ΤΟ ΚΟΥΚΛΟΣΠΙΤΟ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΤΟ ΚΟΥΚΛΟΣΠΙΤΟ - ΚΡΙΤΙΚΗ


2.8/5 κατάταξη (5 ψήφοι)

Ένα από τα κλασσικά αριστουργήματα του Νορβηγού Χένρικ Ίψεν ΤΟ ΚΟΥΚΛΟΣΠΙΤΟ (ΝΟΡΑ), σκηνοθετεί και παρουσιάζει ο Γιώργος Σκεύας, στην ιστορική σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων.

Η Νόρα είναι παντρεμένη δέκα χρόνια με τον Τόρβαλντ και έχει μία τάση σπατάλης χρημάτων και κοκεταρίας, την οποία δεν είναι πάντα εύκολο να ικανοποιήσει, κυρίως λόγω των οικονομικών στενοτήτων του συζύγου της.

Αυτός είναι ένας τύπος που αρέσκεται περισσότερο σε μια πατρική προσέγγιση προς τη γυναίκα του, υιοθετώντας μια μάλλον επιδερμική και "ασφαλή" αγάπη απέναντί της, χωρίς να μπαίνει στην ουσία της σχέσης τους.

Αίφνης παίρνει μια μεγάλη θέση ως διευθυντής τράπεζας, ανεβαίνει με άλματα τα σκαλιά της κοινωνικής ιεραρχίας και ο οικονομικός ορίζοντας, δείχνει να ξεκαθαρίζει οριστικά από τα σύννεφα. Χρησιμοποιεί το χρήμα για να εξασφαλίσει την ευτυχία της γυναίκας του, μην έχοντας διόλου προσεγγίσει τον ψυχισμό και την ιδιοσυγκρασία της. Η ευτυχία, όπως πάντα, κρατάει λίγο και προβλήματα αρχίζουν να φορτώνονται στις πλάτες και την καρδιά της Νόρας, τα οποία δε μοιράζεται με τον άντρα της, αλλά μόνο με μια φίλη της και όπου αναζητώντας λύσεις, ουσιαστικά περιμένει ένα "θαύμα", που θα σώσει αυτήν και αναπόφευκτα το γάμο της και θα αποκαταστήσει την τάξη. Ψέμματα, αλήθειες που δεν ειπώθηκαν και παλιές συναλλαγές, βγαίνουν στην επιφάνεια και απειλούν έντονα το οικοδόμημα των δέκα αυτών χρόνων του ζευγαριού.

Η μετάφραση του κειμένου, είναι καινούργια και έγινε από τον ίδιο το σκηνοθέτη του έργου, επιχειρώντας να φέρει το έργο στον 21ο αιώνα, αλλά διατηρώντας αναλλοίωττο το λυρισμό και τα νοήματά του. Και πάνω εκεί επένδυσε κιόλας. Δεν προχώρησε απλά σε μία τυπική μετάφραση, στρωτή και σύγχρονη, αλλά "έσπασε" την ψυχρότητα του λόγου, έδωσε χώρο τόσο στο λυρισμό, όσο και στην πραγματικότητα και τα συνδύασε σε ένα μείγμα σύγχρονο, εστιάζοντας στους ανθρώπους μέσα από τις καταστάσεις, τις οποίες βιώνουν.

Παράλληλα, κράτησε και τη σκηνοθετική μπαγκέτα, αναλαμβάνοντας να καθοδηγήσει τους δύο κεντρικούς ρόλους, μέσα από τους υφάλους της σχέσης τους, αλλά και μέσα από μία σταδιακή συναισθηματική και ηθική τους απογύμνωση, σε μία συνειδητοποιημένη πορεία προς την ωριμότητα και την αλήθεια.

Η αρχή της παράστασης μοιάζει να είναι λίγο μουδιασμένη και να αναλώνεται σε μικρά ερωτικά νάζια, μεταξύ των δύο συζύγων, αλλά θα την παρομοίαζα με μία ηλιοφάνεια, λίγο πριν την καταιγίδα. Μόνο που η καταιγίδα δεν είναι ακόμα ορατή στους ήρωες, που μας συστήνονται, ο καθένας με τον τρόπο του και τοποθετούμε στο παζλ τους μικρά κομμάτια, που θα βοηθήσουν στη δημιουργία της μεγάλης τελικής σκιαγράφησης του καθενός τους. Η εμφάνιση και των δευτερευόντων ρόλων στη σκηνή γίνεται σταδιακά και στοχευμένα, ώστε να υπάρχει πάντα μία υπόκωφη και καλά κρυμμένη απορία και αναμονή, για το ρόλο που θα διαδραματίσουν στη συνέχεια. Οι λέξεις αρχίζουν να βαραίνουν και να πλέκουν έναν αόρατο ιστό που γίνεται όλο και πιο πυκνός γύρω από τους κεντρικούς ήρωες. Μικρά σκηνικά αντικείμενα, σε ένα ηθελημένα μίνιμαλ σκηνικό, αποτελούν συμπλήρωμα έκφρασης.

Ο σκηνοθέτης αφήνει γρήγορα την επιφάνεια και αρχίζει να κινεί το έργο βαθύτερα, βασιζόμενος στην ανθρώπινη ψυχολογία και τις εναλλαγές της. Ο λόγος αγριεύει, γίνεται έντονος, κοφτερός σα μαχαίρι, αλήθειες λέγονται κατά πρόσωπο και χωρίς συγκάλυψη και οι εναλλαγές του φέρνουν και τις αντίστοιχες ψυχολογικές διακυμάνσεις σε μία συνεχή εναλλαγή ζεστού και κρύου, ελπίδας και πραγματικότητας. Τίποτα πλέον δε χαρίζεται και οι συνεχείς συγκρούσεις φέρνουν εσωτερική τρικυμία, που γίνεται όλο και εντονότερη, με το καράβι της ψυχής των ηρώων να στροβιλίζεται όλο και πιο άναρχα σε αυτή. Ο σκηνοθέτης αφήνει χώρο στους ηθοποιούς του να εξελίξουν το χαρακτήρα που υποδύονται, αλλά όχι ανεξέλεγκτα.

Στέκεται δίπλα τους και βάζει μικρά όρια, είτε συναισθηματικά, είτε ψυχολογικά, για να τονίσει τη χειραγώγηση, το πατρονάρισμα και την επιβολή ενός υπερεγώ, αλλά και να τους οδηγήσει στη συνέχεια, μέσα από τη σύγκρουση και την αποκάλυψη, στην αλήθεια και την "ενηλικίωση".

Η ασφυξία δίνει τη θέση της στις μικρές ανάσες πρώτα, για να μπορέσουμε να φτάσουμε στην πλήρη αναπνευστική ελευθερία. Οι τόνοι της φωνής αλλάζουν και ανεβαίνουν οκτάβες, η κίνηση γίνεται αληθινή και στέρεη εκφράζοντας και αντιπροσωπεύοντας σκέψεις και συναισθήματα και οι εξελίξεις τρέχουν. Οι "ανάπηροι" κάνουν τα δικά τους βήματα, στην αρχή αναγνωριστικά και στη συνέχεια με αποφασιστικότητα, οι "σίγουροι" δοκιμάζουν τις αντοχές και την πραγματική τους δυναμική και διαμορφώνεται μια τελική εικόνα του παζλ, που είναι διαφορετική μεν από αυτή του περιτυλίγματος, αλλά κρύβει μέσα της πλέον σοφία και ωριμότητα. Αυτές, που επέδειξε και ο σκηνοθέτης στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης.

Η μεγάλη διάρκεια της παράστασης, είναι ένα μείον στη συνοχή του έργου, αφού η κορύφωση δεν είναι λεωφόρος και περνάει από πολλά επίπεδα. Πιστεύω όμως ότι η κούραση μένει ως επί το πλείστον στο σώμα και ο νους του θεατή μένει σχεδόν ανεπηρέαστος. Απλά κάποια στιγμή, αναρωτήθηκα, αν θα υπήρχε χώρος για να επεξεργαστώ την επανάσταση και τη φυγή της Νόρας και να την τοποθετήσω στις σωστές της διαστάσεις.

Οι ερμηνείες είχαν διακυμάνσεις και δε στάθηκαν όλες στο ίδιο ποιοτικό και ποσοτικό επίπεδο, στερώντας λίγη από την καθαρότητα της δραματουργίας και κατεβάζοντας μια ταχύτητα στην ισορροπία της παράστασης.

Η Αμαλία Μουτούση δε θα μπορούσε να υποδυθεί καλύτερα, άλλο ρόλο, από τη Νόρα. Από τις πρώτες κιόλας ατάκες με το παιχνίδισμα στη φωνή και τη "κοριτσίστικη" αθωότητα στο βλέμμα, ένιωσα να ζει το ρόλο και να τον προσαρμόζει αργά και σταθερά, στα μέτρα και το ταλέντο της. Η άρθρωσή της κρυστάλλινη και παιχνιδιάρικη, με όση ένταση ακριβώς χρειάζεται η φωνή της για να εκφράσει σκέψεις και συναισθήματα και με ένα λόγο γεμάτο χρώμα και παλμό και κίνηση του σώματος, να δένει αρμονικότατα, η ερμηνεία της αιχμαλωτίζει το μάτι και την προσοχή του θεατή.

Συχνά θυμίζει αερικό που κινείται στο χώρο, μια σκιά με σάρκα και οστά, που ζει, βιώνει και εξελίσσεται συνεχώς, κατά τη διάρκεια της παράστασης και σημάδια αυτής της εξέλιξης, αρχίζουν να γίνονται άμεσα ορατά, στις αλλαγές των αντιδράσεών της. Συνεχίζει να ελπίζει στο θαύμα, αλλά πλέον έχει αρχίσει να κατασταλάζει σε κάποιες αποφάσεις και να χαράζει την πορεία του μετά. Μέσα από την ερμηνεία της κ. Μουτούση, ένιωσα μια ιδιόμορφη ταύτιση μεταξύ του ανθρώπου και του ρόλου, με όλο του τον αυθορμητισμό, τη γνησιότητα, το πηγαίο και το ανεπιτήδευτο, που συμπυκνώνει νομίζω όλη τη νοηματική και την ποίηση του Ίψεν στο συγκεκριμένο έργο. Και όταν η μαριονέττα επαναστατεί, είναι απλά μια άλλη, κόβει τα σκοινιά της και αποφασίζει τη φυγή, νιώθεις μια ώριμη αποφασιστικότητα να κυλά στις φλέβες της, να κάνει πιο αλύγιστο το σώμα και να σκληραίνει τη χροιά της φωνής, κάνοντας απόλυτα πειστική αυτή τη μεταμόρφωση.

Δίπλα στη Νόρα, ο Άρης Λεμπεσόπουλος, υποδυόμενος τον Τόρβαλντ είναι προσεκτικός στην αρχή και δείχνει διάθεση να ακολουθήσει τα ερμηνευτικά χνάρια της συμπρωταγωνίστριάς του. Δείχνει όμως, ταυτόχρονα και κολλημένος με τις εμμονές και τα στεγανά του, απόλυτος στις απόψεις του και πατρικά τρυφερός με τη γυναίκα του. Με ένα τόνο μονότονο και κίνηση χωρίς μεγάλη ποικιλία στη σκηνή, δείχνει να προσπαθεί να απογειώσει το ρόλο του και να μην μπορεί. Έχει κάποιες πολύ καλές στιγμές (καλύτερη μακράν η σκηνή του χορού, όπου το ζευγάρι είναι απλά απολαυστικό), όπου στιγμιαία ξεφεύγει από αυτή τη μανιερίστικη κατάσταση, αλλά γρήγορα επανέρχεται σε αυτή και παγιδεύεται εκεί. Στη δε τελική σκηνή της συντριβής και της συνειδητοποίησης της χίμαιρας, μέσα στην οποία ζούσε όλον αυτόν τον καιρό, ένιωσα να μην είναι καν εκεί. Η ερμηνεία του με λάθος τονισμό, λάθος ένταση φωνής, με στόμφο, με λόγο επίπεδο και χωρίς ουσία, κίνηση σπασμωδική, με αποσυντόνισε πλήρως και με έκανε να χάσω το ουσιαστικό νόημα της συντριβής του ήρωα και της απέλπιδας προσπάθειάς του να σώσει την οικογένειά του που διαλύεται.
Και η σκηνική του χημεία με το χαρακτήρα της Νόρας σχεδόν ανύπαρκτη, καθρέφτιζε πάντα κάτι το επίπλαστο.

Η Κριστίνα Λίντε της Μαρίας Ζορμπά, ήταν μια παρουσία που κατάφερνε σε κάθε σκηνή να κρατά ένα μυστήριο γύρω της. Η ηθοποιός είχε μια εσωτερικότητα και έναν αυτοέλεγχο, που τη βοήθησε να κρατήσει τις ισορροπίες του και να έχει πολύ καλή σκηνική χημεία, είτε με τη Νόρα, είτε με τον Κρόγκσταντ, διατηρώντας τον σε γενικά υψηλά στάνταρ, χωρίς υπερβολές, χωρίς μελοδραματισμούς και χωρίς υποκριτικά τρικ, πείθοντάς μας ότι αντιλήφθηκε τις πραγματικές διαστάσεις του ρόλου, όπου και κινήθηκε.

Ο Γιώργος Συμεωνίδης ήταν ο Κρόγκσταντ, ο οποίος με το φόβο της απόλυσης, γίνεται ένας στυγνός εκβιαστής της Νόρας. Λίγο υπερβολικός σε κάποιες στιγμές στις οργισμένες αντιδράσεις του, καθώς και σε αυτές που απειλεί τη Νόρα, όπου δε γίνεται απόλυτα πειστικός, αλλά γενικά στέκεται αξιοπρεπώς στη σκηνή, έχει παλμό και δυναμική.

Ο Νικόλας Παπαγιάννης στο ρόλο του γιατρού Ρανκ, λίγο υποτονικός (ίσως θεωρητικά και λόγω της αρρώστιας που τον ταλαιπωρεί στο έργο) δείχνει κάποιες εκλάμψεις ζωής και μετρημένης ερμηνείας στο δεύτερο μισό της παράστασης, συνοδεύοντας τη Νόρα στο λόγο της.

Τα σκηνικά της Εύας Μανιδάκη λιτά και λειτουργικά, αρκετά συμβολικά σκηνικά αντικείμενα (το Ν στο μικρό σκαμπό, τα κρυμμένα ντουλαπάκια του επίπλου), έδωσαν χώρο, υποκριτικά εργαλεία και κίνηση στους ηθοποιούς. Τα κοστούμια της Νίκης Ψυχογιού απλά και αντιπροσωπευτικά των ρόλων του έργου, χωρίς όμως κάτι εντυπωσιακό. Οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη έπαιξαν με τις σκιές και τις σκοτεινές γωνίες της ψυχολογίας των ηρώων και κατάφεραν να δημιουργήσουν μια χλωμή, αλλά λειτουργική ατμόσφαιρα, πιστή στις απαιτήσεις της εξέλιξης του έργου.

Η μουσική της Σήμης Τσιλαλή έντυσε με ταιριαστούς ήχους τις εικόνες των χαρακτήρων στη σκηνή.

Συμπερασματικά, στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων, στήθηκε μία παράσταση σύγχρονη και προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις του σήμερα, με μία φρέσκια και δουλεμένη στη λεπτομέρεια ανάγνωση του κειμένου, μία σκηνοθεσία η οποία έδωσε χώρο στους ηθοποιούς, αλλά ταυτόχρονα τους καθοδήγησε σωστά στο δαιδαλώδη ιστό της κατανόησης των ρόλων τους και ανέλυσε βαθιά και λεπτομερειακά την πλοκή. Φώτισε σωστά τις σκέψεις και τις προθέσεις του συγγραφέα και κράτησε το ενδιαφέρον του θεατή με ελάχιστες διακυμάνσεις. Κάποιες παραφωνίες στις ερμηνείες, δεν αλλοιώνουν την τελική αισθητική και καλλιτεχνική αξία της παράστασης.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.