ΣΥΓΓΝΩΜΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 12/11/2015 16:31
Το σύγχρονο έργο της Καταλανής Marta Buchaca, με τίτλο ΣΥΓΓΝΩΜΗ, παρουσιάζεται στο ανακαινισμένο Θέατρο Σταθμός, σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά. Μια ιστορία που παρακολουθεί μια οικογένεια, το γιο τους, αλλά και τους φίλους του, σε καθημερινές τους καταστάσεις, αλλά και τη μεταξύ τους επαφή.
Τα τρία νέα αγόρια, βγάζουν ακόμα και ανάμεσά τους, κάποιες στιγμές αψυχολόγητης βίας, ενώ οι γονείς του ενός, προσπαθούν ο καθένας με το δικό του τρόπο, να καταλάβουν το παιδί τους, να του δώσουν χώρο και να τον οδηγήσουν σε όσο το δυνατόν σωστότερες επιλογές. Τα πράγματα φεύγουν εκτός ελέγχου, όταν σε μια αντίδραση ακραίας βίας και χωρίς ιδιαίτερους ενδοιασμούς, κάνουν ένα τρομακτικό και αναίτιο έγκλημα, καίγοντας ζωντανό ένα άστεγο άτομο. Και κάπου εκεί αρχίζει η αναρώτηση, πού και πότε έγιναν τα όποια λάθη από τους γονείς, γιατί τα παιδιά σήμερα έχουν τόσο βίαιες τάσεις, αλλά και το αν μπορεί μια συγγνώμη να αποτελέσει πανάκεια και κάθαρση.
Η προβληματική του κειμένου απόλυτα σύγχρονη, αγγίζει ένα δύσκολο τομέα και η διασκευή του από τους Άννα Αδριανού και Γιάννη Μπότση, χωρίς κενά κι ασάφειες, με λόγο γρήγορο και καίριο και με μια συνέχεια και ροή, που δεν κουράζει το θεατή ούτε στο ελάχιστο.
Ο Τάκης Τζαμαργιάς ανέλαβε τη σκηνοθεσία της παράστασης, επιλέγοντας να εστιάσει στην ψυχολογία των ηρώων του, διερευνώντας τα βαθύτερα αίτια των συμπεριφορών τους και όχι στην εύκολη λύση της ωμής παράθεσης της βίας και τον παράλληλο σχολιασμό της. Οι αναπαραστάσεις σωματικής βίας επί σκηνής είναι ελάχιστες, επιλεγμένες και ενδεικτικές για να προετοιμάσουν το θεατή για την τελική έκφρασή της (που περιγράφεται και αυτή λεκτικά), η οποία ρίχνει και την αυλαία στο σήμερα της ζωής των τριών νεαρών ηρώων.
Ο σκηνοθέτης δημιουργεί έτσι μία παράσταση, που κινείται στα ψυχολογικά όρια των χαρακτήρων του, θέλοντας να κοιτάξει και να αναλύσει τι γίνεται στο βαθύτερό τους εαυτό, επιλέγοντας τη δημιουργική πλευρά από την στείρα κριτική. Η συχνά υποφωτισμένη σκηνή, δημιουργεί μία εξ' ορισμού "σκοτεινή" ατμόσφαιρα, όπου κινούνται και δρουν οι ήρωες του έργου, δίνοντας κάποιες στιγμές, ένα ύφος ασπρόμαυρου νουάρ. Από κάποιο σημείο και μετά, η σκηνική δράση γίνεται σε δύο παράλληλα επίπεδα, το πρώτο του παρόντος, όπου και οι τρεις νεαροί είναι στη φυλακή φοβισμένοι και αβέβαιοι για το τι μέλλει γενέσθαι, αλλά και με τις ερινύες να τους στοιχειώνουν, συνειδητοποιώντας τι έκαναν.
Το δεύτερο επίπεδο είναι αυτό του πρόσφατου παρελθόντος, όπου η επιθετική τους συμπεριφορά, λεκτική και σωματική κλιμακώνεται, μέχρι να φτάσουν στην ειδεχθή της κορύφωση. Παράλληλα, παρακολουθούμε και τη βίαιη προσαρμογή στη σκληρή πραγματικότητα των γονέων, ενός από τους νεαρούς και την αναζήτηση των δικών τους λαθών.
Οι παράλληλες δράσεις (με έντονη κινηματογραφική δομή) και οι γρήγορες εναλλαγές σκηνικού, βοηθούν ώστε να διατηρείται αναλλοίωτη η ροή της ιστορίας και η παράσταση να είναι "ζωντανή" και γρήγορη, μην αφήνοντας να αποσπαστεί η προσοχή του θεατή και να εφησυχάσει, ενώ υπάρχουν και κάποιες σκηνές που ο θεατής γίνεται σχεδόν "συμμέτοχος" των ηρώων. Η ομάδα των ηθοποιών προσεκτικά δουλεμένη και με σωστή καθοδήγηση, έδειξε δεμένη με τον καθένα να προσθέτει προσωπικά στοιχεία και να διαμορφώνει έναν ιδιαίτερο και μοναδικό χαρακτήρα.
Η Άννα Αδριανού στο ρόλο μιας καταπιεστικής μητέρας, που θέλει να έχει τον πλήρη έλεγχο του γιου της, αποβάλλει σε μεγάλο βαθμό τις τηλεοπτικές της νόρμες και ερμηνεύει χωρίς επιτήδευση, στόμφο και στημένο λόγο, αλλά με μια σχεδόν αρρωστημένη εμμονή, που επιβάλλει η καταπιεστική της φύση. Προσεγγίζει το ρόλο με ειλικρίνεια και τον απογυμνώνει από τα περιττά, κρατώντας τα ουσιώδη, δίνοντας μία αξιοπρεπέστατη ερμηνεία.
Ο Λεωνίδας Κακούρης παίζει το χαρακτήρα του πατέρα, ο οποίος δείχνει πιο απελευθερωμένος, επιλέγοντας να είναι περισσότερο "φίλος" του γιου του, παρά γονέας. Με ελάχιστες λεκτικές και συναισθηματικές εκρήξεις, με μέτρο και αυτοκυριαρχία, επιλέγει μια εντελώς εσωτερική ερμηνεία και εμβαθύνει σε αυτή. Εξωτερικά όλα δείχνουν ήρεμα και ελεγχόμενα, ενώ εσωτερικά η ψυχολογική λαίλαπα μαίνεται και οδηγεί στην τελική ψυχολογική του κατάρρευση. Ολοκληρωμένη και πλήρης ερμηνεία.
Ο Ρένος Ρώτας υποδύεται το γιο τους το Μαρκ, ένα νεαρό με έμφυτη τάση επιθετικότητας, επιδεικτικότητας και ψευτομαγκιάς. Έντονα κινητικός, με συχνά ένα παγωμένα επιθετικό τόνο στην ομιλία και τη φωνή του και μια επιτηδευμένη σκληρότητα στις αντιδράσεις του, πλάθει ένα χαρακτήρα που δείχνει να έχει χάσει ανεπανόρθωτα το δρόμο του ακολουθώντας αυτοκαταστροφικές ατραπούς. Έχοντας κατανοήσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του νεαρού που ερμηνεύει στη σκηνή, τον κάνει αντιπαθή στο κοινό, αλλά απόλυτα ζωντανό και αληθινό στις αντιδράσεις του.
Ο Γιώργος Βουβάκης στο ρόλο του Αρνάου, είναι ο δεύτερος της αντροπαρέας, ο οποίος προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ ανθρωπιάς και βίας. Ερμηνεύει τον ήρωά του με έντονες αντιθέσεις, όπου από από τη μία δείχνει ευαίσθητος και τρυφερός με την κοπέλα του και από την άλλη κυλάει εξίσου εύκολα στην ανωριμότητα και τη γοητεία της βίας. Οι μεταπτώσεις αυτές είναι προσεκτικές και μελετημένες, σχεδόν αυθόρμητες, υποστηριζοντας πλήρως την ανισορροπία του ήρωα που υποδύεται.
Ο Στέφανος Οικονόμου ερμηνεύει το χαρακτήρα του Πάου, ο οποίος ψάχνει και αυτός να βρει το μέτρο, τις ισορροπίες του και ουσιαστικά τον πραγματικό εαυτό του. Χωρίς ερμηνευτικές υπερβολές και κρατώντας ένα σχετικά χαμηλών τόνων προφίλ, δείχνει συνέπεια, συνέχεια και σωστή κατανόηση του ρόλου του.
Η Αγγελική Πασπαλιάρη υποδύεται τη Λάλι, ένα νεαρό κορίτσι ερωτευμένο με τον Αρνάου, συνεσταλμένη, ευαίσθητη, διστακτική στις κινήσεις της, η οποία προσπαθεί με τον τρόπο της να τον απαγγιστρώσει από τη μέγγενη της αντροπαρέας. Ανταποκρίνεται εξαιρετικά στις απαιτήσεις του ρόλου της,ελέγχοντας επαρκώς τα εκφραστικά της μέσα.
Τέλος, η Φανή Γεωργακοπούλου είναι η Λάουρα, φίλη της Λάλι, ένα πιο δυναμικό, ανεξάρτητο και διεκδικητικό alter ego της φίλης της, η οποία κατευθύνει το ρόλο της σε πιο δυναμικά μονοπάτια, χωρίς να χάνει τα ευαίσθητα γυναικεία της χαρακτηριστικά,δημιουργώντας ένα δίδυμο που αλληλοσυμπληρώνεται. Συνολικά πολύ καλές ερμηνείες και από τα δύο κορίτσια.
Τα σκηνικά του Δήμου Κλιμενώφ, απλά και λειτουργικά στις εναλλαγές των δράσεων, μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, ενώ τα κοστούμια του ίδιου έντυσαν απλούς καθημερινούς χαρακτήρες, ανθρώπους της διπλανής πόρτας.
Η κίνηση της Αλίκης Καζούρη, κάνει έντονη την παρουσία της στην αρχή και το τέλος της παράστασης, ενώ η μουσική του Κώστα Βόμβολου θα μπορούσε να συμβάλλει περισσότερο στην ψυχολογική ένταση κάποιων σκηνών.
Οι φωτισμοί του Άλεξ Αλεξάνδρου εξαιρετικοί και καίριοι, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία ατμόσφαιρας και μιας κινηματογραφικής δομής κάποιων σκηνών.
Συμπερασματικά, στο Θέατρο Σταθμός, είδα μια παράσταση σύγχρονη, φρέσκια, αληθινή και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, που απέφυγε τις εύκολες και προφανείς λύσεις και εστίασε στην ψυχολογία των χαρακτήρων, τα κίνητρα, τις οικογενειακές ευθύνες και τη λειτουργικότητα της συγγνώμης. Είχε ρυθμό, ατμόσφαιρα, ένταση και πολύ καλές ερμηνευτικές προσεγγίσεις από τους ηθοποιούς που έπαιξαν. Η προσοχή του θεατή δεν αποσπάται και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα με το ίδιο ενδιαφέρον μέχρι το τέλος, ενώ έχει πάρει και έντονη τροφή και υλικό για σκέψη. Μια πολύ καλή θεατρική πρόταση για το φετινό χειμώνα.