ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 20/03/2017 16:02
Το μυθιστόρημα του Christian Bobin "La Folle Allure" διασκευάζει σε θεατρικό με τίτλο "Το κορίτσι του λύκου" και σκηνοθετεί η Ειρήνη Φαναριώτη και η ομάδα Terre de Semis στο Δώμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου.
Η Λουσί, ένα μικρό κορίτσι που μεγάλωσε σε τσίρκο, αφέθηκε ένα βράδυ στο κλουβί ενός λύκου, κοιμήθηκε στην αγκαλιά του και η βραδιά αυτή διαμόρφωσε ένα σημαντικό κομμάτι της ψυχοσύνθεσής της και άφησε το αποτύπωμά της στην υπόλοιπη ζωή της. Μεγαλώνοντας, διατηρεί τη νεανική της ορμητικότητα και ελαφρότητα, αλλά βιώνει την εφηβική πειθαρχία ενός οικοτροφείου, τη μαγεία του έρωτα και τη συζυγική ανία. Η ανάγκη της για φυγή την καταδίωκε από μικρή και δεν την εγκαταλείπει ούτε και στην ενηλικίωση, κάνοντάς την να ψάχνει συνέχεια για την ελευθερία της και την αποδέσμευση από τις συμβάσεις της ζωής, προσπαθώντας να ζήσει τα όνειρά της. Η μετάφραση και η διασκευή του έργου ανήκει στην ίδια ομάδα και έγινε σε μια γλώσσα σημερινή, σύγχρονη και αισθαντική.
Η σκηνοθετική γραμμή που ακολουθήθηκε, προσανατολίστηκε σε ένα αφηγηματικό μονόλογο, διανθισμένο με στιγμιότυπα της ζωής της ηρωίδας που αποτύπωσαν την αναζήτηση της ταυτότητάς της, μέσα από καταστάσεις και εμπειρίες. Το ενδιαφέρον μου ως θεατής ήταν αυξημένο στην αρχή της παράστασης με τα ανέμελα παιδικά χρόνια της Λουσί και την ξενοιασιά και τη φρεσκάδα που εξέπεμπαν. Στην πορεία της βιολογικής της ενηλικίωσης, η αφήγηση ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο και η ίδια η ιστορία άρχισε να ξεφτίζει, να αποδυναμώνεται και να χάνει σταδιακά το ενδιαφέρον της. Αν και η ερμηνεία είχε πάθος και δύναμη, έδειχνε να μην μπορεί να ταξιδέψει το θεατή στις αποχρώσεις της ζωής της ηρωίδας, με αποτέλεσμα ο χρόνος να κυλά αργά, δύσθυμα και χωρίς προοπτική. Ούτως ή άλλως ο μονόλογος είναι ένα πολύ δύσκολο είδος στη θεατρική πραγματικότητα και για να αποδοθεί όπως του αρμόζει, απαιτεί μια οπτική που να αναδεικνύει τις αρετές του κειμένου, αλλά και μια νευρώδη σκηνοθεσία που θα του δώσει ώθηση και ταυτότητα. Αντ' αυτού είδα μια προσπάθεια που ίσως χάθηκε στον ενθουσιασμό της, είχε ένα συγκεχυμένο προσανατολισμό και της έλειψε τόνος, ρυθμός και στίγμα. Οι ήχοι, η κίνηση, αλλά και η μουσική δε συντονίστηκαν με το λόγο, με το παραγόμενο σκηνικό αποτέλεσμα να είναι αρκετά αφηρημένο και χωρίς να κάνει το θεατή ουσιαστικό κοινωνό του. Τέλος, η χρήση του μικροφώνου και της ηχούς δεν πρόσθεσαν τίποτα στην παράσταση και η χρησιμότητά τους δε δικαιολογήθηκε.
Η Ειρήνη Φαναριώτη ανέλαβε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο και αν και είχε πάθος κι ένταση στην ερμηνεία της, αυτή συχνά ευθυγραμμιζόταν με την αφηρημένη και ανεστίαστη γραμμή της ιστορίας. Κάποιες αδικαιολόγητες αυξομειώσεις στην ένταση και το ηχόχρωμα της φωνής και κάποια μικρά σαρδάμ δε βοήθησαν το λόγο να φτάσει με άμεσο και επικοινωνιακό τρόπο στο κοινό και να το παρασύρει μαζί του. Το συναίσθημα υπήρχε, απλά έμενε μετέωρο και ανεκμετάλλευτο σε σχέση με τη ροή του κειμένου. Στην ερμηνεία της προσπάθησε να μεταδώσει τη βαθύτερη γοητεία του ρόλου που υποδύθηκε στην πλατεία και προφανώς την ενέπνευσε να τον υποδυθεί, αλλά η προσπάθεια έμεινε ανολοκλήρωτη, γιατί ο θεατής δεν έγινε άμεσος και ενεργητικός της δέκτης. Η ανάπλαση της ψυχοσύνθεσης ενός ιδιαίτερου γυναικείου χαρακτήρα ξεκίνησε να ιχνογραφείται με έναν ελπιδοφόρο τρόπο, αλλά σύντομα οι αναζητήσεις του έπαψαν να ασκούν την επίδρασή τους και να αφορούν το θεατή, απομονώνοντας τελικά τις λίγες καλές του στιγμές.
Ο σκηνικός χώρος της Τίνας Τζόκα ήταν λιτός, με λίγα σκηνικά αντικείμενα και άφησε πολύ χώρο στην κίνηση της ηθοποιού, ενώ τα κοστούμια της δεν είχαν κάτι που θα τραβήξουν το μάτι και θα τύχουν της ιδιαίτερης προσοχής του θεατή.
Η επιμέλεια της κίνησης ανήκε στην Χαρά Κότσαλη και είχε κάτι το αέρινο, απευθυνόμενη στη δημιουργική φαντασία του κοινού.
Συμπερασματικά, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου είδα μια προσπάθεια προσαρμογής ενός μυθιστορήματος σε θεατρικό μονόλογο, που ενώ ξεκίνησε με ένα σχετικό ενδιαφέρον, γρήγορα εξάντλησε τις δυνατότητές του και βάλτωσε σε μια αφηρημένη σκηνοθετική οπτική και μια αφήγηση χωρίς ιδιαίτερο προσανατολισμό. Μια θεατρική πρόταση με ειλικρινείς προθέσεις, που όμως δεν είχε τη δυναμική να απορροφήσει το θεατή και να τον κάνει συμμέτοχο και κοινωνό της.