ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 03/03/2016 14:18
Την κλασσική κωμωδία του Μολιέρου ΤΑΡΤΟΥΦΟΣ (υπότιτλος Οι Απατεώνες), επέλεξαν να σκηνοθετήσουν οι Αιμίλιος Χειλάκης και Μανώλης Δούνιας, στη σκηνή του Θεάτρου Κιβωτός.
Ίσως το πιο πολυπαιγμένο έργο του διάσημου Γάλλου δραματουργού, είναι ένα έργο γραμμένο πριν από 350 χρόνια, αιρετικό για την εποχή του, το οποίο απαγορεύτηκε για 5 χρόνια στο Παρίσι με εντολή του Αρχιεπισκόπου και χρειάστηκε εντατική προσπάθεια του συγγραφέα με διαβήματα και επιστολές προς το βασιλιά Λουδοβίκο το 14ο για να επιτραπεί τελικά η παρουσίασή του στη σκηνή.
Ο Οργκόν είναι ένας οικογενειάρχης της μεσαίας τάξης, έξυπνος και γενικά εύστροφος, που για κάποιο περίεργο λόγο (που ο συγγραφέας δεν αναφέρει πουθενά στο έργο) εντυπωσιάζεται από την προσωπικότητα που του παρουσιάζει ο Ταρτούφος, τον βάζει σπίτι του, τον περιβάλλει με την απόλυτη εμπιστοσύνη του, του προξενεύει την ίδια του την κόρη που είναι αρραβωνιασμένη με άλλον και φτάνει στο σημείο να αμφισβητεί την ίδια του την οικογένεια και να έρθει σε σύγκρουση με αυτή, πριν πειστεί ιδίοις όμμασι για την υποκρισία και την ψευτιά του συγκεκριμένου χαρακτήρα. Ο Ταρτούφος από την άλλη είναι ένας τύπος ψευτοθρησκευόμενος, που υποδύεται τον παπά, παρουσιάζεται ως υπέρμαχος της αρετής και της ενάρετης ζωής και αναστατώνει την ενδοοικογενειακή γαλήνη της οικογένειας κατά το προσωπικό του δοκούν.
Η δραματουργική επεξεργασία της παράστασης ανήκει στο σκηνοθετικό δίδυμο και βασίστηκε κυρίως στη νέα μετάφραση του κειμένου που έγινε από το Γιώργο Μπλάνα σε έμμετρο τόνο, η οποία μπορεί να αιφνιδιάζει το θεατή, αλλά είναι δυναμική, συνεπής, με πυκνότητα, ροή και συνέχεια και αποδεικνύει ότι ο λυρισμός και η ποίηση μπορούν να συνυπάρξουν με την κωμωδία και τη σάτιρα και να αποτελέσουν οχήματα που θα εκφράσουν τα μηνύματά της.
Η σκηνοθετική οπτική των Αιμίλιου Χειλάκη και Μανώλη Δούνια ξεφεύγει από την κλασσική και "ασφαλή" γραμμή σκηνοθεσίας και ενσωματώνει σε αυτή και την αισθητική διάθεση του διδύμου. Δεν αφηγούνται απλά το λόγο, αλλά "στήνουν" παράσταση, όπου κίνηση, σκηνικά και κοστούμια έχουν τη σημειολογία τους και το λόγο ύπαρξής τους σε αυτήν.
Το πρώτο μέρος είναι πιο αναγνωριστικό και πιο ευφρόσυνο, ακολουθώντας συχνά ρυθμούς commedia del' arte και με αρωγούς τις μάσκες των ηρώων, ίσως ακόμα και καρναβαλικής πατέντας. Σατιρίζει με πάθος τη θρησκοληψία, τα ψευδεπίγραφα χρηστά ήθη, την υποκρισία και τη διπλοπροσωπία, την ψυχολογία του όχλου, δικαιολογώντας απόλυτα και τον υπότιτλο του έργου. Η σάτιρα δε μένει μόνο στην επιφάνεια, αλλά πάει βαθύτερα, διαμορφώνοντας σκέψεις και συναισθήματα των ηρώων. Ο μεγάλος κεκλιμένος, παραμορφωτικός καθρέφτης του σκηνικού δίνει ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στη σάτιρα της υποκρισίας και της απατεωνιάς, σε συνδυασμό με τις προσεκτικά σχεδιασμένες μάσκες πάνω στα πρόσωπα των ηθοποιών.
Το δεύτερο μέρος αποκτά και μια πιο σκοτεινή προβληματική, επεξεργάζεται τις ψυχολογικές διακυμάνσεις των χαρακτήρων του και απεργάζεται τη λύση της ιστορίας και την τακτοποίηση των σχέσεων των χαρακτήρων. Τίποτα δε δίνεται σε υπερβολικές δόσεις, εκτός ίσως από κάποιους διαλόγους, οι οποίοι είναι καρτουνίστικοι. Επίσης η ένταση της φωνής υπάρχουν στιγμές που ξεπερνά την επιθυμητή ένταση, αλλά γρήγορα οι σκηνές αυτές κυλούν και δεν επηρεάζουν τη συνολικότερη ατμόσφαιρα και ισορροπία της παράστασης.
Γενικότερα, οι συγκερασμοί που επιχειρούν οι σκηνοθέτες και η εισαγωγή της νέας, φρέσκιας ματιάς και προσέγγισης, γίνονται με μέτρο, συνέπεια και φυσικά ενταγμένες πλήρως στο πνεύμα του έργου. Κανένας δεν είναι αθώος, κανένας δεν είναι άμοιρος ευθυνών, αλλά όλοι λειτουργούν με ένα ομαδικό κίνητρο, προσέχοντας ταυτόχρονα και την ατομική του παρουσία. Λόγω και της φύσης του έργου τα όρια των ρόλων δεν είναι ασφυκτικά οριοθετημένα και δίνονται περιθώρια ατάκας και αυτοσχεδιασμού, τα οποία ενίοτε αξιοποιούνται κατάλληλα στη ροή της παράστασης.
Ο Αιμίλιος Χειλάκης στον ομώνυμο ρόλο του έργου, ξεκίνησε λίγο διστακτικά, ως προς την ένταση και το πάθος του λόγου του. Γρήγορα και βοηθούντων των διαλόγων, η ισορροπία του βρέθηκε και ανέβασε τόνο και δυναμική. Ο Ταρτούφος του, έχει μια πιο σκεπτόμενη χροιά, αυστηρή και απόλυτα ελεγχόμενη και εντάσσει την κωμωδία στη γενικότερη κοσμοθεωρία του, την οποία προβάλλει στην οικογένεια. Όταν οι πραγματικές μάσκες πέφτουν και η αλήθεια αποκαλύπτεται, οι άμυνές του υποχωρούν και καταλήγει στη λύση της αυτοτιμωρίας. Συνδυάζει την απλοϊκότητα με την πονηριά και δίνει ένα ρόλο με δύο όψεις, δύο ταυτότητες και δύο ουσιαστικά εαυτούς. Γενικά παρουσιάζει μια στέρεη και συνεπή παρουσία στη σκηνή του Κιβωτός.
Ο Άλκις Κούρκουλος, υποδύεται το χαρακτήρα του οικογενειάρχη Οργκόν, που παρασύρεται από τη μαγεία του Ταρτούφου και γίνεται έρμαιό του, μη διστάζοντας να συγκρουστεί και με την οικογένειά του. Συνταιριάζει με το πάθος και τη δυναμική του Ταρτούφου και οι ενδοοικογενειακές του σχέσεις έχουν εντάσεις και μικροσυγκρούσεις. Ο τόνος του δεν ανεβαίνει πολύ, παραμένει εσωτερικός και κοντρολαρισμένος, διανθισμένος και με μια υφέρπουσα ειρωνεία, η οποία επιτείνει τη δική του υποκρισία. Προσπαθεί να τιθασεύσει την οικογένειά του, με κινήσεις του προσώπου του, λόγο κοφτό και μετρημένο στις εξάρσεις του και περιορισμένη κίνηση, δίνοντας προφίλ πάτερ φαμίλιας.
Η Ράνια Οικονομίδου ερμηνεύοντας το χαρακτήρα της γιαγιάς Περνέλ, τον μπολιάζει με το προσωπικό της στίγμα και γίνεται μια περσόνα που έχει τύπο και προσωπικότητα. Με αποκρυσταλλωμένες απόψεις που δε διστάζει να πει και να αναλύσει, έχει μια παρουσία σαρωτική στη σκηνή ως προς το λόγο και την αιχμηρότητά του, παρά την περιορισμένη της φυσική κινητικότητα. Έχοντας εμβαθύνει στο ρόλο, σχεδόν ταυτίζεται με αυτόν και είναι απολαυστική τόσο στο μονόλογό της, όσο και στους διαλόγους της με τους υπόλοιπους ήρωες.
Η Αθηνά Μαξίμου σα σύζυγος του Οργκόν, είναι λίγο στυλιζαρισμένη στην κίνησή της, ειδικά στο πρώτο μισό της παράστασης. Ο λόγος της και οι εκφράσεις του προσώπου της προσδίδουν ειρωνεία και την απαραίτητη κωμική χροιά στο ρόλο και είναι πολύ καλή στη σκηνή της αποπλάνησης.
Η Γιάννα Παπαγεωργίου στο ρόλο της επίμονης, φλύαρης αλλά και δυναμικής υπηρέτριας, βλέπει από την αρχή την αλήθεια στον Ταρτούφο και την υποστηρίζει σθεναρά. Με φυσική κωμική φλέβα, ένιωσα τις ατάκες της να είναι γνήσιες, χιουμοριστικές, αυθόρμητες και να διασκεδάζει και η ίδια την παρουσία της στη σκηνή, απογειώνοντάς την.
Ο Αλέξανδρος Βάρθης στο χαρακτήρα του γιου του Οργκόν δίνει συχνά μια καρτουνίστικη ταυτότητα σε αυτόν με συνεχή εναλλαγή των εκφράσεών του, λόγο που αλλάζει συνέχεια ηχόχρωμα και μια μπουφόνικη έκφραση καλού κωμικού. Έχει κατανοήσει τις απαιτήσεις του ήρωα που υποδύεται και τον οδηγεί στα όρια, αλλά με αξιοπρέπεια και χωρίς ίχνος αισθητικής υποβάθμισής του.
Ο Τσιμάρας Τζανάτος παίζοντας το Βαλέριο, υποψήφιο γαμπρό της κόρης του Ταρτούφου, βάζει μπρίο, διάθεση και φλέγμα στο παίξιμό του σε ένα μικρό, αλλά χαρακτηριστικό ρόλο.
Ο Άγγελος Μπούρας υποδυόμενος τον Κλεάντ με χιούμορ και ειρωνεία προσδίδει μια ιλαροτραγική φινέτσα στην ερμηνεία του μην ξεφεύγοντας από το μέτρο και το γενικότερο σκηνικό κλίμα.
Η Φραγκίσκη Μουστάκη, η κόρη του Οργκόν, έχει μια χλωμή εκκίνηση στη σκηνή, δείχνοντας λίγο τρακαρισμένη, αλλά συν τω χρόνω βρίσκει ρυθμό, βελτιώνεται, αποβάλλει το άγχος και συντονίζεται με τον υπόλοιπο θίασο αρμονικά.
Τέλος, ο Γιώργος Λιάντος συμπληρώνει έναν πολυπληθή θίασο, ο οποίος δείχνει καλοκουρδισμένος και με καλή χημεία.
Τα σκηνικά του Κωνσταντίνου Ζαμάνη είναι έξυπνα, ευφάνταστα, δημιουργικά και παίζουν ενεργό ρόλο στη ροή και την εξέλιξη του έργου. Υπηρετούν πλήρως το σκηνοθετικό όραμα και το πνεύμα του συγγραφέα και είναι απόλυτα λειτουργικά.
Τα κοστούμια του ίδιου και του Miltos Couture αντιπροσωπευτικά της εποχής του έργου και υπηρετώντας την υπόγεια ειρωνεία της παράστασης.
Η κίνηση του Θεμιστοκλή Παυλή είναι προσεκτικά χορογραφημένη και λεπτομερειακή. Συνοδεύει με συνέπεια και αρμονία το κείμενο και δίνει μια κινητικότητα στην παράσταση, συντελώντας στην ευφρόσυνη και σατιρική της ατμόσφαιρα.
Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου είναι και αυτοί ενισχυτικοί της ατμόσφαιρας του έργου, ενώ η πρωτότυπη μουσική του Λάμπρου Πηγούνη έντυσε με ήχους την παράσταση και ενίσχυσε το ηχητικό της χρώμα.
Συμπερασματικά, το ανέβασμα του Ταρτούφου στο Θέατρο Κιβωτός, έχει πολλή φρεσκάδα και φέρνει καινοτομίες σε μια κλασσική και πολυπαιγμένη κωμωδία, δικαιολογώντας απόλυτα τους λόγους που οι συντελεστές της επέλεξαν να την ανεβάσουν. Η διαχρονικότητά της ούτως ή άλλως δεν αμφισβητείται και βασισμένοι σε μια μοντέρνα και ποπ αισθητική οι σκηνοθέτες φέρνουν στο σήμερα την ιστορία, τονίζουν τις ιδιαίτερες πτυχές και τα νοήματα του έργου και συνεπικουρούμενοι από ένα θίασο που είναι συντονισμένος και παίζει με κέφι και διάθεση, εξελίσσουν μία παράσταση αξιόλογη, στην οποία θα περάσετε καλά, αν αποφασίσετε να επενδύσετε εκεί το θεατρικό σας βράδυ.
Φωτογραφίες: Γιάννης Πρίφτης
ΑΓΓΕΛΙΚΗ
15 Απρίλιος 2016 στις 12:43 | #
εξαιρετικη παρασταση...ωραιες ερμηνειες...μας ταξιδεξε στην εποχη του ο Μολιερος, με ενα θεμα ιδιαιτερα επικαιρο!!!!
απάντηση