ΤΑ ΔΑΣΗ ΣΤΑ ΓΟΝΑΤΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Παρασκευή, 05/04/2019 10:31
Το έργο του Άκη Δήμου "Τα Δάση στα Γόνατα" σκηνοθετεί στον Κάτω Χώρο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου ο Γιάννης Σκουρλέτης.
Με αφορμή ένα επεισόδιο από το μυθιστόρημα του Παύλου Μάτεσι "Ο Παλαιός των Ημερών" (1994), ο συγγραφέας μας μεταφέρει στην ορεινή Αρκαδία στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα.
Οι ήρωες είναι ένας περιφερόμενος θαυματοποιός, ένας πλανόδιος θεατρίνος, ένας χωρικός και η γυναίκα του, που το πεπρωμένο και η μοίρα τους τους κάνει να συναντηθούν και να επηρεάσουν ο ένας τη ζωή του άλλου. Ο καθένας κουβαλά τους δαίμονές του, ζουν στο μικρόκοσμό τους και αναζητούν λύσεις στα αδιέξοδα και τα πάθη τους. Ο θεατρίνος αφηγείται αυτά που έλαβαν χώρα ανάμεσα στους ήρωες και δεν μπορούν οι ίδιοι να ομολογήσουν και οι γύρω τους τα κρύβουν. Ανεκπλήρωτοι και αδιέξοδοι έρωτες, θαύματα στα οποία πιστεύουν και προσδοκούν να αλλάξουν την πορεία τους προσπαθώντας να αποδράσουν από τη νυν ζωή και τη σάρκα τους κι ένα αλλεπάλληλο ταξίδι μεταξύ αλήθειας και φαντασίας. Κάποιες επιθυμίες ικανοποιούνται και κάποιες τους συνθλίβουν και ακροβατώντας ανάμεσα στην πίστη και την απάτη. Ένα κείμενο με πυκνά και σύνθετα νοήματα, τα οποία είναι ανοικτά σε ποικίλες και σύνθετες προσεγγίσεις και αναγνώσεις και κρύβουν μέσα τους ένα σκοτεινό λυρισμό κι έντονους συμβολισμούς.
Ο Γιάννης Σκουρλέτης σκηνοθετεί αυτό το εγχείρημα, ισορροπώντας μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, ζωής και θανάτου, αγάπης και απόρριψης και ζωντανεύοντας χαρακτήρες που κινούνται πέρα από τη λογική, που δε γνωρίζουν φραγμούς και με ροπή προς το μεταφυσικό.
Ο λόγος αργός, βασανιστικός, δείχνει να βγαίνει από τα μύχια της ψυχής των ηρώων και οι εικόνες είναι σκοτεινές, γεμάτες υπονοούμενα και συμβολισμούς. Θαρρείς και μένει μόνο το ανθρώπινο κέλυφος που ζωντανεύει, μιλά και κινείται με διαφορετικές οντότητες, μορφές και πρόσωπα.
Ακροβατώντας ανάμεσα σε χριστιανικά και παγανιστικά αρχέτυπα που μπερδεύονται και "συνομιλούν", μεταμορφώνονται και εξελίσσονται, με το θεατρίνο να αποτελεί παντού το συνδετικό κρίκο μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, οραμάτων και πραγματικότητας, αγαθού και αμαρτίας. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό, ότι δεν υπάρχουν σαφή όρια και γραμμή αντίληψης των χαρακτήρων και των γεγονότων, με αποτέλεσμα ο θεατής και η σκέψη του να μένουν ενίοτε μετέωροι και αναποφάσιστοι ανάμεσα στο προφανές και αυτό που πιθανόν να υπονοείται, χάνοντας ή μπερδεύοντας τον ειρμό της εξέλιξης της ιστορίας και μην καταφέρνοντας να εισχωρήσουν στο βαθύτερο σύμπαν των ηρώων. Υπάρχει μία αναμφισβήτητα υψηλή αισθητική στην παράσταση, με προσεγμένες πολλές μικρές λεπτομέρειες (τον τρόπο που είναι απλωμένο το αίμα στον ημίγυμνο Ζάγρο, οι χρωματικές αποχρώσεις των κοστουμιών, ο σταυρός από νέον που αναβοσβήνει, τα δαχτυλίδια στα δάχτυλα του Ελισαίου), ενώ η αφήγηση του θεατρίνου εναλλάσσεται στις σωστές δόσεις με τις σκηνές διάδρασης των χαρακτήρων, ώστε ο θεατής να μην κουράζεται.
Ο Γιώργος Κοψιδάς κρατά εξαιρετικά το ρόλο του Τιμολέοντα, ενός πλανόδιου θεατρίνου που τριγυρνά σε διάφορα μέρη, παρατηρεί και σχολιάζει. Με καθαρή άρθρωση στο λόγο του που έχει ένταση, παράπονο και μία σχεδόν φυσική μελαγχολία, κινείται σε όλη της έκταση της σκηνής, συνδέει μεταξύ τους τα επεισόδια και τους χαρακτήρες και φαίνεται να λέει φωναχτά τις σκέψεις που περνούν από το μυαλό του θεατή.
Ο Αλέκος Συσσοβίτης ερμηνεύει τον Ελισαίο, ένα ψευδο-θαυματοποιό που διατείνεται ότι έχει ιδιαίτερες εσωτερικές δυνάμεις. Δημιουργεί γύρω του μια μυστηριώδη αύρα, έχει λόγο εσωτερικό, χαμηλών τόνων και πρόσωπο που σπάνια αλλάζει έκφραση, υποδυόμενος με συνέπεια το "μικρό θεό". Στο κομμάτι όμως που αφορά την ερωτική σχέση που αναπτύσσει με το Ζάγρο δεν υπάρχει γνήσιο πάθος και επιθυμία, ούτε ιδιαίτερη χημεία μεταξύ τους, καθώς η γλώσσα του σώματος διαψεύδει τα παραπάνω.
Ο Ντένης Μακρής παίζει το Ζάγρο, ένα χωρικό παντρεμένο με την Ελένη, με την οποία έχει κι ένα παιδί. Έχει έντονη την επιθυμία να αποδράσει από τον κόσμο του και σ' αυτή θυσιάζει αγαπημένα πρόσωπα και συναισθήματα. Ο λόγος του έχει σφρίγος, ένταση και πίστη στο νέο, που εξελίσσονται χωρίς όμως να φτάνουν τελικά στην κορύφωση, ίσως και λόγω της αναιμικής σκηνικής του χημείας με τον Ελισαίο (ενώ αντίθετα είναι πολύ αυθεντικές οι σκηνές "κουρασμένης" ψυχοσύνθεσης με τη γυναίκα του).
Η Πηνελόπη Τσιλίκα είναι η Ελένη, η κουτσή σύζυγος (ή μήπως ακόλουθος;) του Ζάγρου. Λιτή, αλλά με πλήρη έλεγχο και μέτρο στα εκφραστικά της μέσα, με ταλαιπωρημένη φωνή που ενίοτε κρύβει έναν υπόγειο λυγμό, με πλήρη συναίσθηση του σωματικού της ελαττώματος στην κίνησή της, δείχνει πλήρως υποταγμένη στη μοίρα της, αν και μέσα της τρεμοπαίζει η ελπίδα.
Το σκηνικό χώρο επιμελήθηκε ο Κωνσταντίνος Σκουρλέτης, με ένα τραπέζι να δεσπόζει στη μέση του χώρου και να να εξυπηρετεί πολλαπλούς σκοπούς (από τον άξονα γύρω από τον οποίο κινούνται οι ηθοποιοί, μέχρι ένα τόπο θυσίας και εξαγνισμού) και πολλά μικρότερα σκηνικά αντικείμενα, τα οποία έχουν το καθένα τη δική του λειτουργικότητα και το δικό του συμβολισμό.
Τα κοστούμια του ίδιου ήταν απλά, καθημερινά, σε αντιθετικούς τόνους άσπρου-μαύρου, θύμιζαν έντονα ελληνική επαρχία και έντυσαν αντιπροσωπευτικά τον κάθε ήρωα.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Κάτω Χώρου του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, παρακολούθησα μία παράσταση ενός κειμένου σκοτεινά ποιητικού, με πολλαπλά νοήματα και έντονους συμβολισμούς που προκαλούν τη δημιουργική φαντασία του θεατή. Η σκηνοθετική προσέγγιση άφησε το λόγο να είναι πυκνός, να έχει δύναμη, πάθος και συνολικά κυρίαρχη παρουσία με την εικόνα να τον συνοδεύει, χωρίς πάντα να υπάρχει η δέουσα ισορροπία μεταξύ τους, καθώς την αισθάνθηκα πιο στεγνή, πιο αποστεωμένη από χυμούς, να ακολουθεί ασθμαίνοντας. Η αισθητική ήταν πανταχού παρούσα και ο ρυθμός δεν είχε έντονες διακυμάνσεις. Οι ερμηνείες σε γενικά πολύ ικανοποιητικό επίπεδο, αν και η μεταξύ τους χημεία είχε αδυναμίες και ελλείμματα.