ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΜΕ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΜΕ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.2/5 κατάταξη (6 ψήφοι)

Το έργο του Μιχάλη Βιρβιδάκη "Στην Εθνική με τα Μεγάλα" σκηνοθετεί στη σκηνή του Θεάτρου 104 ο Σταύρος Ράγιας. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το Μάιο του 1997 στη Νέα Σκηνή του Λευτέρη Βογιατζή σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη.
Σε μια μικρή παράγκα δίπλα στην εθνική οδό δύο αδέρφια ξαναβρίσκονται και πάλι μετά τη μακρά απουσία του ενός και ξετυλίγουν το κουβάρι του παρελθόντος και του παρόντος τους. Ο μεγαλύτερος αδερφός, ο Λάκης επιστρέφει για να βρει το μικρότερο αδερφό του, το Λόλη, μαζί με την κοπέλα του, τη Λέλα. Φέρνουν στο προσκήνιο μνήμες της παιδικής τους ηλικίας, με προεξάρχουσες φιγούρες αυτή του μέθυσου και βάναυσου πατέρα τους, ο οποίος έχει μόλις πεθάνει και μιας γλυκιάς και τρυφερής μητέρας, η οποία έχει εξαφανιστεί. Στον ορυμαγδό της αταξίας που βασιλεύει μέσα στην παράγκα ψάχνουν οικογενειακά κειμήλια και φωτογραφίες για να σώσουν, καθώς η παράγκα είναι υπό κατεδάφιση. Οι εικόνες, οι λέξεις, τα νοήματα παραμένουν σκοτεινά και καθόλου ξεκάθαρα, οι τρεις νέοι προσπαθούν να εντοπίσουν ένα μέλλον, μια προοπτική. Οι αλήθειες και τα μυστικά έρχονται στο φως για να σκαλίσουν τις πληγές και να προσπαθήσουν να επουλώσουν ότι μπορούν.

Ο Σταύρος Ράγιας σκηνοθετεί την παράσταση, δημιουργώντας μια στενάχωρη και προβληματική περιρρέουσα ατμόσφαιρα ανάμεσα στα τρία παιδιά-πρωταγωνιστές της ιστορίας κι επιχειρώντας μια βαθιά ενδοσκόπηση στο παρελθόν και την ψυχοσύνθεσή τους. Παρ' όλη τη σκληρότητα του λόγου, υπάρχει μια εσωτερική ευαισθησία, ένας υποδόριος λυρισμός, μια αθωότητα που σε γυρνά στο παρελθόν και ξυπνά αναμνήσεις. Οι ήρωες διαφορετικοί, με τα αγόρια όμως να πείθουν ότι τους συνδέει ένα έντονο κοινό παρελθόν. Είναι ίσως περιθωριακοί, αλλά καταφέρνουν να είναι συμπαθείς και προσεγγίσιμοι. Το ίδιο το κείμενο αποπνέει μια σκοτεινιά, μια τραγικότητα, αλλά δε λείπουν τα φωτεινά μηνύματα και κάποιες πιο αστείες σκηνές που ελαφραίνουν την ατμόσφαιρα και αφήνουν παράθυρο αισιοδοξίας για το μέλλον. Ο κάθε χαρακτήρας είναι διακριτός, έχει τις ιδιαιτερότητές του, τις θετικές και τις αρνητικές του πλευρές κι ενώ μεταξύ τους υπάρχουν βασικές διαφορές στην οπτική του μέλλοντός τους, διαφαίνεται μια κοινή διάθεση να το ζήσουν "μαζί". Τα σωρευμένα λάστιχα, το δωμάτιο που θυμίζει σκουπιδότοπο, η κατασκευή του σκηνικού, όλα κρύβουν συμβολισμούς που έχουν απήχηση στους θεατές, άλλωστε όλοι έχουμε βιώσει στενόχωρες οικογενειακές καταστάσεις. Η σκηνοθετική οπτική ανασυνθέτει τους κατακερματισμένους ήρωες, ξεμπερδεύει το κουβάρι τους, τους ενώνει με μια λεπτή κλωστή και τους δίνει προοπτική.
Ο Βασίλης Λιάκος υποδύεται το Λόλη, το μικρό αδερφό, που μοιάζει λίγο αργόστροφος κι ευτυχισμένος στο μικρόκοσμό του. Γνήσιος, λαϊκός, αυθόρμητος, γίνεται αναπόφευκτα συμπαθής με την παιδικότητα των αντιδράσεών του, μια έμφυτη ίσως αφέλεια που αποδίδεται όχι με φόρμες, αλλά με ένα ακομπλεξάριστο και ρεαλιστικό παίξιμο, που δεν εκβιάζει το συναίσθημα, αλλά το προκαλεί αβίαστα. Ένα παιδί μέσα σε σώμα ενήλικου που αναζητά το κλείσιμο των πληγών του παρελθόντος και ενός καινούργιου ορίζοντα.
Ο Περικλής Ασημακόπουλος ερμηνεύει το Λάκη, το μεγαλύτερο από τα αδέρφια, θεωρητικά πιο συγκροτημένο και πιο σκληρό από τον αδερφό του. Αν και παρατήρησα μια μικρή αρχική αμηχανία, γρήγορα βρήκε τις ισορροπίες του ρόλου του και αποτύπωσε έναν κυνικό και εσωστρεφή χαρακτήρα που παλεύει να κρατήσει κρυμμένες τις ευαισθησίες και τις ανασφάλειές του. Αποφεύγει κι αυτός την ερμηνευτική φόρμα και την τυποποίηση, σκιαγραφώντας έναν καθαρό και συνεπή ήρωα.
Η Νεφέλη Παπαδερού είναι η Λέλα, η μάλλον εξωστρεφής κοπέλα του Λόλη. Ένα καταπιεσμένο κορίτσι, το οποίο προσπαθεί να νιώσει γυναίκα, φλερτάρει λίγο άγαρμπα και με άγνοια κινδύνου. Ζωηρή, με κέφι κι ελπίδα μέσα της, γίνεται μια νότα αφύπνισης (και πιθανής επανεκκίνησης) για τα δύο αγόρια.

Το σκηνικό του Ανδρέα Γεωργιάδη συμβολιστικό, ευφάνταστο, γεμίζει το χώρο και εντυπώνεται δημιουργικά στο νου του θεατή.
Τα κοστούμια του ίδιου απλά, καθημερινά, βγάζουν μια εγκατάλειψη και χαρακτήρες που δεν τους ενδιαφέρει η εμφάνισή τους.
Τη μουσική επιμέλεια είχε ο Κωνσταντίνος Παντζόγλου, χωρίς όμως να τονίσει όσο θα ήθελα τις εντάσεις μεταξύ των ηρώων και τη συναισθηματική τους αστάθεια. Το όμορφο τραγούδι της παράστασης ερμήνευσαν οι Μιχάλης και Παντελής Καλογεράκης, ενώ η εύστοχα νευρική κίνηση των ηθοποιών είχε τη σφραγίδα της Μαρίας Βάθη.
Οι φωτισμοί του Απόστολου Τσατσάκου σε δημιουργικό παιχνίδι με τις σκιές αποτύπωσαν τα εσωτερικά σκοτάδια των ηρώων.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου 104, παρακολούθησα ένα δυναμικό και πολύ πυκνό νοημάτων νεοελληνικό κείμενο, που καταγράφει μια σκληρή αλλά απόλυτα ρεαλιστική νεοελληνική πραγματικότητα, με χαρακτήρες απλούς, καθημερινούς που αναζητούν την ταυτότητά τους. Η σκηνοθετική οπτική ακολουθεί την ίδια γραμμή, χωρίς ωραιοποιήσεις, στα όρια της αντοχής των ηρώων και αξιοποιεί δραματουργικά όλες τις δυνατότητες και τους συμβολισμούς του κειμένου. Οι ερμηνείες απλές, άμεσες, λιτές, ουσιώδεις εμβάθυναν σε βάθος και με επιτυχία στην ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην επιτυχία του εγχειρήματος.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.