ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τρίτη, 21/06/2016 12:08
Ένα από τα πιο γνωστά κείμενα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ, σκηνοθετεί για δεύτερη χρονιά στην αυλή του πολυχώρου Βρυσάκι, ο Ένκε Φεζολάρι. Έργο πολυπαιγμένο στην Ελλάδα και συνεπώς πολύ γνωστό του Ανδαλουσιάνου συγγραφέα, που πραγματεύεται το πραγματικό και το εικονικό πένθος για τα μέλη της οικογένειας, τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ πειθαρχίας και σκληρότητας, τους οικογενειακούς θεσμούς και δεσμούς και τους κρυφούς ανεκπλήρωτους έρωτες μεταξύ νέων ανθρώπων.
Στο σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, ο σύζυγός της πέθανε και γυρίζοντας από την κηδεία, ανακοινώνει στις κόρες της και το προσωπικό του σπιτιού, πολυετές πένθος, που στην πραγματικότητα θα είναι κάτι σαν κατ'οίκον εγκλεισμό.
Οι κόρες, όπως είναι φυσικό, αντιδρούν και αυτή προσπαθεί με σιδερένια πειθαρχία, ενίοτε και υπέρμετρη σκληρότητα να τις χαλιναγωγήσει. Ο έρωτας όμως, τριών από αυτές για τον ίδιο άντρα, ανάβει στην οικογένεια εσωτερικές έριδες, κόντρες και πάθη, δημιουργεί ίντριγκες και κάνει την κατάσταση να ξεφύγει από κάθε έλεγχο, με αναπόφευκτο το τραγικό τέλος.
Έργο ανθρωποκεντρικό και βαθιά τραγικό, αναζητά σε βάθος τις αιτίες της ανεξέλεγκτης έξαρσης των ανθρώπινων συναισθημάτων και παθών και τις συνέπειές της.
Η μετάφραση της Μαρίας Σκαφτούρα είναι δυναμική, ισορροπημένη και βοηθά στη διατήρηση του ρυθμού της παράστασης, ενώ αφήνει χώρο και για κάποιες κωμικές προσθήκες στη ροή του έργου.
Ο Ένκε Φεζολάρι αναλαμβάνει τη σκηνοθετική καθοδήγηση των ηθοποιών και προσπαθεί να δημιουργήσει μια τραγωδία με κάποιες μικρές κωμικές παρεμβολές, που προσθέτουν κάτι φρέσκο και καινούργιο στο έργο. Στην αρχή τα μικρά αυτά διαλείμματα είναι έντονα και λειτουργούν θετικά στη ροή του και την εξοικείωση του θεατή με τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις που καλείται να βιώσει. Μετά τη μέση όμως του έργου, η διαχείριση του ευρήματος αυτού, όλο και δυσκολεύει, καθώς οι δραματικές κορυφώσεις διαδέχονται η μία την άλλη με κλιμακούμενη ένταση, οπότε δεν υπάρχει χώρος για χιούμορ, εκτός αν προσπαθήσει κανείς να παρωδήσει τις καταστάσεις αυτές. Έτσι η αρχική αυτή προσπάθεια μένει μετέωρη και καταλήγει ανολοκλήρωτη. Ο σκηνοθέτης εκμεταλλεύεται έντεχνα το φυσικό χώρο του κτιρίου, που περιβάλλει την αυλή, όπου παίζεται το έργο και τον εντάσσει απόλυτα δημιουργικά στη ροή του έργου και στη δημιουργία κάποιων όμορφων εικαστικών εικόνων. Οι θεατές είναι σε απόσταση αναπνοής από τα τεκταινόμενα στη σκηνή και αυτό λειτουργεί ευεργετικά στη διατήρηση του ενδιαφέροντός τους σε υψηλό επίπεδο. Ρυθμός καλός υπάρχει (μια μικρή κοιλιά στη μέση του έργου, ξεπερνιέται γρήγορα από την ίδια τη ροή του λόγου) και συμβάλλει στη δραματουργική συνοχή της παράστασης. Γενικότερα, ένιωσα ότι ενώ ο σκηνοθέτης έδειξε εξ'αρχής τη διάθεση να πάρει το εγχείρημά του από το χέρι και να το οδηγήσει μέχρι το τέλος, άφησε κάποιες σκηνές στον αυτόματο πιλότο, με αποτέλεσμα κάποιες δυσκολίες στη σύνδεση και τη συνέχεια αυτών των σκηνών.
Η Ιωάννα Μαυρέα ανέλαβε το σύνθετο ρόλο της Μπερνάρντα Άλμπα. Μία ηθοποιός με δραματική έκφραση, αλλά και δυνατή κωμική φλέβα, έδειξε να ταιριάζει με τις επιδιώξεις του σκηνοθέτη. Με μία ελαφρά υπόγεια ειρωνεία στη φωνή, διαχειρίστηκε τόσο τον κωμικό, όσο και το δραματικό λόγο επιδέξια και ήταν προσεκτική στις εναλλαγές του. Η κίνησή της αποφασιστική, στέρεη, δυναμική, όπως ταιριάζει σε μία μάνα που επιβάλλει τον αυστηρό της νόμο στο σπίτι. Κάποιες φορές η έκφραση του προσώπου της ξεπερνούσε σε αυστηρότητα το λόγο, αλλά γρήγορα επανερχόταν ισορροπία μεταξύ τους. Προφανώς κατανόησε βαθιά το ρόλο και τον απέδωσε με συνέπεια και συνέχεια.
Η Μαρία Σκαφτούρα υποδυόμενη την Πόνθια, έφερε το χαρακτήρα στα μέτρα της και τον οδήγησε σε κάποιες έξυπνες υπερβάσεις. Με μία πιο έντονη ειρωνεία στο λόγο, που τη χρησιμοποιούσε σαν άμυνα στις επιθέσεις της Μπερνάρντα, αλλά και μία έκφραση προσώπου και ένα στήσιμο σώματος με μια έντονη απέχθεια που πολλές φορές δε δίσταζε να επιδεικνύει μπροστά στο αφεντικό της, έκανε το ρόλο της ξεχωριστό, καθώς του πρόσθεσε κύρος, ειδικό βάρος και σημαντικότερο λόγο ύπαρξης, κρατώντας τον εκτός κλασικής ερμηνείας.
Η υπόλοιπη ομάδα των ηθοποιών, η Δήμητρα Κολλά (Ανγκούστιας), η Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη (Αντέλα), η Βίκυ Παπαδοπούλου (Μαρτίριο), η Αγάπη Παπαθανασιάδου (Μαγκνταλένα), η Ξανθή Κρανίδη (Αμέλια) και η Φρύνη Θετάκη (Υπηρέτρια), ήταν ένα αρκετά δεμένο σύνολο σκηνικά στους ρόλους των θυγατέρων της Μπερνάρντας και της υπηρέτριας, με αρκετές αρετές και ερμηνευτικό μέλλον, αλλά χρειάζονταν λίγη ακόμη καθοδήγηση στο συντονισμό της ομαδικής τους κίνησης, ενώ υπήρξαν ορατές διακυμάνσεις σε ατομικές ερμηνείες, που μπορούν να διορθωθούν.
Η Βέφη Ρέδη στο ρόλο της γιαγιάς Μαρίας Χοσέφας, ενώ ήταν πολύ καλή εκφραστικά και σκηνικά, είχε μια δυσκολία στην εκφορά του λόγου με ξενική προφορά, ενώ και μια φράση της σε ξένη γλώσσα στη ροή του έργου, υπήρξε για μένα ακατανόητη και αχρείαστη.
Η Χριστίνα Κωστέα είχε τη σκηνική επιμέλεια του χώρου και εκμεταλλεύτηκε το φυσικό σκηνικό σχεδόν στην πληρότητά του, ενώ πρόσθεσε στη ροή κάποια δευτερεύοντα μικρά σκηνικά αντικείμενα που ήταν χρηστικά. Η ίδια επιμελήθηκε και τα κοστούμια, τα οποία ήταν αναμενόμενα σε μαύρο χρώμα και λιτά στη γραμμή τους.
Η μουσική που συνόδευσε την παράσταση ήταν επιλογή του σκηνοθέτη, ενώ οι φωτισμοί της Ελίζας Αλεξανδροπούλου αρκετά εύστοχοι, εστίαζαν άλλοτε σε πρόσωπα και άλλοτε σε (πιο ομαδικές) σκηνές.
Συμπερασματικά, η παράσταση στο Βρυσάκι είχε διάθεση να προσθέσει κάποια νέα πράγματα στην κλασσική γραμμή του έργου και να το ελαφρύνει λιγάκι. Το εγχείρημα έμεινε ανολοκλήρωτο (όντας πολύ δύσκολο στην εκτέλεσή του), αλλά η δραματικότητα και η τραγικότητα των περιγραφόμενων καταστάσεων δεν επηρεάστηκε σημαντικά. Έλειψε κάποιες φορές, ο συντονισμός των κοριτσιών στη σκηνή, αλλά συνολικά η ομάδα λειτούργησε.