ΤΟ ΦΙΝΤΑΝΑΚΙ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τετάρτη, 27/06/2018 19:26
Το θεατρικό έργο του Παντελή Χορν με τίτλο "Το Φιντανάκι", σκηνοθετεί στην αυλή του Θεάτρου Χυτήριο, η Ευτυχία Αργυροπούλου. Γραμμένο το 1921, την ίδια χρονιά που γεννήθηκε ο δεύτερος γιος του συγγραφέα Δημήτρης Χορν, αποτέλεσε τη δεύτερη μεγάλη του επιτυχία μετά τους "Πετροχάρηδες" (1908). Ανεβαίνει στη σκηνή για πρώτη φορά το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου από το θίασο της Κυβέλης (χωρίς την ίδια ως πρωταγωνίστρια) με τον Αιμίλιο Βεάκη και τη Σαπφώ Αλκαίου.
Μία ηθογραφία της Αθήνας του μεσοπολέμου, σε μία περίοδο όπου η οικονομική δυσπραγία δοκιμάζει τις αντοχές και την ηθική του κοινωνικού ιστού της εποχής. Σε μία αυλή, καθημερινοί ήρωες, απλοί άνθρωποι, συνθέτουν ένα μωσαϊκό τύπων και χαρακτήρων. Η Τούλα, ένα νεαρό και άβγαλτο κορίτσι, μία ρομαντική μοδίστρα, ερωτεύεται το Γιάγκο, έναν όμορφο νεαρό της αυλής και μένει έγκυος από αυτόν. Αυτός, ενώ δηλώνει ερωτευμένος μαζί της, θα υποκύψει τελικά στα θέλγητρα της Εύας, μιας πιο έμπειρης γυναίκας, της οποίας τις γνωριμίες εκμεταλλεύεται για την οικονομική και εργασιακή του ανέλιξη. Η κυρά-Κατίνα, μία γυναίκα "ελευθέρων ηθών" και κλασσική κουτσομπόλα, επιχειρεί να κουκουλώσει την εγκυμοσύνη, να αποφύγει την κατακραυγή και να βολέψει το κορίτσι που ατύχησε, με κάποιον που μπορεί να του εξασφαλίσει τα προς το ζην. Κοινωνικές ανισότητες, ηθικοί φραγμοί και διλήμματα δοκιμάζουν τις αντοχές των ηρώων και τις επιλογές τους.
Η δραματουργική επεξεργασία του έργου ανήκει στην Ανοιξιά Μπουντζιούκα.
Η Ευτυχία Αργυροπούλου σκηνοθετεί την παράσταση, κρατώντας ατόφια την ατμόσφαιρα της εποχής του κειμένου, αποτυπώνοντας την αίσθηση της γειτονιάς και της αυλής μιας άλλης Αθήνας, αλλά κρατά εξίσου ζωντανούς τους καίριους και αιχμηρούς προβληματισμούς του κειμένου. Εκμεταλλεύεται άριστα το εξαιρετικά καλαίσθητο "φυσικό" σκηνικό της αυλής του θεάτρου και με ελάχιστες παρεμβάσεις επιτυγχάνει να κερδίσει εξαρχής το στοίχημα της αισθητικής. Τρεις μικρότεροι σκηνικοί χώροι είναι αυτοί που λαμβάνει χώρα η δράση. Σε απόσταση αναπνοής από τους θεατές, τους κάνει άμεσα συμμέτοχους και κοινωνούς των μικρών στιγμών ευτυχίας των ηρώων, αλλά και των δραματικών τους κορυφώσεων. Ο λόγος κρατιέται απλός, καθημερινός και δεν παύει να δημιουργεί (τηρουμένων των αναλογιών) συγκρίσεις και παραλληλισμούς με το σήμερα. Υπάρχει έντονο συναίσθημα στην παράσταση, αλλά όχι με τη στείρα νοσταλγία εποχών περασμένων ανεπιστρεπτί, αλλά με μια δημιουργική προσπάθεια προσαρμογής και αφύπνισης μιας απλότητας, ενός ρομαντισμού, μιας αγνότητας που έχουν τόσο αλλοιωθεί και αλλοτριωθεί στην παρούσα συγκυρία. Η παράσταση έχει ρυθμό και κλιμάκωση και κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή με τις μικρές και μεγαλύτερες συγκρούσεις της αυλής. Οι υπερβολές, φωνητικές και κινητικές αποφεύγονται, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων και οι σκηνές εναλλάσσονται χωρίς να κουράζουν, με κάποιες μικρές κοιλιές να είναι εξαιρετικά σύντομες και να μην παίζουν ουσιαστικό ρόλο στη ροή του έργου. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός, ότι η παράσταση ξεκινάει με φυσικό φως και όσο περνά η ώρα και σκοτεινιάζει, ανάβουν τα φώτα, δίνοντας μια αίσθηση "φυσικής" ροής του χρόνου κατά τη διάρκειά της.
Η Μαρία Αντουλινάκη αναλαμβάνει το ρόλο της κυρα-Κατίνας μιας γυναίκας ελεύθερων ηθών, αλλά και ταυτόχρονα μεγάλης κουτσομπόλας. Έδειξε ότι της ταίριαξε γάντι και ανταποκρίθηκε σε αυτόν με πλήρη επιτυχία. Είχε τους σωστούς τονισμούς στη φωνή, το κατάλληλο στήσιμο σώματος, αλλά και την πονηριά στο βλέμμα που την έκαναν σχεδόν ιδανική για τις απαιτήσεις της ηρωίδας της. Πληθωρική στη σκηνή, γνήσια, σπιρτόζα, αλλά και κυνική και αριβίστρια (πάντα όμως με το χαμόγελο), είχες την εντύπωση ότι οι ατάκες έβγαιναν αυθόρμητα από το στόμα της, θυμίζοντας παλιές καλές εποχές ελληνικού κινηματογράφου.
Η Αγγελική Παρδαλίδου ερμήνευσε τη νεαρή και αθώα Τούλα, το φιντανάκι, που πέφτει απρόσεκτα στα ερωτικά δίχτυα του Γιάγκου. Στη ροή της παράστασης ανέβασε ρυθμούς και ξεχώρισε με την ισορροπημένη ερμηνεία της, στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η Αλίκη Ζαχαροπούλου υποδύεται την Εύα, μια γυναίκα όμορφη και έμπειρη, με γνωριμίες και αποφασισμένη να ξεφύγει από τη μιζέρια της αυλής. Υποστηρίζει το ρόλο με τη φυσική της παρουσία, καθώς είναι απόλυτα θηλυκή και χυμώδης στη σκηνή, με εντυπωσιακές εισόδους και πολλά υποσχόμενο βλέμμα, αλλά τον συμπληρώνει και με το υποκριτικό της ταλέντο, καθώς αποφεύγει το ναρκισσισμό. το σκηνικό ακκισμό, την υπερβολή και τη μανιέρα, βγάζοντας κάτι αυθόρμητο και πηγαίο.
Ο Μάνος Γερωνυμάκης παίζει το Γιαβρούση, έναν πλούσιο αστό, ο οποίος αν και παντρεμένος κάνει τις "αμαρτίες" του, στηρίζοντας όμως οικονομικά τις παρτεναίρ του. Χαμηλών τόνων, με κατευναστικό λόγο και χωρίς ακρότητες, αποτυπώνει ένα τύπο ο οποίος θέλει να περνάει το δικό του, αλλά δεν παύει να κρύβει και μια πτυχή ανθρωπιάς και γενναιοδωρίας. Ισορροπώντας μεταξύ αυτών των δύο, καταφέρνει να παίξει καταλυτικό ρόλο στα δρώμενα της αυλής. Έχει σκηνική άνεση, ο λόγος του έχει ροή και συνέχεια και δείχνει να έχει κατανοήσει πλήρως τις λεπτές ισορροπίες του χαρακτήρα του.
Ο Παναγιώτης Καρμάτης ως Γιάγκος, γίνεται η πέτρα του σκανδάλου της αυλής, δίνοντας ερωτικές υποσχέσεις τόσο στην Τούλα, όσο και στην Εύα. Η ερμηνεία του είχε αρκετή υπερβολή (τόσο φωνητικά, όσο και κινητικά) και ήταν μάλλον κραυγαλέα η σκιαγράφηση του "μάγκα".
Η Ευτυχία Αργυροπούλου ανέλαβε το ρόλο της Φρόσως, της μάνας της Τούλας, μίας γυναίκας, πλύστρας στο επάγγελμα, που μεγάλωσε στη φτώχια. Η απογοήτευση για τη μέχρι τώρα ζωή της, την κάνει να φέρεται απότομα και άδικα προς την κόρη της, αλλά κρύβει μέσα της μία βαθιά πίκρα. Η ηθοποιός κατάφερε τόσο με τις εναλλαγές του λόγου της, όσο και με τις εκφράσεις του προσώπου της να αποτυπώσει με ευκρίνεια και συνέπεια αυτές τις δύο πτυχές της ηρωίδας της.
Ο Κωνσταντίνος Νιάρχος ερμήνευσε τον κυρ-Αντώνη, τον ταχυδρόμο-πατέρα της Τούλας. Απλός, αθώος, δεν υποψιάζεται τίποτε από ότι συμβαίνει στο σπίτι του. Και αν και ξεκινά λίγο αμήχανα την εμφάνισή του στη σκηνή, γρήγορα ταυτίζεται με το χαρακτήρα του. Είναι δε εξαιρετικός στο δεύτερο μισό του έργου, όταν αποτυπώνει με απόλυτα εκφραστικό τρόπο την απόγνωση και τη συντριβή του ήρωά του.
Ο σκηνικός χώρος είχε την επιμέλεια της Ελένης Σουμή και εκμεταλλεύτηκε εξαιρετικά τη φυσική αισθητική του χώρου, προσθέτοντας κάποιες πινελιές (όπως μια αυθεντική ραπτομηχανή κι ένα τραπεζάκι έξω από την πόρτα της κυρα-Κατίνας) που συμπλήρωσαν την άρτια εικόνα.
Τα κοστούμια της ίδιας έτυχαν και αυτά της δέουσας προσοχής, συνάδοντας απόλυτα με την εποχή της ιστορίας.
Η πρωτότυπη μουσική του Νίκου Κουβαρδά είχε ενδιαφέρον, αλλά δεν ταίριαξε πάντα με την εναλλαγή των εικόνων της παράστασης.
Συμπερασματικά, στην αυλή του Θεάτρου Χυτήριο, είδα μία παράσταση ενός ελληνικού κειμένου, που παρά την ηλικία του δεν έχει χάσει τη δροσιά και την αξία του. Σε αυτό βοηθά η προσεκτική και ευαίσθητη προσέγγιση της σκηνοθέτιδος και η εξαιρετική εκμετάλλευση του υπάρχοντος σκηνικού χώρου, που δίνει άρωμα και αισθητική περασμένων εποχών. Οι γενικά πολύ καλές ερμηνείες συμπληρώνουν την εικόνα και συνηγορούν σε ένα άρτιο τελικό αποτέλεσμα, το οποίο αξίζει τον κόπο να παρακολουθήσει ο θεατρόφιλος θεατής.