ΘΕΡΙΣΜΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τρίτη, 02/05/2017 10:42
Το έργο του Δημήτρη Δημητριάδη με τίτλο "Θερισμός" σκηνοθετεί στη σκηνή Νίκος Κούρκουλος του Εθνικού Θεάτρου ο Δημήτρης Τάρλοου. Πέντε άτομα, δύο ζευγάρια και μια γυναίκα μόνη, βρίσκονται παρέα σε ένα ξενοδοχείο πολλών αστέρων στο Ακαπούλκο, αναζητώντας τη διαφυγή από την καθημερινότητα σε έναν επίγειο παράδεισο, προσπαθώντας να κάνουν ένα διάλειμμα από όλα αυτά που τους ταλαιπωρούν και τους φορτίζουν ψυχολογικά και συναισθηματικά. Υιοθετούν μια απραξία, μία έλλειψη συμμετοχής σε καθετί που μπορεί να τους προβληματίσει, αλλά κρατούν ανοικτά τα κινητά τους που τους στοιχειώνουν σαν Ερινύες, θυμίζοντάς τους ότι προσπαθούν να αποφύγουν, αποκαλύπτοντας με τον τρόπο αυτό στο θεατή μια χαραμάδα από την οποία μπορεί να παρακολουθήσει τα βαθιά τους προβλήματα. Τα παιδιά τους (ο Αντελίνο και η Σέλμα) προσπαθούν με συμπεριφορές ακραίες να τους τραβήξουν την προσοχή, ενώ η μόνη γυναίκα, δείχνει να κρέμεται από το χτύπο του τηλεφώνου της. Με περιβολή παραλίας, ξαπλωμένοι σε σεζλόνγκ, απολαμβάνοντας ένα ποτό, λικνιζόμενοι στις μεξικάνικες μελωδίες και με τον ήχο της θάλασσας να φτάνει ζωντανός και προκλητικός στα αυτιά τους, προσπαθούν ανεπιτυχώς να λησμονήσουν και να αφεθούν. Πάντα όμως υποβόσκουν μέσα στην ανθρώπινη φύση οι ανικανοποίητες επιθυμίες, αυτά που συχνά θέλουμε, αλλά δεν τολμούμε να διεκδικήσουμε από τη ζωή. Ο ηθικός και πνευματικός ξεπεσμός των ηρώων που παρακολουθούμε στη σκηνή είναι από τα κεντρικά "σχόλια" του συγγραφέα, μαζί με τη ματαιότητα της ζωής που αποζητά το θάνατο για να επιβεβαιωθεί, τα οποία διανθίζονται με αφηρημένες φιλοσοφικές προεκτάσεις, οι οποίες συχνά δείχνουν να μην κολλούν με την ατμόσφαιρα που θέλει να δημιουργήσει για τους ήρωές του. Δημιουργεί μια τεχνητή ασάφεια, μια χαλάρωση των ορίων των χαρακτήρων του και δε δείχνει να εμβαθύνει στα βαθύτερα αίτια της κάθε προσωπικής ιστορίας, αλλά απλά να την εξιστορεί με μία ειρωνικά κωμική χροιά. Έτσι συχνά ο λόγος κουράζει και ακούγεται ξύλινος, ηθικοπλαστικός και έντονα αφηρημένος. Η ανικανότητα των ηρώων να αναμετρηθούν με την πραγματική ζωή, ίσως και να πηγάζει από την αδύναμη και επίπεδη σκιαγράφησή τους από τον ίδιο το συγγραφέα.
Ο Δημήτρης Τάρλοου σκηνοθετεί την παράσταση, προσπαθώντας να αποτυπώσει με λεπτομέρεια το χαοτικό σύμπαν του συγγραφέα, αλλά και να εμβαθύνει στην μπερδεμένη ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων και κατ' επέκταση να τους ψυχαναλύσει. Πατά σε ρεαλιστικά μοτίβα και προσπαθεί μέσα από διαλόγους, αποσπασματικές απαντήσεις στα κινητά των πρωταγωνιστών και φιλοσοφικά φληναφήματα να ενεργοποιήσει το αισθητήριο του θεατή και να τον καλέσει σε συμμετοχή στο μικρόκοσμο των ηρώων. Μετά τις πρώτες όμως αναγνωριστικές ατάκες, ένιωσα το λόγο και τις καταστάσεις που περιγράφονται να βυθίζονται σε ένα πέλαγος αβεβαιότητας και ανυπαρξίας ουσιαστικής δράσης, οι οποίες με οδήγησαν συχνά στην ανία και στην αδυναμία ταύτισης με κάποιον από τους πρωταγωνιστές. Δεν ένιωσα να υπάρχει μια εξέλιξη, μία κλιμάκωση, η οποία να οδηγήσει σταδιακά σε μία κορύφωση που θα σηματοδοτούσε την πλοκή. Αντίθετα είχα συχνά το συναίσθημα που έχουμε στη "ρόδα" ενός λούνα παρκ, μια πορεία σε κύκλους που αναμασούν τα ίδια και τα ίδια, περιμένοντας κάποια στιγμή το τέλος σα λύτρωση. Οι κωμικές ατάκες, παρούσες σε αρκετές στιγμές του έργου, δεν είχαν την έκταση και την επίδραση που τους αναλογούσε, καθώς δεν είχαν τη δύναμη να φτάσουν επικοινωνιακά στην πλατεία, αλλά αφέθηκαν λίγο μετέωρες, χωρίς να έχουν την ειρωνική εσάνς της ματαιότητας του σύμπαντος των ηρώων. Η τελευταία σκηνή με τη ραπ εκφορά του λόγου είχε ένταση, πάθος, λειτούργησε αφυπνιστικά και αποτέλεσε δημιουργικό στοχασμό για το θεατή. Εξαιρετικά έξυπνη η προβολή των ανθρώπινων σκιών σε βίντεο, που έρχονται και παρέρχονται χωρίς νόημα και συγκεκριμένο ειρμό ψηλά από τη σκηνή.
Ο Περικλής Μουστάκης στο ρόλο του Ζουζού, δείχνει μια ονειροπαρμένη περσόνα, με κίνηση και λόγο που ακροβατεί μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας και κίνηση αργή, χαριεντιζόμενη και προσαρμοσμένη στην έξωθεν ατμόσφαιρα. Δείχνει να προσπαθεί να χαλαρώσει, να ηρεμήσει, να "ταξιδέψει", αλλά οι ειδήσεις από την κόρη του διασπούν τη νιρβάνα του. Πειστικός, αυθόρμητος, γνήσιος και εξαιρετικά συντονισμένος δείχνει να πατά γερά στα πόδια του και να έχει εμβαθύνει στους συμβολισμούς του χαρακτήρα του.
Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινείται και η ερμηνεία της Άννας Μάσχα υποδυόμενη τη Ρουμί, ένα χαρακτήρα αεικίνητο, νευρικό, που δεν αφήνεται, αλλά ένιωσα να είναι διαρκώς σε εγρήγορση σωματική και πνευματική. Ακόμα και στις πιο χαμηλότονες σκηνές της, δείχνει ότι είναι μέσα στο ρόλο της και ότι προσπαθεί να δώσει ανάγλυφες τις προεκτάσεις του.
Ο Νίκος Ψαρράς παίζει τον Ασσούρ και απομονωμένος στο μεγαλύτερο μέρος στο πίσω μέρος της σκηνής, ο λόγος του συχνά μοιάζει άνευρος και χωρίς ειδικό βάρος. Η κίνησή του χωρίς ένταση, χωρίς κατεύθυνση, έρχεται να συμπληρώσει μια περσόνα που έρχεται σε δεύτερη μοίρα στην όποια εξέλιξη της πλοκής και αδυνατεί να αφήσει το στίγμα του.
Η Αλεξία Καλτσίκη στο ρόλο της Λίκρα, έχει μια ισορροπία στη σκηνική της παρουσία. Χαμηλών τόνων εκεί που πρέπει, παρούσα και παρεμβατική σε καίριες στιγμές της ροής του έργου, ελέγχει το βάθος του χαρακτήρα και τις ιδιαιτερότητές του. Χωρίς λεκτικές κορώνες και με μια ήρεμη συμβατικότητα στο βλέμμα και στην κίνησή της, δείχνει να παρατηρεί και να συμμετέχει σε καίριες στιγμές, ελέγχοντας τα εκφραστικά της μέσα.
Η Μάρω Παπαδοπούλου ερμηνεύει την Μπόνα, μία μόνη γυναίκα, η οποία έχει συναισθηματικά κενά και βιώνει έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, μέσα από ένα τηλέφωνο. Η αδυναμία την ωθεί στην υπερβολή τόσο σε ένα λεκτικό ξέσπασμα κατά πάντων, αλλά και στην κίνηση, η οποία μοιάζει επιτηδευμένη και χωρίς στόχο και προσανατολισμό και συχνά προηγείται του λόγου.
Το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου με ένα μεγάλο καναπέ και τέσσερις ξαπλώστρες αφήνει τον απαραίτητο χώρο στους ηθοποιούς για κίνηση, χωρίς να δείχνει γυμνό, αλλά και χωρίς ιδιαίτερη προσωπικότητα.
Τα κοστούμια της ίδιας ήταν αμφιέσεις παραλίας, απλές και αντιπροσωπευτικές, αλλά ευφυώς διαφορετικές για κάθε χαρακτήρα.
Η μουσική της Κατερίνας Πολέμη, σε λάτιν ρυθμούς, έδωσε ένα ρυθμό και μια καλοκαιρινή αίσθηση στην παράσταση, ενώ η κίνηση της Κορίνας Κόκκαλη συνόδεψε το λόγο και στις περισσότερες σκηνές έδεσε αρμονικά μαζί του.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου κυρίως με γενικά πλάνα και λιγότερο εστιασμένοι σε πρόσωπα.
Συμπερασματικά, στη σκηνή Νίκος Κούρκουλος του Εθνικού, είδα μια παράσταση, η οποία βασίστηκε σε ένα επίκαιρο από πλευράς θεματικής κείμενο, αλλά αρκετά φλύαρο και με φιλοσοφικές προεκτάσεις, οι οποίες ανακυκλώνουν μοτίβα και δεν προτείνουν λύσεις,. Η σκηνοθεσία ακολούθησε το κείμενο και σε πολλές σκηνές δεν είχε το νεύρο και την ένταση που χρειάζεται για να κάνει συμμέτοχό της το θεατή, να τον κάνει να φιλοσοφήσει μαζί της και να επικοινωνήσει τα νοήματά της. Οι ερμηνείες είχαν στην πλειοψηφία τους δυναμική, αλλά δεν είχαν πάντα συντονισμό και υπηρέτησαν ένα λόγο με λιγότερη ουσία και περισσότερο αφηρημένη κατεύθυνση.