ΣΟΦΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Παρασκευή, 06/10/2017 15:17
Το έργο του Ιγνάθιο Γκαρθία Μάι, "Σοφία", σκηνοθετεί στην οικία Κατακουζηνού ο Λεωνίδας Παπαδόπουλος. Πρόκειται για ένα μονόλογο που λαμβάνει χώρα σε ένα απροσδιόριστο μέλλον, με τη βασίλισσα της Ισπανίας να στέκει μπροστά στο φέρετρο του νεκρού της συζύγου σε μια απόλυτα ανθρώπινη στιγμή όπου απεκδύεται τη βασιλική της υπόσταση και επιχειρεί μια νοερή αναδρομή στα πρόσωπα, τις εποχές και τα γεγονότα που τη σημάδεψαν, με μια φωνή μέσα της να αναβιώνει τις μνήμες, τα όνειρα, τους εφιάλτες και τις στιγμές που της έφεραν το γέλιο ή ένα δάκρυ. Το μακρινό παρελθόν εμπλέκεται με το κοντινό, οι νεκροί ξυπνούν και στοιχειώνουν τους δαιδάλους του μυαλού. Φωνές και ψίθυροι, αλλεπάλληλες εναλλαγές εικόνων, ένας όψιμος απολογισμός της μέχρι τώρα πορείας, περιπλανήσεις του νου και της θύμησης της κοπέλας, της γυναίκας, της βασίλισσας. Και μέσα από τους προβληματισμούς και τα αδιέξοδά της, ερωτήματα και αναζητήσεις του σύγχρονου ανθρώπου. Η παράσταση ανεβαίνει στο σαλόνι ενός ιστορικού σπιτιού-μουσείου στον 5ο όροφο μιας παλαιάς πολυκατοικίας στην καρδιά της Αθήνας, με μοναδική θέα στον Εθνικό Κήπο, τη Βουλή και το Λυκαβηττό. Η μετάφραση ανήκει στη Μαρία Χατζηεμμανουήλ και είναι στρωτή, κατανοητή, περιεκτική και με ροή, συνέχεια και σύγχρονο ύφος.
Ο Λεωνίδας Παπαδόπουλος σκηνοθετεί το μονόλογο αυτό με πρωταρχικό του μέλημα να συνδυάσει τις σκέψεις στο μυαλό της Σοφίας με άγνωστες πτυχές της προσωπικότητας και της ιστορικής της διαδρομής, επιχειρώντας όχι μια αγιοποίησή της, αλλά μια βαθιά ψυχολογική ενδοσκόπηση. Η φωνή που ακούει και με την οποία νοητά συνομιλεί, είναι άυλη, επινόηση της φαντασίας της και εν μέρει αποτέλεσμα της συναισθηματικής φόρτισης της στιγμής που βιώνει. Τα στιγμιότυπα διαδέχονται το ένα το άλλο, γρήγορα, αλλά χωρίς απαραίτητα χρονική αλληλουχία, σα μια κινηματογραφική ταινία, που δε στέκεται πολύ σε μία σκηνή για να μην κουράσει, δίνει το στίγμα της, αποκαλύπτει την αλήθεια της και τη διαδέχεται η επόμενη. Κίνηση και ακινησία παίζουν ένα ιδιότυπο παιχνίδι εδώ, καθώς η βασίλισσα μπορεί να στέκεται ακίνητη μπροστά στο νεκρό βασιλιά, αλλά μέσα της υπάρχει μια αδιάκοπη ροή γεγονότων και προσώπων, μια πάλη από στιγμιότυπα που προσπαθούν να βγουν στην επιφάνεια. Το συναίσθημα πάντα παρόν, χωρίς όμως να αγγίξει τα όρια του μελοδράματος, κινούμενο στα όρια της μελαγχολίας και της συγκίνησης του θανάτου. Ο ρυθμός κλείνει το μάτι στην ατμόσφαιρα και συνυπάρχουν αρμονικά. Θα μπορούσε να υπάρξει ένα παιχνίδι μεταξύ φωτός και σκιάς για να σημαδέψει και να υπογραμμίσει τις συναισθηματικές μεταπτώσεις της ηρωίδας και αν και με το συμβατικό φωτισμό του χώρου δεν ήταν εφικτό, αυτό ίσως θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη χρήση κάποιων φορητών φωτιστικών. Η παράσταση "έδεσε" με το χώρο και εξέπεμπε συγκίνηση και μεγαλοπρέπεια.
Ο Φαίδων Καστρής στο ρόλο της βασίλισσας Σοφίας καλείται να αποτυπώσει στη σκηνή ένα πλάσμα χωρίς σάρκα και οστά, ένα αποκύημα της φαντασίας, αλλά και πρόσωπα του προσωπικού της παρελθόντος. Και τα καταφέρνει εξαιρετικά εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τα εκφραστικά του μέσα. Με καθαρή άρθρωση, το ηχόχρωμα της φωνής του να πάλλεται στους χτύπους της καρδιάς της ηρωίδας που υποδύεται, τη ματιά του να λάμπει και να σκοτεινιάζει ανάλογα με το συναίσθημα που την κινεί και την κίνησή του αργή, τελετουργική, αρχοντική, κάνει το θεατή να παρακολουθεί σαν μέσα από μια κλειδαρότρυπα ότι συμβαίνει στα ενδότερα του μυαλού και της ψυχής της Σοφίας. Υπάρχει το παράπονο, η νοσταλγία, η σιωπηρή μετάνοια, αλλά και το βασιλικό ένστικτο, η εσωτερική δύναμη και το πάθος για ζωή. Ενίοτε κινείται σαν αερικό και όταν η ματιά του συναντά τους θεατές σαν να τους απευθύνει το λόγο, νιώθεις μια συστολή και θέλεις να κατεβάσεις τα δικά σου. Ερμηνεία πολύ δουλεμένη από έναν ηθοποιό που ένιωσα να έχει εμβαθύνει στις απαιτήσεις του ρόλου του και να τον έχει κάνει δικό του.
Οι λεπτομέρειες της σκηνογραφίας ανήκουν στην Όλγα Ντέντα, η οποία πρόσθεσε στο φυσικό σκηνικό του σαλονιού κάποια μικρά σκηνικά αντικείμενα που είχαν το ρόλο τους στη ροή της ιστορίας και την υποστήριξαν. Το κοστούμι του ηθοποιού το επιμελήθηκε η ίδια και όντας μακρύ και ριχτό, επέτεινε την αίσθηση του αερικού, έτσι όπως ανέμιζε όταν κινείτο στο χώρο.
Η διαμόρφωση των ηχητικών τοπίων από το Νίκο Παπαρρόδου (δεδομένης της πρεμιέρας συγχωρούνται κάποιες αρρυθμίες και επικαλύψεις της φωνής του ηθοποιού), ενώ το μακιγιάζ (ψιμυθίωση) ήταν φροντίδα της Ήρας Μαγαλιού.
Συμπερασματικά, στην αυτοσχέδια σκηνή(-σαλόνι) της οικίας Κατακουζηνού, παρακολούθησα ένα μονόλογο, που μέσα από μια γνωστή προσωπικότητα θίγει ευαίσθητα ζητήματα, όπως αυτό της μοναξιάς, της απομόνωσης, του ανθρώπου πίσω από ένα δημόσιο πρόσωπο. Η σκηνοθεσία είχε ρυθμό, ατμόσφαιρα και ροή, ταίριαξε το έργο με το χώρο και εκμεταλλεύτηκε δημιουργικά την εξαιρετική χημεία του λόγου με τον ηθοποιό που ενσάρκωσε την ηρωίδα. Μία παράσταση που δίνει στο θεατή τροφή για σκέψη και του αφήνει μέσα από τη μελαγχολία της, μια αισιοδοξία και μία διάθεση για ζωή.