ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 04/02/2016 12:35
Τη νέα παραγωγή του Θεάτρου Badminton με τίτλο ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ σκηνοθετεί ο Θέμης Μουμουλίδης. Βασισμένη στα τραγούδια του Θάνου Μικρούτσικου και την ποίηση του Νίκου Καββαδία, που αποτελούν τη βάση, πάνω στην οποία πλέκεται μια ιστορία, γύρω από τους ήρωες της παράστασης, ουσιαστικά ολοκληρώνει τον κύκλο των "βιογραφικών" παραστάσεων του σκηνοθέτη, που ξεκίνησε με το "Μαουτχάουζεν" του Ιάκωβου Καμπανέλλη και συνέχισε με το "Ποιος τη ζωή μου" για το Μίκη Θεοδωράκη.
Η αγάπη και το δέσιμο των ναυτικών με τη θάλασσα, οι περιπέτειές τους στα διάφορα λιμάνια, η ζωή τους στο καράβι και οι γυναίκες τους είναι κυρίαρχα στοιχεία της αφήγησης. Παράλληλα, ανασύρει στιγμές από την προσωπική ζωή και τη σκέψη του ποιητή, συνδυάζοντας δημουργικά, φαντασία και πραγματικότητα, μαρτυρίες και ιστορικές αναφορές, με φανταστικές συναντήσεις σε υποθετικούς χώρους και χρόνους του ποιητή με προσωπικότητες της εποχής. Οι μουσικές και τα τραγούδια του Θάνου Μικρούτσικου έχουν συντροφέψει γενιές ολόκληρες, αποκαλύπτοντας και φωτίζοντας τις πολλαπλές διαστάσεις του έργου του Νίκου Καββαδία. Ο ίδιος ο συνθέτης συμμετέχει στην παράσταση, στο πρώτο μέρος, ως πλανόδιος μουσικός και στο δεύτερο ως μαέστρος.
Ο Θέμης Μουμουλίδης χρησιμοποιεί ως όχημα και αφετηρία αυτή τη μουσική και τα τραγούδια, ξεκινώντας ήδη με το μεγάλο αβαντάζ της υψηλής αναγνωρισιμότητάς τους και προσπαθεί να ντύσει και να εμπλουτίσει αυτό το υλικό με πρόζα και κάποιους παράλληλους χαρακτήρες. Οι ιστορίες όμως, που πλάθει μοιάζουν αδύναμες και ενώ κάποιες ξεκινούν σαν ωραίες ιδέες, δεν εξελίσσονται και δεν αναπτύσσονται, ώστε να αποτελέσουν δυναμικό μέρος της παράστασης. Δεν υπάρχουν κεντρικοί και "χαρακτηριστικοί" ήρωες που θα τραβήξουν το ενδιαφέρον του κοινού και οι υπάρχοντες είναι απλοϊκοί και δεν βρίσκουν χώρο και χρόνο να συμπλεύσουν με τη μουσική και να συνταξιδέψουν με αυτή.
Με τις βασικές δομές του μιούζικαλ παρούσες και ένα κινηματογραφικά γρήγορο ρυθμό δημιουργούνται στη σκηνή πολλές και όμορφες εικόνες από το σύμπαν του Καββαδία, αλλά μένουν χωρίς έντονη σύνδεση με το σώμα της μουσικής, με αποτέλεσμα η ροή του έργου να παρουσιάζει ανισορροπία και σε αρκετές στιγμές να γίνεται δύσκολη στην παρακολούθησή της και να κουράζει. Έτσι από τις εικόνες μένει μια οπτική τέρψη, η οποία δε γίνεται πολυεπίπεδη, ώστε να αντικατοπτρίσει πλήρως και επαρκώς το φαντασιακό εσωτερικό κόσμο του ποιητή. Κι έτσι ουσιαστικά μένει η μουσική να "κουβαλά" την παράσταση και να προσπαθεί μέσα από τις εξαιρετικές ερμηνείες των δύο κεντρικών τραγουδιστών, να καλύψει κάποιες ατέλειες και κενά.
Το εγχείρημα ήταν εξ' ορισμού δύσκολο, αλλά ένιωσα ότι ο σκηνοθέτης γρήγορα παραδόθηκε και εγκατέλειψε την αρχική προσπάθεια να περάσει ένα προσωπικό στίγμα στο έργο και να το μετατρέψει σε ένα ουσιαστικό πολυθέαμα, πιστό στην Καββαδιακή ατμόσφαιρα και σκέψη.
Ο Στέλιος Μάινας υποδύθηκε το Νίκο Καββαδία, μετά το θάνατο του Μηνά Χαζησάββα και δεν ένιωσα να έχει κατανοήσει πλήρως το σύμπαν μέσα στο οποίο καλείτο να ερμηνεύσει. Επίπεδος, χωρίς ένταση και χρώμα στη φωνή του, χωρίς έκταση και φαντασία στο λόγο, στατικός και απομονωμένος από τους υπόλοιπους χαρακτήρες, σπάνια επικοινώνησε με αυτούς και συνεργάστηκε ερμηνευτικά μαζί τους. Ο Σταύρος Ζαλμάς, στο ρόλο του Καπετάνιου, είχε μια αρχοντική στόφα και ένα προσωπικό τόνο στην ερμηνεία του και στάθηκε με σταθερότητα και αξιοπρέπεια στη σκηνή. Έβγαλε το πάθος και την αγάπη του ναυτικού για τη θάλασσα με πειστικότητα και συνέπεια.
Ο Ιωάννης Παπαζήσης και ο χαρακτήρας του εσωτερικού δαίμονα του ποιητή που υποδύθηκε, είχε μια έντονη "διαβολικότητα" που υποστηρίχθηκε τόσο από το επιτυχημένο μακιγιάζ του, όσο και φωνητικά από τις έντονες εναλλαγές χρώματος και έντασης από τον ηθοποιό και κινητικά, αφού τριγύριζε τελετουργικά σα στοιχειό, βασανίζοντας τον εσωτερικό κόσμο του ποιητή. Εξαιρετική ερμηνεία, ίσως η καλύτερη ολόκληρης της παράστασης.
Σταθερός και καλός ο Νίκος Αρβανίτης έκανε φιλότιμες προσπάθειες, ενώ η Ελισάβετ Μουτάφη, απλά περιφερόταν στη σκηνή, ερμηνεύοντας χωρίς ρυθμό, δείχνοντας να μην έχει ίσως συνειδητοποιήσει -ή να μην έχει καθοδηγηθεί σωστά- ποια ήταν η αποστολή της στην παράσταση. Η Μαριάννα Πολυχρονίδη, ο Μιχάλης Μαρίνος, η Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, ο Κώστας Φαλελάκης, ο Κωνσταντίνος Φαμής, η Ελένη Ζαραφίδου, ο Ιούλιος Τζιάτας, ο Παναγιώτης Γουρζουλίδης, η Κωνσταντίνα Νταντάμη, η Μπίλιω Μαρνέλη, η Νατάσσα Σαραντοπούλου, ο Βαγγέλης Σαλευρής, ο Χρήστος Τζιώτας, ο Γιώργος Μιχελάκης και η Λουκιανή Παπαδάκη συμπληρώνουν τον πολυμελή θίασο και ολοκληρώνουν την ερμηνευτική αλυσίδα της παράστασης.
Τα τραγούδια της παραγωγής αυτής, ερμηνεύονται από τον Κώστα Θωμαΐδη, τη Ρίτα Αντωνοπούλου, τον ίδιο το συνθέτη και το Γιάννη Μαθέ και αποτελούν το μεγάλο ατού της. Ο πρώτος με το πάθος, την ένταση και το ιδιαίτερο χρώμα που προσέδωσε στα τραγούδια που ερμήνευσε δικαιολόγησε απόλυτα την επιλογή του και έδωσε τη δική του αισθητική στη διαχρονικότητά τους. Η δεύτερη αποτελεί μία από τις αξιοπρεπέστερες και πιο σοβαρές γυναικείες φωνές αυτή τη στιγμή στην ελληνική μουσική σκηνή και αποτελεί εγγύηση με την αισθαντικότητα και την ευαισθησία της ερμηνείας της. Ο Θάνος Μικρούτσικος "έζησε" για άλλη μια φορά τα τραγούδια του και τα είπε με το δικό του μοναδικό τρόπο, την απαραίτητη τρέλλα και δυναμική. Ο Γιάννης Μαθές φάνηκε λίγο τρακαρισμένος στην πρώτη του σκηνική αναμέτρηση με τραγούδια τόσο μεγάλου βεληνεκούς και χρειάζεται ακόμα δουλειά.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Γιώργου Πάτσα ανταποκρίθηκαν στη λογική του υπερθεάματος του σκηνοθέτη και έδεσαν αρμονικά με τη ροή της παράστασης, ενώ η χορογραφία της Σεσίλ Μικρούτσικου άλλες φορές εντυπωσιακή και κάποιες άλλες λιγότερο αποτελεσματική. Η μουσική επιμέλεια ανήκε στο Θύμιο Παπαδόπουλο.
Συμπερασματικά, η παράσταση του Badminton ξεκίνησε με ένα μεγάλο ατού στη φαρέτρα της, αλλά έδειξε να αυτοπαγιδεύτηκε σε αυτό και δεν το εμπλούτισε με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που θα την έκαναν ολοκληρωμένη και αυθύπαρκτη. Μικροί, αποσπασματικοί και αδύναμοι ρόλοι, άνευρη σκηνοθεσία και χαλαρές έως αδιάφορες (πλην λίγων εξαιρέσεων) ερμηνείες συμπλήρωσαν το παζλ ενός έργου που είχε στόχο να εντυπωσιάσει, αλλά τελικά μόλις και διαζώζεται από τον πλούτο της μουσικής και των τραγουδιών του και τις ολοκληρωμένες ερμηνείες των τραγουδιστών.