ΤΟ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΙ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 25/01/2016 14:39
Το σκληρό έργο του David Harrower με τίτλο ΤΟ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΙ σκηνοθετεί στη σκηνή του Θεάτρου Σημείο/Lab ο Γρηγόρης Καραντινάκης. Δεκαπέντε χρόνια μετά την ερωτική συνεύρεση της 12χρονης Ούνα και του 42χρονου Ρέυ, αυτή εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά του, στον εργασιακό του χώρο, αναζητώντας απαντήσεις, αιτίες και συναισθήματα. Μια σχέση απαγορευμένη, ακραία, ταμπού και για πολλούς αρρωστημένη, πολύ έξω από τη συμβατικότητα της εποχής. Αυτός προχώρησε στη ζωή του, παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα, ενώ αυτή μπερδεμένη ακόμα στις δαιδαλώδεις διαδρομές του νου, ψάχνει να βρει διεξόδους στα ερωτήματα και τη ζωή της και μια εσωτερική ισορροπία. Ο Ρέυ θα προσπαθήσει να της σκιαγραφήσει τη δική του πλευρά της ιστορίας και με συντριβή θα ζητήσει τη συγχώρεσή της, προσπαθώντας να επουλώσει βαθιά θαμμένα τραύματα και να κλείσει τον κύκλο που άνοιξε παλιά.
Μία δύσκολη ιστορία παιδικής κακοποίησης και πόνου, δύο ανθρώπων που έζησαν το απαγορευμένο. Πού κρύβεται η αλήθεια και πού το ψέμα; Υπήρξε αγάπη και συναίσθημα, ή ότι έγινε ήταν αποτέλεσμα κακής χρονικής επιλογής; Ποιος είναι ο θύτης και ποιος το θύμα;
Η μετάφραση του Λευτέρη Γιοβανίδη στρωτή και χωρίς κενά, απέδωσε σωστά και χωρίς ακρότητες το κείμενο.
Ο Γρηγόρης Καραντινάκης ανέλαβε το σκηνικό ανέβασμα και την καθοδήγηση των ηθοποιών και το έκανε με τη λογική της παράθεσης των γεγονότων, με τρόπο απενοχοποιημένο, με στόχο να φτάσει το θεατή και να του προκαλέσει σκέψεις και συναισθήματα. Χρησιμοποιεί ένα δωμάτιο γεμάτο σκουπίδια και αποφάγια σαν σκηνικό χώρο, μιας κουβέντας μεταξύ δύο ανθρώπων, που σκοπό έχει να καθαρίσει την ψυχή τους από τις σκιές και τα ερωτήματα, που τους ταλανίζουν όλα αυτά τα χρόνια που δεν είχαν επαφή.
Η αρχή είναι διστακτική και αναγνωριστική και ίσως ο ρυθμός του έργου στο σημείο αυτό, να είναι αργός, αλλά η κλιμακωτή μετάβαση που ακολουθεί, όπου οι ήρωες αποκαλύπτονται και απογυμνώνουν τους εαυτούς τους γίνεται ισορροπημένα και ελεγχόμενα, αποζημιώνοντας για τη δυσκαμψία της αρχής.
Η συντριβή, η συγχώρεση, η λύτρωση από την προσωπική κόλαση του καθενός, δεν είναι απλή υπόθεση και τα όριά τους εξερευνούν οι δυο ήρωες, προσπαθώντας να ενώσουν τα κομμάτια του παζλ της δικής τους αλήθειας και να τα συνδυάσουν με την αλήθεια του άλλου.
Η καταλυτική παρουσία ενός νεαρού κοριτσιού, στο τέλος του έργου, είναι το ορόσημο για το χαρακτήρα του Ρέυ, ότι έχει εγκαταλείψει το παρελθόν και έχει περάσει σε ένα παρόν πιο εκλογικευμένο και ένα ουσιαστικό αντίο στην Ούνα, με μια σιωπηλή κραυγή προτροπής να συνεχίσει τη ζωή της και να βάλει σιγά σιγά στη λήθη το τραυματικό παρελθόν.
Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς επωμίζεται τον αμφιλεγόμενο ρόλο του Ρέυ, προσπαθώντας όχι να τον εξωραΐσει ή να τον δικαιολογήσει, αλλά να τον λυτρώσει από τους προσωπικούς του δαίμονες. Λίγο χαμηλότονος στην αρχή, βρήκε στη συνέχεια τα πατήματα και τους ρυθμούς του και ανεβάζοντας τα επίπεδα της εσωτερικής του έντασης, συνδυάζοντας τον εξομολογητικό λόγο με μία βαρύθυμη κίνηση, προσέγγισε πιο δυναμικά το χαρακτήρα του και τον οδήγησε μέχρι την τελική σκηνή με μέτρο και συνέπεια, ολοκληρώνοντάς τον.
Η Βιργινία Ταμπαροπούλου, ερμήνευσε την Ούνα, που ενήλικη πια ζητά τις απαντήσεις της. Σχετικά άτολμη στις αρχικές στιγμές του έργου, άρχισε σιγά, σιγά να ανεβάζει στροφές, χρωματίζοντας το λόγο της, ελέγχοντας την έντασή του και προσθέτοντας ενέργεια στην κίνησή της, οπότε και στάθηκε απέναντι στο χαρακτήρα του Ρέυ ισάξια και αποενοχοποιημένα. Έδειξε να έχει κατανοήσει τις ιδιαιτερότητες της ηρωίδας και τις εσωτερικές της ανάγκες και τις εξέφρασε σκηνικά με τρόπο απλό, κατανοητό και καθημερινό, δείχνοντας ίσως και ένα κομμάτι του παιδικού αυθορμητισμού του παρελθόντος.
Η μικρή Άννα-Μαρία Κόρνια, με μικρή αλλά καταλυτική παρουσία στο τέλος του έργου, ήταν μία απαραίτητη εξωτερική πινελιά, στο σκηνικό κάδρο των δύο κεντρικών ηρώων της παράστασης.
Το σκηνικό του Αντώνη Δαγκλίδη εξέφρασε το πνεύμα του έργου δημιουργικά, αν και τα πλεξιγκλάς χωρίσματα στις γωνίες περιόριζαν την οπτική σε κάποιους από τους θεατές. Τα κοστούμια της Γιούλας Ζωιοπούλου ταιριαστά με το περιβάλλον που εκτυλίσσεται το έργο και τις ιδιαιτερότητες των χαρακτήρων που έντυσαν, ενώ οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη, πρόσθεσαν μια μάλλον αποστειρωμένη νότα στην ατμόσφαιρα της παράστασης. Η μουσική επένδυση του Σταύρου Γασπαράτου συνοδευτική και ευχάριστη.
Συμπερασματικά, πρόκειται για ένα κείμενο που πραγματεύεται ένα δύσκολο θέμα, για το οποίο ο καθένας μας μπορεί να έχει διαφορετική οπτική γωνία και άποψη. Ο σκηνοθέτης δεν υιοθέτησε μια κριτική ή αφοριστική διάθεση, αλλά προσπάθησε να αναλύσει την ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων του και να αφήσει το θεατή να αποφασίσει για τις απαντήσεις στα διλήμματα που προκύπτουν από την παράσταση. Οι αρχικά διστακτικές ερμηνείες, απέκτησαν δύναμη και πάθος και είδα τελικά μία παράσταση, η οποία αξιοποίησε τους στόχους της και υπερασπίστηκε το όραμά της.