ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τρίτη, 22/03/2016 13:24
Πιστός στην παράδοση του νεοελληνικού έργου που ακολουθεί εδώ και δεκαετίες, ο Θανάσης Παπαγεωργίου, σκηνοθετεί στη σκηνή "Νίκος Κούρκουλος" του Εθνικού Θεάτρου, το κείμενο του Δημήτρη Κεχαΐδη με τίτλο ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ.
Σε ένα μικρό κι απομακρυσμένο χωριό της Θεσσαλίας, ζει ο παπλωματάς με την οικογένειά του, μια τυπική οικογένεια της ελληνικής υπαίθρου, κάποιων περασμένων δεκαετιών. Αυτός δουλεύει σε δουλειές του ποδαριού, ο γιος του, άρτι παντρεμένος τις περισσότερες ώρες κοιμάται και η μητέρα συντηρεί ουσιαστικά την οικογένεια, πουλώντας καρπούζια. Αμορφωσιά και φτώχεια, τους οδηγούν σε μια αδράνεια και μια μοιρολατρική οκνηρία, περιμένοντας έναν πλούσιο θείο στη Λάρισα να πεθάνει και να τους σώσει οικονομικά.
Ένας αταίριαστος και βιαστικός γάμος της μόλις 14 ετών κόρης τους, για τον οποίο δεν υπάρχει οικογενειακή ομόνοια και συναίνεση, επιβαρύνει τις μεταξύ τους σχέσεις και οδηγεί την οικογένεια στην πλήρη αποξένωση. Ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας της μητέρας, θα κάνει τα πράγματα χειρότερα, οδηγώντας στη διάλυση.
Το κείμενο καυτηριάζει στρεβλές και αναποτελεσματικές νοοτροπίες και αντιλήψεις της ελληνικής υπαίθρου, παρελθουσών ευτυχώς εποχών, που κάνουν τις σχέσεις ακόμα και εντός οικογένειας δύσκαμπτες και προβληματικές και αποξενώνουν τις ψυχές, φέρνοντας ψέμα, κατάθλιψη και τελικά δυστυχία. Ενώ είναι γεμάτο ευαισθησία, ανθρωπισμό και συναισθήματα, είναι σημαντικά παρωχημένο και δυσκολεύει το θεατή (ειδικά το νεώτερο) στην ένταξή του στο στενό περιβάλλον της οικογένειας και στην ταύτισή του με τα προβλήματά της. Παρόμοιες καταστάσεις έχουν πλέον σχεδόν εκλείψει και δεν έχει γίνει καμία επικαιροποίησή του, ώστε να πλησιάσει λίγο περισσότερο το σήμερα.
Ο Θανάσης Παπαγεωργίου σκηνοθετεί την παράσταση, με έναν τρόπο μάλλον επίπεδο και αναμενόμενο και δείχνει να αφήνει το κείμενο να οδηγεί και να υπαγορεύει το ρυθμό. Καθώς επικεντρώνεται στη δημιουργία μίας τοιχογραφίας της ελληνικής υπαίθρου και των ανθρώπων της, δίνει μεγάλη σημασία στις λεπτομέρειες, διατηρώντας ένα τέμπο αργό και χωρίς ιδιαίτερη εξωτερική δράση. Και ας μη λησμονούμε ότι οι νέοι θεατές που δεν είχαν καν γεννηθεί όταν γράφτηκε το έργο και οι οποίοι δεν έχουν προσλαμβάνουσες εμπειρίες από παρόμοιες κοινωνίες, ίσως δυσκολευτούν αρκετά να ταυτιστούν και να συμπάσχουν με τους ήρωες και τα παθήματά τους. Οι αρκετά μεγάλες παύσεις ανάμεσα στις σκηνές δε βοηθούν, αλλά μάλλον δημιουργούν χάσματα και μία πνευματική κόπωση που αποβαίνουν εις βάρος του γενικότερου ενδιαφέροντος του έργου. Μην έχοντας και μεγάλες επεμβατικές δυνατότητες στη δομή του κειμένου, ο σκηνοθέτης έδωσε πολύ λίγες "σύγχρονες" πινελιές στη δουλειά του, η οποία στο σύνολό της θύμισε έντονα ασπρόμαυρη ταινία των '60s και λιγότερο παράσταση του σήμερα.
Οι ερμηνείες είναι γενικά καλές και έντονες, αλλά δεν υπάρχει καλή σύνδεση και αλληλεπίδραση μεταξύ τους, δίνοντας την εντύπωση ότι δρουν ανεξάρτητα στη σκηνή, μέχρις ότου συμπέσουν, ενώ και οι δραματικές κορυφώσεις χρειάζονταν λίγο περισσότερη εσωτερική φλόγα και οξυμένη λεκτική και κινητική αντιπαράθεση για να αποτελέσουν το αλατοπίπερο του έργου. Έτσι η παράσταση της Νέας Σκηνής του Εθνικού, περιορίζει το ενδιαφέρον της σε ένα πιο θεωρητικό και φιλολογικό επίπεδο και τα μηνύματά της έχουν περισσότερο διδακτικό και ενημερωτικό χαρακτήρα, παρά ουσιαστικό και άμεσο.
Ο Κώστας Τριανταφυλλόπουλος είναι ο Στρατηλάτης, ο παπλωματάς, που δουλεύει ευκαιριακά, αλλά περιμένει την οικονομική και γενικότερη λύτρωση από μια αμφίβολη κληρονομιά ενός μακρινού θείου. Βουλιαγμένος μέσα στη δίνη μιας προβληματικής οικογένειας, έχει στραφεί στο ποτό. Ο ηθοποιός στην αρχή, χτίζει αργά και προσεκτικά το χαρακτήρα που υποδύεται και τον κάνει συμπαθή και προσεγγίσιμο, με τις νηφάλιες στιγμές του να είναι εξαιρετικές και απόλυτα ελεγχόμενες. Όσο το αλκοόλ αυξάνει τη συμμετοχή του στην ερμηνεία, αυτή πλατιάζει, γίνεται υπερβολική και διέκρινα μια εσωτερική αγωνία να γίνει αρεστή. Οι ισορροπίες κάπου χάνονται και μένουν απλά κάποιες καλές και κακές στιγμές.
Η Εύα Καμινάρη στο ρόλο της συζύγου, έχει πάθος και δύναμη στο λόγο της, υποστηρίζοντας την ηρωίδα της με σθένος. Διαφορετική από τον παπλωματά βρίσκεται σε διαρκή ένταση μαζί του, αλλά στη σκηνή η σύμπραξη ή η αντιπαράθεσή τους βγαίνει ασθενική και χωρίς πειστικότητα. Η ίδια έχει κατανοήσει σωστά τις ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα της, γι'αυτό και οι σόλο εμφανίσεις της είναι πολύ πιο ολοκληρωμένες.
Στο ρόλο της κόρης, με το παράξενο όνομα (Χνούδι) η νεαρή Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη, η οποία είναι πηγαία, αυθόρμητη και βγάζει εξαιρετικά στη σκηνή την παιδική ανεμελιά μιας άμαθης χωριατοπούλας. Πέρα από το ζωντανό και ψυχωμένο της λόγο, κινείται σε όλη τη σκηνή και συμπληρώνει τη γνησιότητα της ερμηνείας της. Στην προσπάθειά της να γίνει γυναίκα είναι (με όμορφο τρόπο) χιουμοριστικά αδέξια και γενικά ανταποκρίνεται πλήρως στις επιταγές του ρόλου.
Ο Κώστας Βελέντζας είναι ο Φραγκοράφτης, ένας προφανώς στερημένος από ζωή άντρας που επιθυμεί να κάνει ένα γάμο να αποκατασταθεί, όσο αταίριαστος και να φαίνεται αυτός. Για να υποδυθεί το χαρακτήρα αυτόν, υιοθέτησε μια στεγνή και επιτηδευμένη προσέγγιση, καταδεικνύοντας σεμνότητα, αλλά ταυτόχρονα και διεκδικητικότητα όσον αφορά το κορίτσι. Με ύφος λίγο δανδή κατέκτησε την ουσία και έδωσε μια πολύ καλή ερμηνεία.
Η Μαρία Μαυρομματάκη ήταν η γιαγιά της γυναίκας του γιου της οικογένειας και αποτέλεσε μια χαρακτηριστική μαυροντυμένη, ηλικιωμένη φιγούρα, που μιλάει πολύ, διεκδικεί γκρινιάζοντας ότι νομίζει ότι της ανήκει ή μπορεί να πετύχει και ανακατεύεται παντού.
Η Κόρα Καρβούνη υποδύεται τη νύφη, σε ένα μικρό, αλλά χαρακτηριστικό ρόλο, όπου έχει λίγες ατάκες, αλλά συμπληρώνει το λόγο με την έκφραση του προσώπου της, η οποία είναι περισσότερο ομιλητική από αυτόν και πετυχαίνει να βγάζει συναίσθημα και να είναι παρούσα στη σκηνή ακόμα και όταν δε μιλά και δε συμμετέχει ενεργά στις εξελίξεις.
Ο Λάμπρος Κτεναβός, στο ρόλο του Τριαντάφυλλου, γιου της οικογένειας και ερασιτέχνη φωτογράφου, έδειξε στην αρχή του έργου λίγο πελαγωμένος και εκτός κλίματος, αλλά σιγά, σιγά βελτιώθηκε και εντάχθηκε σε αυτό με επιτυχία, δουλεύοντας σωστά στη χημεία του με τους άλλους ηθοποιούς. Ο Δημήτρης Παπανικολάου παίζοντας το Νάτσινα, ήταν περισσότερο υποτονικός από ότι χρειαζόταν με αποτέλεσμα αρκετές φορές να μην ακούγεται καν. Χωρίς ένταση και άνευρος σε λίγες στιγμές έδωσε δείγματα του ταλέντου του.
Το θίασο συμπληρώνουν οι Βασίλης Μαγουλιώτης και Νικόλας Μακρής στο ρόλο δύο φαντάρων, φίλων του Τριαντάφυλλου σε ένα πέρασμά τους από το σπίτι του φίλου τους.
Τα σκηνικά του Γιώργου Πάτσα εξαιρετικά πετυχημένα, απεικονίζουν επακριβώς ένα φτωχικό σπίτι της απομακρυσμένης ελληνικής υπαίθρου του '60, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος τα κοστούμια της Λέας Κούση, δίνουν σημασία στη λεπτομέρεια και ντύνουν τους πρωταγωνιστές με το κατάλληλο ρούχο για την κατάλληλη περίσταση.
Οι καλοί και ουσιώδεις φωτισμοί της παράστασης ήταν επιμέλεια του σκηνοθέτη, ενώ η μουσική του Δημήτρη Μαραμή έδωσε ατμοσφαιρικότητα.
Συμπερασματικά, η παράσταση της Νέας Σκηνής του Εθνικού, έχοντας ένα κείμενο που ως προς τις καταστάσεις που περιγράφει είναι παρωχημένο, έβγαλε μια παλιά και κάπως ξεπερασμένη αισθητική και δε νομίζω να αγγίξει ιδιαίτερα κανέναν από τους νεώτερους θεατές του. Οι ρυθμοί της παράστασης είναι αργοί και συχνά κουραστικοί, με πολλές και αχρείαστες παύσεις να επιβραδύνουν τις εξελίξεις και έτσι μένουν ουσιαστικά αναξιοποίητες κάποιες καλές ερμηνείες από τους ηθοποιούς.