μένει στη σκιά της αντιπαράθεσης των δύο αδελφών, έχει σε κάποιες σκηνές μια σιγουριά και μια αποφασιστικότητα στο λόγο και την κίνησή της, ενώ σε κάποιες άλλες δείχνει λίγο αμήχανη και προβληματισμένη, δημιουργώντας μια ηρωίδα λίγο θολή και με ακαθόριστες και ασαφείς προθέσεις και επιθυμίες.
Το σκηνικό του Γιάννη Μουρίκη υποτίθεται ότι αποτυπώνει μια σοφίτα γεμάτη παλιά έπιπλα και μικροαντικείμενα, αλλά αυτό που δημιούργησε απείχε αρκετά από την εικόνα ενός υπερφορτωμένου δωματίου, δείχνοντας ασαφές και απρόσωπο.
Τα κοστούμια της Παναγιώτας Κοκκορού λιτά και λειτουργικά και με μια αίσθηση περασμένης δεκαετίας, ενώ οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου δούλεψαν περισσότερο με ανοιχτά πλάνα, χωρίς να παίξουν ιδιαίτερα με τις σκιές και τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Ιλίσια, είδα ένα από τα γνωστότερα έργα του Άρθουρ Μίλλερ, το οποίο όμως πάντα έχει κάτι νέο και σημαντικό να πει στο θεατή. Τα νοήματά του απόλυτα σύγχρονα, ανθρώπινα, βασισμένα σε μια καθημερινότητα που όλοι μπορεί να βιώσουμε. Εκεί εστίασε και η σκηνοθετική οπτική, η οποία χωρίς να κάνει κάτι πρωτοποριακό, άφησε τη δύναμη του λόγου να αποτυπώσει τα λεπτομερή ψυχογραφήματα των ηρώων στη σκηνή. Υπήρχαν κάποιες μικρές αρρυθμίες, αλλά δε στάθηκαν ικανές να αλλοιώσουν το τελικό αποτέλεσμα. Οι ερμηνείες σε γενικά ικανοποιητικό επίπεδο, ενώ αξίζει μια ιδιαίτερη μνεία στο Γιώργο Μιχαλακόπουλο για τον τρόπο που βιώνει και ερμηνεύει τους ρόλους του, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι ζει και αναπνέει για το θέατρο.