ΣΤΕΛΛΑ ΚΟΙΜΗΣΟΥ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Παρασκευή, 16/12/2016 11:29
Στη Νέα Σκηνή του Εθνικού σκηνοθετεί ο Γιάννης Οικονομίδης. την παράσταση με τίτλο "Στέλλα Κοιμήσου".
Το κείμενο είναι αποτέλεσμα της δημιουργικής συμμετοχής των ηθοποιών κατά τη διάρκεια των προβών.
Η Στέλλα είναι μια νέα κοπέλλα, η οποία ερωτεύεται ένα νεαρό τηλεοπτικό σταρ και φέρνει τα πάνω κάτω στην οικογένειά της, αρνούμενη εξαιτίας του να παντρευτεί αυτόν που της επιβάλλεται από τον πατέρα της. Αυτός εφαρμόζει το νόμο του πατέρα-αφέντη στο σπίτι του με τρόπο βίαιο και μαφιόζικο, στηριζόμενος στα λεφτά και το βρώμικο παρελθόν του. Ευτελίζει και διαλύει ηθικά και ψυχολογικά τόσο την κόρη του, όσο και όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, θέλοντας να επιβάλλει σε όλους τη δική του θέληση σε όλα τα θέματα που τους αφορούν και να επιβεβαιωθεί. Η αξιοπρέπεια και τα συναισθήματα των άλλων δεν έχουν γι'αυτόν καμία αξία και καμία σημασία.
Δημιουργεί έτσι γύρω του έναν κόσμο εδραιωμένο στο ψέμα, τη βία και την υλική ευμάρεια καταρρακώνοντας προσωπικότητες και συνειδήσεις. Δεν υπάρχει ιδεαλισμός, δεν υπάρχουν ηθικοί κώδικες και κανόνες, μόνο σκληρή και συχνά χυδαία γλώσσα που δείχνει πόσο χαλαροί είναι οι δεσμοί των μελών της οικογένειας. Κάθε παράσταση είναι ξεχωριστή και διαμορφώνεται με βάση ένα δομημένο σενάριο και εξελίσσεται σύμφωνα με την εκάστοτε σκηνική σχέση ηθοποιών και κοινού.
Ο Γιάννης Οικονομίδης έχει το σκηνοθετικό πρόσταγμα και οδηγεί την παράσταση σε ρεαλιστικά μονοπάτια, τόσο ως προς το λόγο, όσο και ως προς τη σκηνική δράση. Από την αρχή κάνει σαφές, ότι οι οικογενειακοί δεσμοί στην εν λόγω οικογένεια είναι τουλάχιστον σαθροί και μάλλον τυπικοί, καθώς το κάθε μέλος της δείχνει να ζει στο δικό του κόσμο και να μην έχει πραγματική επικοινωνία με τους υπόλοιπους. Οι συγκρούσεις μεταξύ τους είναι συνεχείς και εξελίσσονται στα όρια της σωματικής βίας με γλώσσα αγοραία. Δεν υπάρχουν υγιείς σχέσεις και υπάρχουν στιγμές που αγγίζουν τα όρια της υπερβολής, κυρίως της φωνητικής. Ο σκηνοθέτης δε νοιάζεται για την ουσία των αντιπαραθέσεων και δεν αναζητά τη λύση τους, απλά οδηγεί τους χαρακτήρες του στη στείρα σύγκρουση. Οι λέξεις χάνουν το νόημά τους και το μόνο που ενδιαφέρει είναι να πληγώνουν ο ένας τον άλλο. Οι φωνές συχνά καλύπτουν η μία την άλλη και ενώ επιτυγχάνεται η στοχευμένη εικόνα χάους, δημιουργείται στο θεατή σύγχυση και αδυναμία να καταλάβει το λόγο αυτού του χάους. Η σκηνική αναρχία επαναλαμβανόμενη καταφέρνει μάλλον να αποπροσανατολίσει, παρά να εστιάσει στους σκηνοθετικούς στόχους.
Το δεύτερο μέρος της παράστασης κυριαρχείται από το λεκτικό και κινητικό κρεσέντο του πατέρα της οικογένειας. Η ένταση της αντίδρασής του και οι βολές κατά πάντων πριν εστιάσει στην κόρη του είναι ο πυρήνας της δυναμικής του έργου, όπου η αλήθεια καλείται να αναλάβει τις τύχες των δύο κεντρικών ηρώων, οι επιλογές στενεύουν και φαίνεται η πρόθεση του σκηνοθέτη να οδηγήσει τη σύγκρουση στα άκρα. Το τι θα πράξει τελικά η Στέλλα περνά σε δεύτερη μοίρα μπροστά στον τρόπο που έρχονται μπροστά της οι δικές της δυνατότητες αντίδρασης. Το φινάλε δεν προσφέρει λύτρωση, αλλά μάλλον εντείνει την αγωνία.
Ο Στάθης Σταμουλακάτος παίζοντας τον πατέρα μοιραία συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής στο δεύτερο μέρος. Η επίθεση του ολοκληρωτική και ολομέτωπη με ένταση ωστικού κύματος μετά την έκρηξη, παρασύρει και μηδενίζει τους πάντες στο πέρασμά του πριν εστιαστεί στην κόρη του. Η λεκτική ένταση υποστηρίζεται και από μια κίνηση γεμάτη νεύρο και θυμό από τη μία άκρη της σκηνής ως την άλλη. Δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας των προθέσεών του, ούτε των μεθόδων που χρησιμοποιεί για να τις πετύχει. Μία πολύ δυνατή ερμηνεία με μεγάλη συναισθηματική φόρτιση.
Η Ιωάννα Κολλιοπούλου στο ρόλο της Στέλλας βγάζει ένα δυναμικό χαρακτήρα που δείχνει να μπορεί να επικρατήσει όλων πλην του πατέρα της. Έχει πάθος, έχει φλόγα, έχει διάθεση να κάνει το δικό της πείθοντας στην αρχή πως δύσκολα μπορεί να ακυρωθούν οι προθέσεις της. Στο δεύτερο μέρος σχεδόν εκμηδενισμένη από την επίθεση του πατέρα της, κάθεται σε μία γωνία της σκηνής προσπαθώντας να εξαφανιστεί. Πολύ καλή παρουσία από τη νεαρή ηθοποιό που προσαρμόζεται στα θέλω του σκηνοθέτη.
Η Καλλιρόη Μυριαγκού υποδυόμενη τη μάνα, βγάζει με πειστικό τρόπο μια άβουλη περσόνα, η οποία άγεται και φέρεται από πρόσωπα και καταστάσεις, χωρίς τη δύναμη να υψώσει ανάστημα και να πάρει τις τύχες της στα χέρια της.
Ο Γιάννης Νιάρρος στο ρόλο του αδιάφορου αδερφού, του Γιώργου, είναι καλός στο πρώτο μέρος, όπου αντιπαρατίθεται με τις αδερφές του, αλλά χάνεται στη συνέχεια, όταν η ένταση του έργου ανεβαίνει.
Το ίδιο ισχύει και για την Έλλη Τρίγγου που παίζει τη μεγαλύτερη αδερφή, την Ανθή.
Ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος είναι ο Μάριος, ο νεαρός που έχει ερωτευθεί η Στέλλα και είναι πολύ καλός σαν υποτονικός και σχεδόν απόλυτα υποταγμένος ήρωας. Εξαιρετική η σκηνή του με τον πατέρα της Στέλλας που δείχνει να βράζει από ενέργεια, δημιουργώντας την τέλεια αντίθεση.
Ο Αντώνης Ιορδάνου (Θείος Τάκης) και η Μάγια Κώνστα (Θεία Βάσω) συμπληρώνουν το καστ με δύο μικρότερους ρόλους, χωρίς να μπορούν να κάνουν έντονη την παρουσία τους στην παράσταση.
Το σκηνικό της Ιουλίας Σταυρίδου ήταν μάλλον φτωχό και καθόλου πειστικό για ένα σπίτι νεόπλουτου με τον τρόπο σκέψης του πατέρα σε αυτό το έργο.
Τα κοστούμια της Γιούλας Ζωιοπούλου χωρίς διάθεση να τραβήξουν το μάτι του θεατή, ήταν απλά συμπαθητικά.
Η μουσική του Μπάμπη Παπαδόπουλου δεν είχε στίγμα και δεν υποστήριξε με ένταση το χειμαρρώδη λόγο.
Οι φωτισμοί του Βασίλη Κλωτσοτήρα σωστά εστιασμένοι φώτιζαν επιτυχημένα τις διαδοχικές συγκρούσεις των ηρώων στη σκηνή και έδωσαν ατμόσφαιρα στο έργο.
Πολύ καλή και η επιμέλεια της κίνησης του Αντώνη Ιορδάνου, ειδικά στο δεύτερο μέρος με τονισμένη την αντίθεση της υπερκινητικότητας του πατέρα και της στατικότητας της Στέλλας.
Συμπερασματικά, η παράσταση της Νέας Σκηνής ξεχειλίζει από ενέργεια, όχι πάντοτε θετική. Ο σκηνοθέτης ακολουθεί μια εντελώς ρεαλιστική γραμμή στην οπτική του, η οποία μπορεί σε ορισμένα σημεία να κουράζει, αλλά σπάει κάποιες κλασσικές νόρμες και δίνει μια μοντέρνα άποψη μιας ακραίας νεοελληνικής οικογένειας. Κάποιες υπερβολές δεν αποφεύγονται, αλλά στο σύνολό του το έργο έχει τη δυναμική και το πάθος των ηρώων του. Μπορεί να σοκάρει λίγο, αλλά οδηγεί τελικά το θεατή σε έναν υγιή προβληματισμό.