ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 10/12/2018 12:21
Το έργο του Γιάννη Καμπύση "Το Δαχτυλίδι της Μάνας" σκηνοθετεί στο Tempus Verum στο Γκάζι για δεύτερη χρονιά ο Παύλος Παυλίδης. Γράφτηκε το 1898 σε ντοπιολαλιά και είχε σαν πηγή έμπνευσής του τη ζωή του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη. Ο Μανώλης Καλομοίρης, το 1917, συνέθεσε την ομώνυμη όπερα βασισμένη στο αρχικό κείμενο. Ο Γιαννάκης είναι ένας νεαρός ποιητής, ο οποίος είναι σοβαρά άρρωστος και νιώθει ότι ο χρόνος του τελειώνει. Περνάει την παραμονή των Χριστουγέννων τις δύσκολες αυτές ώρες σε μία μικρή καλύβα με τη μητέρα του τη Ζαχαρούλα, αναπολεί τους θρύλους του χωριού του και ονειρεύεται τις νεράιδες του βουνού. Η φαντασία του τον ταξιδεύει δίπλα τους και ονειρεύεται να περάσει τις τελευταίες του στιγμές με την αγαπημένη του. Περιμένουν από τον άλλο αδερφό το Σωτηράκη να φέρει κάτι φαγώσιμο, ενώ τους επισκέπτεται και η Κυριάκαινα, μια γειτόνισσα, της οποίας την κόρη αγαπά κρυφά ο Γιαννάκης. Η Ζαχαρούλα της δίνει ένα δαχτυλίδι με διαμάντια που αποτελεί οικογενειακό κειμήλιο για να το πουλήσει και να εξοικονομήσει κάποια λιγοστά λεφτά για το άρρωστο παιδί. Αυτό ζητά να κόψουν την πατροπαράδοτη "κουλούρα" σύμφωνα με το έθιμο και από τον αδερφό του να του πει τα κάλαντα. Τέλος λέει στη μητέρα του να πει ένα παραμύθι. Αυτή επιλέγει να διηγηθεί την ιστορία του δαχτυλιδιού και αρχίζει να ξετυλίγει το παρελθόν του, που τον οδηγεί στο όνειρό του να συναντήσει τη Νεράιδα του Βουνού. Τη δραματουργική επεξεργασία υπογράφουν ο σκηνοθέτης και η Αθηνά Σακαλή.
Ο Παύλος Παυλίδης σκηνοθετεί την παράσταση εμπλέκοντας στο λόγο τη ζωντανή μουσική και ενισχύοντας με νότες και τραγούδια την αφήγηση, εναλλάσσοντας το παρελθόν με το παρόν, το παραμύθι με την πραγματικότητα. Διατηρεί σε μεγάλο ποσοστό την ντοπιολαλιά του αρχικού κειμένου και ενισχύει το παραδοσιακό ύφος της αφήγησης με ζωντανό μοντέρνο ήχο, με την ποίηση να γίνεται τραγούδι. Το γραμμικό αρχικό στήσιμο των ηθοποιών που κοιτούν τους θεατές πάνω σε ένα στενό ξύλινο πάγκο και μιλούν, τραγουδούν και παίζουν μουσικά όργανα, ανακατεύεται, γίνεται κίνηση, που έχει ένταση και πάθος, γίνεται εναλλαγή χαρακτήρων που δεν έχει φύλο και ηλικία με το λόγο να μην υπακούει σε προσωποποιημένους ρόλους και μια συνεχής ροή ενέργειας, φαντασίας και συναισθήματος με προορισμό το θεατή. Ο ρυθμός είναι γρήγορος, συχνά φρενήρης, το όνειρο ισορροπεί με την πραγματικότητα, το παρελθόν καθοδηγεί και δικαιολογεί το παρόν και σκιαγραφεί ένα μέλλον όπου η σκιά του θανάτου γίνεται ένα αισιόδοξο μήνυμα συνέχειας της ζωής. Ο πάγκος γίνεται με ένα απλό, σχεδόν μαγικό τρόπο τραμπάλα, όπου ισορροπούν η φαντασία με τον αντικειμενικό κόσμο, η αρρώστια με τη ζωή, ο θάνατος με τον έρωτα και την ελπίδα. Στο τέλος γίνεται ο ανήφορος του Γιαννάκη προς την κρυψώνα της Νεράιδας, την αθανασία, το πέρασμά του σε ένα άλλο, "καλύτερο" σύμπαν. Η σκηνοθετική οπτική σέβεται απόλυτα το νοηματικό πλούτο του κειμένου και τον φρεσκάρει με μια ματιά σύγχρονη, ζωντανή, έξυπνη, καθοδηγώντας εξαιρετικά μια ερμηνευτική ομάδα απόλυτα συντονισμένη, συμπαγή, δεμένη, όπου ο καθένας ζει και απολαμβάνει το ρόλο του μεταδίδοντάς τον στο θεατή.
Οι ρόλοι όπως προείπα δεν είναι απόλυτα προσωποποιημένοι και ο λόγος συχνά αλλάζει σκυτάλη χωρίς να ενδιαφέρεται για φύλο και ηλικία.
Ο Νικόλας Παπαδομιχελάκης, ο Παναγιώτης Γαβρέλας και ο Σπύρος Χατζηαγγελάκης παίζουν το νεαρό Γιαννάκη.
Ο πρώτος με ένα σχεδόν εφηβικό παράπονο στο βλέμμα και ένα κρυμμένο λυγμό στη φωνή, ψηλαφεί όλη την τρυφερότητα και την ευαισθησία του νεαρού καλλιτέχνη, την αγωνία του στο κατώφλι του θανάτου και τον αγνό, άδολο, κρυφό του έρωτα για την Ερωφίλη.
Ο Παναγιώτης Γαβρέλας προσθέτει τις δικές του ιδιαίτερες πινελιές στην πολυπλοκότητα της ψυχοσύνθεσης του ποιητή, με το λόγο, τη μουσική, την κίνηση και τη φωνή του, συντελώντας στη μετάβαση του ήρωα στο δυναμικό και παθιασμένο αερικό του Σπύρου Χατζηαγγελάκη.
Αυτός δυναμικός, παθιασμένος, αεικίνητος, αποφασισμένος να συναντήσει τη Νεράιδα των ονείρων του, καταθέτει όλο του το ταλέντο και την αστείρευτή του ενέργεια στη σκηνή για το πέρασμα του ήρωα σε σε μια λυρική αθανασία, γιορτάζοντας το θάνατο με αισιοδοξία και ελπίδα.
Η Ειρήνη Μακρή γίνεται η μάνα που αγωνιά για το παιδί της, προσπαθεί να αντιμετωπίσει την ανέχεια της οικογένειάς της, αλλά θέλει να παραμείνει το στήριγμά της. Οι εναλλαγές της ψυχολογίας της, τα βάρη και οι ελπίδες της αποτυπώνονται στο ηχόχρωμα της φωνής της, στην έκφραση του προσώπου της, στο βεβιασμένο της χαμόγελο.
Η Αθανασία Κουρκάκη είναι μεταξύ άλλων η δροσερή, όμορφη και εύθραυστη Ρωφίλη, ο κρυφός έρωτας του Γιαννάκη. Γλυκιά, γοητευτική, χαμηλοθωρούσα, με μία παιδική αθωότητα στη φωνή και μια νεανική γοητεία στην κίνησή της πλάθει μια πολύ επιτυχημένη εικόνα του κοριτσιού.
Η Νατάσα Ρουστάνη έπαιξε την Κυριάκαινα, την λίγο κουτσομπόλα αλλά πονετική γειτόνισσα και μητέρα της Ρωφίλης. Αμήχανη μπροστά στην αγωνία των ερωτήσεων του Γιαννάκη, ψυχολογικό στήριγμα της μάνας του, δημιουργεί έναν πολύ αντιπροσωπευτικό τύπο γυναίκας του χωριού, όπου η γειτονιά ήταν το δεύτερο σπίτι της.
Η Χρύσα Κοτταράκου υποδύεται το Σωτήρη, τον αδερφό του νεαρού ποιητή, ένα παιδί της βιοπάλης, που προσπαθεί με τις όποιες δυνάμεις του να συμβάλλει στην πενιχρή οικονομία της οικογένειας. Απλή, με καθαρό και λιτό λόγο, αποτελεί και αυτή ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του ερμηνευτικού παζλ της παράστασης. Όλη η ομάδα έχει υποδειγματική συνεργασία και αλληλοστήριξη στη σκηνή, συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλο.
Το σκηνικό του Σπύρου Δουκέρη εκπλήσσει ευχάριστα με την πολλαπλή λειτουργικότητα και την ευφυία της σύλληψής του, αποτελώντας ένα δυναμικό εργαλείο της σκηνοθετικής οπτικής. Τα κοστούμια της Λίνας Σταυροπούλου λιτά και αντιπροσωπευτικά της απλότητας των ανθρώπων ενός χωριού της ελληνικής υπαίθρου.
Η μουσική διδασκαλία της Βαλέριας Δημητριάδου προσεγμένη στη λεπτομέρεια.
Ο σχεδιασμός των φωτισμών έγινε από την Ιωάννα Ζέρβα και δημιούργησε μια ατμόσφαιρα όπου συνυπήρχε το σκοτάδι με το εσωτερικό φως των ηρώων, το όνειρο και η αλήθεια.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Tempus Verum, παρακολούθησα μια νεανική παράσταση ενός έργου όχι ιδιαίτερα γνωστού, γραμμένου πριν από 120 χρόνια, το οποίο όμως προσαρμόστηκε εξαιρετικά στο σήμερα, χωρίς να χάσει τίποτα από την ουσία και την ευαισθησία του. Η σκηνοθεσία φρέσκια και ευρηματική, συνδύασε το λόγο με τη μουσική, το τραγούδι και τη συνεχή κίνηση, αξιοποιώντας στο μέγιστο τις δυνατότητες της ερμηνευτικής ομάδας που στήριξε το εγχείρημα κάνοντας κατάθεση ταλέντου και ψυχής. Παρασύρθηκα αυθόρμητα ως θεατής στο σύμπαν της ιστορίας, στο συναίσθημα και την ευαισθησία της και ένιωσα πόσο ουσιαστικό και ευφάνταστο μπορεί να γίνει το θέατρο, όταν υπηρετείται με συνέπεια και σοβαρότητα.