TALGO | ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 27/01/2020 21:41
«Αρκεί ένα λεπτό για να ερωτευθείς, μια ώρα για να συμπαθήσεις και μια μέρα για να αγαπήσεις. Όμως μια ολόκληρη ζωή δεν αρκεί για να ξεχάσεις», είχε πει ο Ιρλανδός συγγραφέας, Όσκαρ Ουάιλντ, και αυτή η φράση μοιάζει να ταιριάζει απόλυτα σε όσα διαδραματίζονται στο θέατρο Αλκμήνη, στην θεατρική μεταφορά του μυθιστορήματος του Βασίλη Αλεξάκη, «Τalgo».
Η παράσταση ξεκινάει με την ερώτηση «τι είναι ο έρωτας;», μια ερώτηση που έχει τόσες απαντήσεις, όσοι είναι και οι ερωτευμένοι πάνω σε αυτή τη γη.
Οι θεατές ανατρέχουν σε δικές τους ερωτικές εμπειρίες, σε ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή τους και τη συγκλόνισαν, σε άλλους που απλώς υπήρξαν αδιάφοροι ή πλέον δεν θυμούνται, καθώς και σε εκείνους που υπάρχουν ακόμα, προσπαθώντας διαρκώς να τους κερδίσουν, να αποδείξουν πως είναι άξιοι της αγάπης τους και της προσοχής τους.
Δύσκολο πράγμα ο έρωτας, σχεδόν απρόσιτος, απροσπέλαστος, γεμάτος παγίδες, περιπέτειες και άγνωστα μονοπάτια.
Σπάνια είναι προβλέψιμος και έρχεται όταν τον θελήσεις, συνήθως καιροφυλακτεί για να σε ξαφνιάσει και να εισχωρήσει μέσα σου προτού προλάβεις και ορθώσεις τις άμυνές σου. Έτσι όπως συνέβη και στο «Talgo» ανάμεσα στην «Ελένη» (Δήμητρα Μεσιμερλή) και τον «Γρηγόρη» (Μιχάλη Αλικάκο).
Κανένας από τους δύο δεν ήταν προετοιμασμένος, ίσως και να μην ήθελαν, να προτιμούσαν να συνεχίσουν να ζουν μέσα στα συμβατικά πλαίσια του γάμου τους, να φοβόντουσαν. Όταν, όμως, η ζωή σου κοντεύει να χάσει κάθε νόημα, μέσα στη ρουτίνα και τη μονοτονία της καθημερινότητας, τότε υπερβαίνεις όλες τις αναστολές και τις αμφιβολίες που έχεις και προχωράς για να ξαναβρείς τον χαμένο σου εαυτό. Δεν σκέφτεσαι τίποτα, δεν σε νοιάζει τίποτα. Το μόνο που αναζητάς είναι η ανάσα, το βλέμμα και τα χείλη του άλλου, για να χορέψεις ένα παθιασμένο τανγκό και να αναπνεύσεις – έστω και για μια στιγμή – το οξυγόνο του έρωτα.
Η παράσταση μάς μεταφέρει νοητά από την αστική κοινωνία της Αθήνας στο ρομαντικό Παρίσι κι από εκεί στην πολύβουη Βαρκελώνη, όπου η Ελένη και ο Γρηγόρης θα ζήσουν μια σπάνια εμπειρία σωματικής και νοητικής ταύτισης, ένα συναισθηματικό ντελίριο, απ' όπου κανένας δεν θα βγει αλώβητος. Το ξέρουν, αλλά το προσπερνούν, αφήνονται απλώς να γευτούν τη δύναμη που μπορεί να κρύβει ο αληθινός και ανεπιτήδευτος έρωτας, πριν βυθιστούν και πάλι στις άχρωμες ζωές τους, στις περίκλειστες, πλήρως ευθυγραμμισμένες, προσωπικές τους επικράτειες.
Η Δήμητρα Μεσιμερλή που πρωταγωνιστεί και έχει κάνει και τη διασκευή και τη σκηνοθεσία της παράστασης, δείχνει πως δεν φοβάται να πειραματιστεί και να αναψηλαφήσει τα όριά της. Στον ρόλο της εσοπτρίζεται μια γυναίκα που βγάζει πάθος, ερωτισμό και προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα, γέρνοντας πότε προς τη μία και πότε προς την άλλη πλευρά.
Ο Μιχάλης Αλικάκος αφουγκράζεται τις ανάγκες της παρτενέρ του, επιτρέπει στις ερωτικές στιγμές να αναπνεύσουν και αναδεικνύει με άρτιο τρόπο τον πολυεπίπεδο χαρακτήρα που ερμηνεύει.
Τα σκηνικά και τα κουστούμια της Εβελίνας Δαρζέντα είναι ατμοσφαιρικά, αναδίδουν την αίσθηση περασμένων εποχών, ενώ οι φωτισμοί του Αλέξη Χαϊμαλά συνεπικουρούν από την πλευρά τους στην εναλλαγή των σκηνών, φροντίζοντας να συναρμόζουν τις εσωτερικές ταλαντεύσεις με λειτουργικό τρόπο.
«Κι όταν θα πάψω να είμαι ερωτευμένη μαζί σου, Γρηγόρη, να ξέρεις ότι θα σ’ ευγνωμονώ που μου έκανες αυτό το δώρο. Μ’ ανέβασες στα ίδια μου τα μάτια, μ’ έκανες να αισθάνομαι μοναδική. Όταν γεράσω και με ρωτήσουν τι σημαντικό συνέβη στη ζωή μου, αυτό θα έχω να λέω: Μου έκαναν δώρο, κάποτε, λίγη παρισινή βροχή», λέει στο τέλος η «Ελένη».
Λίγη «παρισινή βροχή» ή αλλιώς λίγη χρυσόσκονη μέσα στη μουντή, τετριμμένη, κρυστάλλινη ζωή μας είναι αυτό που η παράσταση επιχειρεί να προσδώσει και το καταφέρνει επάξια στο μεγαλύτερο μέρος της.