ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΗΣ ΣΦΑΓΗΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 03/05/2018 12:58
Το πολύ σημαντικό έργο του Ρουμάνου θεατρικού συγγραφέα Ευγένιου Ιονέσκο "Το Παιχνίδι της Σφαγής" (Jeux de Massacre) σκηνοθετεί στο Ρεξ ο Γιάννης Κακλέας.
Θεωρείται από τους επιφανέστερους εκπροσώπους του θεάτρου του παραλόγου και στα έργα του συνήθως διακωμωδεί καθημερινές, ακόμα και κοινότοπες καταστάσεις, ενώ αποτυπώνει την ανθρώπινη μοναξιά σε όλες της τις εκφάνσεις. Γραμμένο το 1970 (την ίδια χρονιά έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας), είναι ένα σπονδυλωτό έργο που αναφέρεται σε μία πόλη, στην οποία η ζωή κυλά ήρεμα, σε ρυθμούς καθημερινότητας και οι άνθρωποί της ζουν μια ζωή ανέφελη και θεωρητικά ευτυχισμένη. Μια επιδημία πανούκλας καταλαμβάνει την πόλη εξαπίνης, αποδεκατίζοντας τους κατοίκους της τον ένα μετά τον άλλο, πλούσιους και φτωχούς, αριστοκράτες και πληβείους, νέους και γέρους, αυτούς που συνεχίζουν να κυκλοφορούν στην πόλη, αλλά κι εκείνους που κλείνονται ερμητικά στα σπίτια τους. Οι θάνατοι μαρτυρικοί, αν και γρήγοροι, με ένα κωμικό σαρκασμό να τους διακρίνει. Η μετάφραση και η διασκευή είναι του Γεράσιμου Ευαγγελάτου και είναι γενικά προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις του σήμερα, διατηρεί τον εννοιολογικό ιστό του κειμένου, έστω με κάποια μικρά προβλήματα ροής και συνέχειας.
Ο Γιάννης Κακλέας σκηνοθετεί την παράσταση, προσπαθώντας να κρατήσει μια αρμονική ισορροπία λόγου και εικόνας, ώστε να αποδώσει στη σκηνή το παράλογο σύμπαν του Ιονέσκο, αλλά και τα σημαντικά μηνύματα που κρύβονται μέσα σ' αυτό. Ο θάνατος σαν έννοια και σαν κατάσταση δεν κάνει καμία διάκριση, όπως προείπα, σε πλούσιους και φτωχούς, νέους και γέρους, άντρες και γυναίκες, μορφωμένους και αμόρφωτους, αλλά χτυπά με έναν τρόπο αιφνίδιο και τελεσίδικο που κάνει έντονη την αντίθεση του τραγικού και του γελοίου. Οι εμμονές, τα πάθη, οι αδυναμίες, οι ανασφάλειες, δεν έχουν χωροχρονικό προσδιορισμό, ούτε προσωποποιούνται, όπως και τα "στιγμιότυπα" που παρακολουθούμε στη σκηνή. Ο Θάνατος σα φυσική οντότητα, πανταχού παρών, ορών τα πάντα από απόσταση, σιωπηλό μέλος του "θιάσου", μια πολύ ψηλή, απρόσωπη, απόκοσμη φιγούρα που παραμένει μια διαρκής, σκοτεινή απειλή. Το χρήμα, η πολιτική επιρροή, η μόρφωση, η κατοχή επιστημονικής γνώσης αποδομούνται πλήρως. Οι εικόνες έχουν ένταση και πινελιές γκροτέσκου, η κινησιολογία τις εμποτίζει τόσο με το τραγικό, όσο και με το γελοίο του εφήμερου της ανθρώπινης ύπαρξης και γίνεται έντονα αντιληπτή η απουσία υπεκφυγής, η έλλειψη εναλλακτικής.
Αντίθετα με την εικόνα όμως, το ίδιο το κείμενο μένει συχνά μετέωρο, στατικό, αδύναμο να προσεγγίσει ή και να αιχμαλωτίσει το κοινό. Ούτως ή άλλως, οι χαρακτήρες από γραφής είναι αποσπασματικοί και χωρίς ειδικό βάρος, γιατί δεν έχουν την πρωτεύουσα σημασία στο έργο. Αλλά και τα κάδρα που παρακολουθούμε, ενώ έχουν χρώματα και αναμφισβήτητη αισθητική, έχουν ελλείψεις, καθώς δεν παίρνει σε αυτά το μερίδιό του ο λόγος και έτσι διαφεύγουν της ολοκληρωμένης προσοχής του θεατή και δεν αφήνουν σε αυτόν το ίχνος τους, περιορίζοντας σημαντικά την επιδραστικότητα του όλου εγχειρήματος. Τέλος, η παράσταση, παρόλο που έχει γρήγορο ρυθμό, έχει αρκετές στιγμές που λιμνάζει, καθώς υπάρχουν μοτίβα και σκηνές που επαναλαμβάνονται.
Ο Γιώργος Παπαγεωργίου είναι το μόνο μέλος του πολυπληθούς θιάσου που έχει σε όλη την παράσταση το σταθερό ρόλο του κομπέρ-σχολιαστή. Είχε την απαραίτητη σκηνική ματαιοδοξία του καλλιτέχνη, σίγουρα πατήματα στη σκηνή, μια σαρκαστική χροιά στη φωνή του, αλλά δεν ένιωσα να κορυφώνει την κωμική ένταση του χαρακτήρα του και να την καθαίρει απόλυτα στην τραγικότητα των τεκταινομένων. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί συμμετέχουν σε διάφορα "στιγμιότυπα" θανάτου και έχει ο καθένας και η καθεμία ξεχωριστή συμβολή στο ερμηνευτικό μωσαϊκό της παράστασης.
Ο Νικόλας Παπαγιάννης έχει ένα πολύ καλό ερμηνευτικό σόλο σαν υποχόνδριος στη σκηνή της απολύμανσης, όπου κινείται με άνεση από μία τραγική φιγούρα σε ένα σαρκαστικά κωμικό ήρωα.
Ο Ιερώνυμος Καλετσάνος υποδυόμενος μεταξύ άλλων το γέρο, έχει σχεδόν ιδανική χημεία με τη "γριά" Έλενα Τοπαλίδου, σε μία σκηνή που έχει διάρκεια, ένταση παρά τον χαμηλών τόνων λόγο και εκλύει αυθόρμητο και σχεδόν λυτρωτικό συναίσθημα στο θεατή.
Ο Λαέρτης Μαλκότσης παίζει ένα δεσμοφύλακα, που ισορροπεί υπέροχα μεταξύ της γνώσης της εξουσίας που κατέχει, αλλά και του εσωτερικού του φόβου, στα όρια της απόγνωσης για την εξάπλωση της ασθένειας.
Η Αγορίτσα Οικονόμου είναι μία παρουσία που αποτυπώνει αριστοτεχνικά και με έντονη συγκινησιακή φόρτιση την αγωνία της μάνας, η οποία καταφέρνει να επισκιάσει ακόμα και αυτήν για την επιδημία.
Ο Στέλιος Ιακωβίδης, αεικίνητος στη σκηνή και με κωμική φλέβα, βγάζει ένα λεπτό, υπόγειο και ιδιοφυή σαρκασμό μαζί με το Γιώργο Στάμο, σα διανοούμενοι στη σκηνή του νοσοκομείου.
Η Μαρία Διακοπαναγιώτου τραγουδά με μπρίο και καρδιά, ενώ υποκριτικά εναλλάσσει με άνεση το τραγικό με το κωμικό της προσωπείο.
Η Ευδοκία Ρουμελιώτη ήταν μάλλον αμήχανη στη σκηνή και ειδικά σε αυτή του ζευγαριού Πιέρ-Λουσιέν στο δίδυμο των ζευγαριών έδειξε άνευρη και χωρίς ψυχή στην ερμηνεία της.
Η Χριστίνα Μαξούρη συγκίνησε με τη φωνή της στο νανούρισμα, ενώ και υποκριτικά ήταν απόλυτα συνεπής στο ντουέτο του ζευγαριού με το Γιώργο Στάμο.
Ο Γιωργής Τσουρής σα φυλακισμένος αποτυπώνει με σαφήνεια όλη την αγωνία του για ελευθερία, αλλά και το δισταγμό και τον ενδόμυχο φόβο για το τι ακριβώς θα αντιμετωπίσει μόλις την αποκτήσει.
Ο Πάνος Παπαδόπουλος χρειαζόταν χαμηλότερους φωνητικούς τόνους και μεγαλύτερη διάθεση στην κίνησή του, δείχνοντας μία μάλλον επιδερμική αντιμετώπιση των ρόλων του.
Ο Πασχάλης Παπαδάκης υποδύθηκε το Θάνατο, ήταν συνεχώς παρών στη σκηνή, μια πανύψηλη μαύρη φιγούρα, μία μόνιμη επικρεμάμενη απειλή, παρακολουθώντας "σαρκαστικά" τους θανάτους και κινούμενος με χαρακτηριστική άνεση πάνω στα ξύλινα πόδια σε όλο το πλάτος και το βάθος της σκηνής.
Βικτώρια Φώτα, Αρετή Τίλη, Λεωνή Ξεροβάσιλα και Αναστασία Στυλιανίδη έχουν μικρούς και λιγότερο χαρακτηριστικούς ρόλους, αλλά συμπληρώνουν με συνέπεια και επάρκεια ένα θίασο που έχει συνοχή και γενικά πολύ καλή σκηνική συνεργασία.
Αγγελική Τρομπούκη και Αλέξης Φουσέκης χορεύουν και με την εξαιρετική σωματική τους συνεργασία αποτελούν ένα πρόσθετο ατού της παράστασης.
Στη σκηνή βρίσκονται και οι μουσικοί Πάνος Τσίγκος (πιάνο & electronics), Αναστάσης Μισυρλής (βιολοντσέλο), Σταμάτης Φουσέκης (κοντραμπάσο) και Ιάκωβος Παυλόπουλος (κρουστά), οι οποίοι συνοδεύουν ζωντανά με νότες τα κωμικοτραγικά "στιγμιότυπα" θανάτου.
Τον απέραντο σκηνικό χώρο του Ρεξ επιμελήθηκαν με εξαιρετική επιτυχία ο Γιάννης Κακλέας και ο Σάκης Μπιρμπίλης και κάλυψαν σχεδόν κάθε τετραγωνικό του χώρου σε βάθος, πλάτος και ύψος. Πολύχρωμα φώτα νέον, ένα σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο, αλλά και ωφέλιμος χώρος στο κέντρο για τη διαρκή κίνηση των ηθοποιών.
Τα κοστούμια είχαν τη φροντίδα της Ελένης Μανωλοπούλου, με χρώμα, φαντασία και μία μπαρόκ αισθητική, στα όρια του κιτς για να υπογραμμίσει εντονότερα το γελοίο των χαρακτήρων.
Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου αποτέλεσε ιδανικό soundtrack των εικόνων και του λόγου, ενώ η χορογραφία της Αγγελικής Τρομπούκη είχε πλαστικότητα, ένταση και δυναμική.
Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη σε ένα χαοτικό χώρο εστίασαν σωστά εναλλάσσοντας ανοικτά και κλειστά πλάνα.
Η μουσική διδασκαλία ήταν της Μελίνας Παιονίδου, το βίντεο επιμελήθηκε ο Στάθης Αθανασίου, τις κομμώσεις και τις περούκες ο Χρόνης Τζήμος και το μακιγιάζ η Olga Faleichyk.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Ρεξ, είδα μια παράσταση βασισμένη σε ένα κλασικό κείμενο του Θεάτρου του παραλόγου, όπου η εικόνα προσπάθησε σε συνδυασμό με το λόγο να υπογραμμίσει τη διαχρονική τραγικότητα και τη γελοιότητα κάποιων καθημερινών καταστάσεων, καθώς και το αναπόφευκτο του θανάτου. Ο συνδυασμός αυτός είχε αρκετές αναιμικές στιγμές, όπου οι δύο παράμετροι δε συντονίστηκαν, ενώ κάποια μοτίβα είχαν μια επαναληπτικότητα που ανέκοπτε το γρήγορο ρυθμό ροής του έργου. Οι ερμηνείες στην πλειονότητά τους στάθηκαν σε πολύ καλό επίπεδο, ο θίασος έμοιαζε καλοκουρδισμένος, με την τελική όμως εντύπωση να αφήνει ανάμικτα αισθήματα.