ΘΕΛΩ ΜΙΑ ΧΩΡΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΘΕΛΩ ΜΙΑ ΧΩΡΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.1/5 κατάταξη (11 ψήφοι)

Ζόμπι στην παραλία!

Το έργο «Θέλω μία χώρα» (2013) του Ανδρέα Φλουράκη προκαλεί αυτομάτως συγκρίσεις με το «Πεθαίνω σα χώρα» (1978) του Δημήτρη Δημητριάδη. Όχι μόνο επειδή η συνάφεια του τίτλου ανακαλεί συνειρμικά το παλαιότερο εξαιρετικό κείμενο, αλλά γιατί και στην ροή του έργου του, ο Φλουράκης αναφέρεται επίμονα σε ιδέες κυρίαρχες σε έργα και κείμενα του Δημητριάδη, όπως είναι λ.χ. η πίστη στην καθαρτήρια δύναμη του βίαιου τέλους, μιας καταστροφής που κλείνει τελειωτικά τα φαύλα κεφάλαια, σαν κι αυτές που στηρίζουν την θεολογία διαφορετικών θρησκειών (την εβραϊκή και την χριστιανική συμπεριλαμβανομένων – σκεφτείτε τον Κατακλυσμό ή την καταστροφή των Σοδόμων). Η ιδέα της ανελέητης τιμωρίας που λειτουργεί σαν σοκ και σαν «ευκαιρία» επανεκκίνησης υπάρχει σε αρκετές εκδοχές και στην αρχαία ελληνική μυθο-(θεο-)λογία, που αποτελεί την πρώτη ύλη της τραγωδίας. Ο Δημητριάδης έχει μελετήσει και μεταφράσει αρχαίες ελληνικές τραγωδίες και είναι φυσικό ιδέες του τραγικού είδους να περιλαμβάνονται στο ευρύ διακείμενο της δραματουργίας του, αφομοιωμένες και αποδοσμένες πρωτότυπα.

Το να βάζει ένας συγγραφέας ψηλά τον πήχυ, να αναφέρεται, ακόμη και να επηρεάζεται από τους σπουδαίους συγγραφείς τους παρελθόντος ή άλλης γενιάς από την δική του, είναι φαινόμενο σύνηθες και δόκιμο εφόσον η επιρροή μετουσιώνεται σε νέα αυθεντική δημιουργία. Προϋποθέτει, όμως, την ενσυναίσθηση του συγγραφέα: πού στέκεται ο ίδιος και το έργο του.

Γιατί στην περίπτωση που δεν μπορεί να φτάσει το έργο αναφοράς , ο συσχετισμός και η σύγκριση που προκαλεί είναι ισοπεδωτικός. Δεν μπορεί, δηλαδή, στην σκοτεινή, εσχατολογική, ποιητική πεζογραφία του «Πεθαίνω σαν χώρα», η «αντιπρόταση» ενός εκπροσώπου της συγγραφικής γενιάς του 2000 (χονδρικά) να είναι:

«-Θέλω μια εισβολή στη χώρα μου
-Μια ένοπλη εισβολή από άλλη χώρα
-Μια επέλαση τεθωρακισμένων στα σύνορα
-Μια καλομελετημένη εισβολή από τη θάλασσα για τα πετρέλαια στο Αιγαίο.
-Να βρέχει πυραύλους όπως το ’99 στο Βελιγράδι […]
-Δεν μας φτάνει δηλαδή η χρεοκοπία;
-Η ανεργία;
-Μας φτάνει και μας περισσεύει.
-Ένα τσουνάμι είναι πιο αβανταδόρικο [..]»

Δεν μπορεί η καταστροφολογική επίκληση να καταλήγει σε «χιούμορ» και σε απλοϊκά συμπεράσματα τύπου: «Από τις καταστροφές μαθαίνουν οι άνθρωποι»! Και μπορεί η μορφή του έργου να παίζει με την έννοια της «χορικότητας», του συλλογικού υποκειμένου που εμφανίζεται σαν πολυπρόσωπο σύνολο επί σκηνής, αλλά ο λόγος που διατυπώνεται στο «Θέλω μια χώρα» μας γυρίζει κατευθείαν στον ρεαλισμό της κακής ηθογραφίας. Τα πρόσωπα του έργου του, η νέα γενιά των Ελλήνων, μοιάζουν σαν σύνολο δυσλεκτικών που αναπαράγουν έναν πολτό από κλισέ και ανοησίες, που κρυφοπαίζουν με φασιστικές και θρησκοληπτικές ιδέες, που αμφισβητούν τα πάντα και συγκατανεύουν στα πάντα με την ίδια, υποτίθεται απεγνωσμένη, σύγχυση. Αλλά όταν κάθε πρόταση που διατυπώνεται, ακυρώνεται από την επόμενη (από συγγραφική φιλοδοξία να αποτυπωθεί –φαντάζομαι- η πολυφωνία και το χάος των απόψεων), στο τέλος δεν μένει μία που να μπορείς να κρατήσεις. Κι όταν δεν υπάρχει πρόταση, δεν υπάρχει και λόγος, δεν υπάρχει Ιδέα. Αν θέλω ν’ ακούσω τις συνήθεις κοινοτοπίες που λένε πολλοί (ανεξαρτήτως ηλικίας) γύρω μας, αρκεί να καθίσω σε μια καφετέρια και να στήσω αυτί στις κουβέντες τους. Δεν θα πάω στο θέατρο.

Αναρωτιέμαι: σε εποχή τέτοιας βαθιάς κρίσης δικαιούνται οι συγγραφείς να αναπαράγουν την πιο άσχημη, την πιο απελπιστική εικόνα, αντί να την μετουσιώνουν σε κάτι άλλο που να αφήνει το φως να μπαίνει, έστω από τη χαραμάδα; Είναι δυνατόν, να προσπαθούμε να ζήσουμε σ’ αυτήν την χώρα, την ευλογημένη και καταραμένη ταυτόχρονα, να βιώνουμε το δράμα της, νιώθοντας συχνά εξόριστοι στην έννοια της «πατρίδας», κι οι συγγραφείς από τα γραφεία τους να προσπαθούν να μας σοκάρουν με την επίκληση της καταστροφής που της/μας αξίζει; Μπορούν να «παίζουν» με ιδέες που μπορούν εύκολα να καταλήξουν σε φασιστικού πνεύματος αφορισμούς; (Παρεμπιπτόντως, και παρά την ομολογημένη εκτίμησή μου στο έργο του, τρόμαξα με το «Βδέλυγμα» του Δημητριάδη. Όταν έχεις γράψει το «Εμείς και οι Έλληνες», βάζεις τελεία και δεν επανέρχεσαι).

Κι επειδή βλέπω ότι εκτιμώνται τα επικαιρικά στοιχεία που υιοθετούν κάποιοι συγγραφείς ως ένδειξη αλήθειας και ζωντάνιας του λόγου και του έργου τους, ας καταθέσω εδώ τον αντίλογο. Ο δημιουργός οφείλει ή όχι, ν’ αντιμετωπίζει με διαφορετικούς, καλλιτεχνικούς όρους αυτά που εισπράττει από το περιβάλλον στο οποίο ζει, και στο οποίο απευθύνεται με το έργο του; Γιατί, τότε, στην ‘πραγματικότητα’ των νέων που θέλουν μιαν άλλη χώρα αλλά δεν αποφασίζουν να φύγουν, στέκει αμείλικτη η πραγματικότητα των περισσότερων από 200.000 νέων Ελλήνων (εκ των οποίων πολλοί είναι περιζήτητοι επιστήμονες) που έχουν αναζητήσει ήδη ζωή και μέλλον σε άλλες χώρες - ένας τρομακτικά υψηλός αριθμός που κάθε χρόνο κρίσης αυξάνεται.

Ωστόσο το πρόβλημα με το «Θέλω σα χώρα» που παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών, και τώρα παίζεται στο Θέατρο Τέχνης, δεν αφορά μόνο το κείμενο αλλά και την παράσταση. Η Μαριάννα Κάλμπαρη αντί να επιδιώξει να διαμορφώσει διακριτά υποκείμενα μέσα από τον καταμερισμό του λόγου, ενίσχυσε την ομαδοποίηση, την συλλογική εκφώνηση, την πανομοιότυπη εμφάνιση. Απόφοιτοι και σπουδαστές της δραματικής σχολής του ιστορικού θεάτρου του Κουν, 12 αγόρια και άλλα τόσα κορίτσια κατεβαίνουν σα ζόμπι με ρούχα παραλίας από την σκάλα του Θεάτρου Τέχνης (στη Φρυνίχου), για να καταλήξουν σε πάγκους που μοιάζουν αρχικά με κρεβάτια νεκροτομείου και στη συνέχεια με σεζ-λονγκ στην παραλία. Τότε το σύνολο γδύνεται και όλοι μένουν με τα μαγιό τους –οπότε συμβαίνει το εξής φυσιολογικό: αντί να προσέχεις τι λένε, έχοντας ήδη καταλήξει ότι δεν χάνεις και τίποτα σπουδαίο αν αφαιρεθείς, παρατηρείς ποιοι από τους ηθοποιούς είναι γυμνασμένοι, ποιο μαγιό είναι πιο ωραίο κ.ο.κ.

Κατά διαστήματα τον λόγο των αφασικών διακόπτει η Ρένη Πιττακή, αυτή η σπουδαία ηθοποιός του Κουν, η οποία σαν εκπρόσωπος μιας άλλης εποχής, ενός διαφορετικού λόγου και ήθους, ερμηνεύει ποιήματα του Μανώλη Αναγνωστάκη («Ο νεκρός», «Η επίγνωση», «Όταν αποχαιρέτησα») κι ένα απόσπασμα από τον «Μικρό Ναυτίλο» του Ελύτη. Άλλη μία σύγκριση, συντριπτική για τα σημερινά δεδομένα, προκύπτει αν σκεφτεί κανείς ότι το ‘μύθο’ του ο Κουν τον στήριξε σε μεγάλο βαθμό στα σπουδαία έργα που επέλεγε. Εκπαίδευε τους ηθοποιούς του, και το κοινό, μέσα από κορυφαίες στιγμές της παγκόσμιας δραματουργίας, επενδύοντας ταυτόχρονα σε σημαντικά ελληνικά έργα που ανανέωσαν τη θεατρική γραφή της εποχής του.

Η δραστήρια και ικανή Μαριάννα Κάλμπαρη, ως διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης, οφείλει να ξαναδεί το ζήτημα όχι απλώς της εκπαίδευσης των ηθοποιών, αλλά της ίδιας της υπόστασής του μέσα στον χώρο του θεάτρου, βάσει των αρχών του Κουν. Με υψηλή αισθητική, που μπορεί να επιτευχθεί ακόμη και με φθηνά υλικά όταν υπάρχει ταλέντο και έμπνευση. Και με καλά έργα. Και, επιτέλους, προτού ριχθούν οι νεαροί ηθοποιοί στη χοάνη του μεταμοντερνιστικού «Όλα επιτρέπονται», ας μάθουν πρώτα να παίζουν τα παλιά «καλογραμμένα έργα», ας μάθουν τους κλασικούς, ας γίνουν επαρκείς σ’ αυτό που αποδεδειγμένα αξίζει, για να μπορέσουν να υποστηρίξουν ικανοποιητικά καινούργιες, αδοκίμαστες, συχνά ανερμάτιστες, γραφές και τρόπους.

«Κι όμως η τέχνη απευθύνεται σε όλους και πολλές φορές ημερώνει τον τίγρη με το τραγούδι της. Κι όχι σπάνια τον αναγκάζει να τραγουδήσει κι αυτός μαζί της» έγραφε κάποτε ο Μπρεχτ. Αλλά για να συμβεί αυτό, πρέπει να δούμε όλη την υπόθεση του θεάτρου διαφορετικά. Λιγότερες παραστάσεις, λιγότερες ευκολίες, ίσως να είναι το πρώτο αναγκαίο βήμα.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.