ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΨΕΜΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΨΕΜΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (2 ψήφοι)

Ένα από τα πιο δημοφιλή κινηματογραφικά έργα του Μιχάλη Κακογιάννη, "Το Τελευταίο Ψέμα" σκηνοθετεί στο υπόγειο του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης ο Ένκε Φεζολάρι. Προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1958 με πρωταγωνίστρια την υπέροχη Έλλη Λαμπέτη και μουσική του Μάνου Χατζιδάκη. Παρουσιάζει την υλική παρακμή και την ηθική σήψη της εύπορης αστικής τάξης σε μια χρονική περίοδο της χώρας που ακόμα μετράει τις πληγές της από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο. Κυνική και ειρωνική ματιά σε μια κάστα ανθρώπων που αφημένοι στην υλική ευδαιμονία βιώνουν μία παράλληλη ηθική αποχαλίνωση. Μια εποχή ψευδαισθήσεων με προεκτάσεις και παραλληλισμούς και στη σημερινή εποχή με μια ρεαλιστική και ειλικρινή ματιά που θέλει περισσότερο να συνετίσει και να παραδειγματίσει, παρά να κριτικάρει. Το ψέμα, τα προσχήματα, το "φαίνεσθαι" αναδεικνύονται σε αξίες ζωής και οι πραγματικές ανθρώπινες αξίες περνούν σε δεύτερη μοίρα. Πρωταγωνιστές τα μέλη της οικογένειας Πέλλα, μία εύπορη παλαιότερα, αλλά ξεπεσμένη πλέον οικογένεια στα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Η ελαφρόμυαλη μητέρα θεωρεί πως λύση στα αδιέξοδά τους θα αποτελούσε ένας "συμφέρων" γάμος της κόρης τους, σε μια αποθέωση του κυνισμού και της υποκρισίας. Η μοίρα όμως δεν ακολουθεί όμως πάντα τις ανθρώπινες επιθυμίες και επιταγές. Η δραματουργική επεξεργασία του αρχικού κειμένου ανήκει στη Ναταλί Μηνιώτη.

Ο Ένκε Φεζολάρι σκηνοθετεί την παράσταση, έχοντας στα χέρια του ένα πολύτιμο ηθογραφικό υλικό, ψηφιδωτό μιας εποχής, με γνώμονα τη διατήρηση της αρχικής ταυτότητας της παράστασης, αλλά και την προσαρμογή της στις απαιτήσεις του σήμερα. Επιχειρεί να δώσει ανάγλυφα το στίγμα μιας χρονικής περιόδου, όπου η ηθική και κοινωνική σήψη είχε εισχωρήσει στην καλή κοινωνία της Αθήνας, την είχε αλώσει και την κατέτρωγε. Οι δραματικές κορυφώσεις που βιώνουν τα μέλη μιας πρώην εύπορης αστικής οικογένειας μέσα από την υλική τους κατάρρευση γίνονται το εφαλτήριο μιας συνολικής τους κατακρήμνισης. Τα αδιέξοδά τους διανθίζονται με αρκετές κωμικές στιγμές, αλλά συχνά αυτές φλερτάρουν με την υπερβολή, τη σχηματικότητα και τη δημιουργία ηρώων που αγγίζουν τα όρια της καρικατούρας, με αποτέλεσμα να χάνεται η λεπτή ειρωνεία και ο εμφανής σαρκασμός του αρχικού κειμένου. Αλλά και στο δράμα υπήρξαν στιγμές που δεν είχαν τη δέουσα επεξεργασία και άγγιξαν το φτηνό μελό με το συναίσθημα του ρομάντσου και της νοσταλγίας να είναι σχεδόν ανύπαρκτα και να μηδενίζονται από επίπεδες ερμηνείες και άνισες σκηνές. Και ο χαρακτήρας της παράστασης δείχνει να μην έχει σαφή προσανατολισμό με τις όποιες έξυπνες σκηνοθετικές παρεμβάσεις να χάνονται στη σύγχυση του προσφερόμενου θεάματος. Ο ρυθμός συχνά βαλτώνει και ο αφηγηματικός χαρακτήρας κάποιων (κομμένων στον κινηματογράφο) σκηνών προσθέτει κούραση και δε βοηθάει ουσιαστικά στην εξέλιξη της ιστορίας. Η μουσική και η κίνηση του θιάσου δεν έχουν πάντα αλληλουχία με το λόγο και έτσι επιτείνεται η στασιμότητα της ροής της ιστορίας και η αδυναμία ανέλιξης των σκηνών. Σε μια συνολικότερη θεώρηση δείχνει να λείπει η σαφήνεια, το μέτρο και η ισορροπία για να αποδώσει η θεατρική μεταφορά την ευαισθησία και τα μηνύματα του αρχικού σεναρίου. Τα όποια στοιχεία κινηματογραφικής διαδοχής των σκηνών δε γίνονται φυσικά και αβίαστα, αλλά με μία πρόθεση επίπλαστου εντυπωσιασμού.

Η Νικόλ Δημητρακοπούλου αναλαμβάνει το δύσκολο και σύνθετο ρόλο της Χλόης που στο σινεμά είχε ερμηνεύσει η Λαμπέτη. Ένα πλάσμα που είναι ευαίσθητο, βαθιά ρομαντικό και θα έπρεπε να είναι κάτι σαν αερικό στη σκηνή. Αυτό που είδα εγώ ήταν μια αδυναμία έκφρασης του "εύθραυστου" μιας ηρωίδας της οποίας η νεανική αθωότητα συγκρούεται με τα οικογενειακά πρέπει. Στυλιζαρισμένη ερμηνεία, γεμάτη ευκολίες, χωρίς βάθος, ερωτισμό, μετεφηβική αθωότητα και εσωτερικότητα, αλλά με μία μονοδιάστατη έκφραση προσώπου και εκφορά του λόγου και η οποία απέτυχε να αφήσει το στίγμα της.
Η Αθηνά Τσιλύρα ερμηνεύει τη μητέρα, τη Ρωξάννη Πέλλα, που προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ του (σε ύπνωση) μητρικού της φίλτρου, αλλά και της ανάγκης της να διατηρήσει τις κοινωνικές συμβάσεις και την υλική της επιβίωση. Καταφέρνει να δώσει ανάγλυφα τα εσωτερικά της αδιέξοδα και να αναδείξει τη νοσηρή παρακμή μιας ολόκληρης αστικής τάξης την οποία και εκπροσωπεί επάξια. Οι δραματικές της κορώνες είναι απόλυτα ελεγχόμενες και αποτυπώνουν την εσωτερική σύγχυση στην οποία βρίσκεται, σε μια ερμηνεία η οποία έχει ποιότητα, έκταση και βάθος.
Η Ανδριάνα Χαλκίδη υποδυόμενη την απλοϊκή υπηρέτρια Κατερίνα, έχει μια γνησιότητα και μια ζεστασιά στην ερμηνεία της. Η "χωριάτικη" αφέλειά της σκιαγραφεί μια τυπική γυναίκα της τότε ελληνικής υπαίθρου με καλοσύνη ψυχής και ακατέργαστο συναισθηματικό πλούτο και γεμίζει τη σκηνή με τον όγκο της προσωπικότητάς της.
Ο Αντώνης Φραγκάκης είναι ο Γαλανός, ένας μεσόκοπος πλούσιος που ερωτεύεται παράφορα τη Χλόη. Μικρή σε έκταση η παρουσία του στη σκηνή και χωρίς νεύρο και ένταση, μου φάνηκε σε κάποιες στιγμές να "περιφέρεται" στη σκηνή χωρίς υποκριτικό στόχο και προσανατολισμό.
Ο Στέλιος Τυριακίδης στο ρόλο του Μάρκου, φίλου της Χλόης και υπόγεια ερωτευμένου μαζί της, δημιουργεί ένα χαρακτήρα με υπόσταση και δυναμική. Ο λόγος του προσεκτικά και καθαρά αρθρωμένος, έχει συναίσθημα, έχει κρυμμένο πάθος και μια ντροπαλή εσωτερικότητα.
Αντίθετα ο Άλεξ Κάβδας στην ερμηνεία του πλούσιου υποψήφιου γαμπρού της Χλόης, του Νίκου Δρίτσα, είναι σχεδόν συνέχεια στο κόκκινο της υπερβολής, με λόγο με στοιχεία απόλυτης υστερίας, κίνηση στημένη στα όρια της υστερίας, με αποτέλεσμα να οδηγεί τον ήρωά του στην καρικατούρα και γελοιοποιώντας (αντί να την αποδομήσει) τη ρηχή και στα όρια της αναισθησίας προσωπικότητά του.
Ο Σπύρος Ζουπάνος υποδυόμενος το σύζυγο της Ρωξάννης, έχει μια άχρωμη και αναιμική παρουσία στη σκηνή, χωρίς να μπορέσει να δώσει πειστικά το βαθιά άβουλο και υποταγμένο άντρα της οικογένειας που δεν μπορεί να τη στηρίξει ούτε υλικά, ούτε ηθικά. Χωρίς χρώμα στη φωνή, με ασταθή πατήματα και φευγαλέο λόγο δεν έδωσε ταυτότητα στο χαρακτήρα του.
Ο Στέφανος Παπατρέχας στο ρόλο του αφηγητή είχε μια μάλλον άχαρη αποστολή, στην οποία προσπάθησε να εντάξει το ταλέντο του και να την αναδείξει. Φωνητικά χρειάζεται ακόμα δουλειά, αλλά έδειξε ότι έχει τόσο τη διάθεση, όσο και το ταλέντο να προχωρήσει και να κάνει σύντομα το βήμα παραπάνω.
Η Βέφη Ρέδη (Λιλίκα), ο Θοδωρής Τσουανάτος (Μπακάλης, Γιάννης, εκτιμητής έργων τέχνης), η Μαρία Νεφέλη Δούκα (Λίλιαν/Πόπη), η Ιωάννα Πιταούλη (κυρία Πανταζή) και η Νατάσα Σουρλαντζή (Καίτη) συμπλήρωσαν ένα αχρείαστα πολυπληθές καστ, καταθέτοντας ο καθένας το δικό του τάλαντο στην ομαδική δουλειά του θιάσου και συμπληρώνοντας το ερμηνευτικό παζλ του έργου.

Τα σκηνικά του Γιώργου Λυντζέρη σε διάφορα επίπεδα στο πλάτος και το βάθος της σκηνής ήταν λειτουργικά και συντέλεσαν στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας "πλούσιας" παρακμής στο έργο.
Τα κοστούμια του ίδιου στην ίδια φιλοσοφία, κομψά και αντιπροσωπευτικά μιας αστικής τάξης σε ηθική πτωχεία.
Η μουσική επιμέλεια ανήκε στον ίδιο το σκηνοθέτη και ήταν συνήθως επιτυχημένο soundtrack μιας άλλης "νοσταλγικής" εποχής.
Οι φωτισμοί του Νίκου Συρίγγου προτίμησαν τα γενικά πλάνα, χάνοντας κάποιες πιο "προσωπικές" εστιάσεις που θα φώτιζαν τους πρωταγωνιστές.

Συμπερασματικά, στο υπόγειο του Ιδρύματος Κακογιάννης, είδα μια θεατρική μεταφορά ενός κλασσικού κινηματογραφικού σεναρίου που προσπάθησε να διατηρήσει τη δυναμική της ηθογραφίας, αλλά και να αποτελέσει ένα καμβά μιας ταραγμένης εποχής. Οι αρχικές προθέσεις δεν έφτασαν για να παρακολουθήσω μια παράσταση που είχε ταυτότητα και προσανατολισμό. Πολλές ιδέες, αλλά άναρχες και χωρίς να δένουν με τη σκηνοθετική οπτική με αποτέλεσμα μια γενικότερη σύγχυση που δεν επέτρεψε να έχει το έργο ειδικό βάρος και ίχνος στο θεατρικό γίγνεσθαι. Κάποιες καλές ερμηνείες αποτέλεσαν φωτεινές οάσεις, αλλά αποδείχτηκαν πυγολαμπίδες στο γενικότερο σκοτάδι.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.