ΣΜΥΡΝΗ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΣΜΥΡΝΗ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ


2.7/5 κατάταξη (7 ψήφοι)

Στο "Θέατρον" του Ελληνικού Κόσμου επαναλαμβάνεται φέτος, μία από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες του περσινού θεατρικού χειμώνα, η παράσταση ΣΜΥΡΝΗ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ σε κείμενο και σκηνοθεσία της Μιμής Ντενίση. Τα ιστορικά γεγονότα που αναφέρονται στο κείμενο και η αναπαράσταση της εποχής 1917-1923 στην πρωτεύουσα της Ιωνίας, προέκυψαν μετά από ιστορική έρευνα αρχείων και κειμένων της εποχής.

Μια πλούσια μεγαλοαστή της Σμύρνης που ζει πλέον πρόσφυγας στην Αθήνα, θυμάται, διηγείται και ξαναζεί μέσα από την αφήγησή της τη χρυσή εποχή της Σμύρνης, τις κόντρες Βενιζελικών και βασιλικών, την άνοδο του Κεμάλ και των Νεότουρκων, τη Μεγάλη Ιδέα που οραματίστηκαν κάποιοι και την περιπέτεια του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία, καθώς και την τελική καταστροφή της πόλης. Μέσα από τις περιπέτειες, τα γλέντια και τους έρωτες της συγκεκριμένης οικογένειας, προβάλλεται η ίδια η ιστορία της πόλης και οι συνύπαρξης Ελλήνων-Τούρκων και Λεβαντίνων σε αυτή.

Το κείμενο είναι ακριβές, λεπτομερές και αναπαριστά πιστά την εποχή και την ακμή και την παρακμή της πόλης. Μια αναπόφευκτη συγκίνηση και νοσταλγία είναι διάχυτη σε αυτό και έχει ροή και σχετική ισορροπία ανάμεσα στους ήρωές του, τις περιπέτειές τους και το αφηγηματικό του μέρος.

Η κ. Ντενίση ανέλαβε και τη σκηνοθεσία του εγχειρήματος αυτού και φρόντισε να το εμπλουτίσει με τη ζωντανή μουσική της Εστουδιαντίνας και την ερμηνεία σμυρνέικων τραγουδιών από τους Τσέρτο και Μέρμηγκα, αλλά και διαφορετικές μικρές υπο-ιστορίες που εξελίσσονται παράλληλα με την ιστορική εξέλιξη της πόλης. Έτσι καταφέρνει να σπάσει τη στείρα αφήγηση, η οποία θα καταντούσε ακαδημαϊκή και κουραστική και να ενσωματώσει σε αυτήν αληθινούς χαρακτήρες.

Το αφηγηματικό κομμάτι θα μπορούσε ίσως να περιοριστεί λιγάκι, μειώνοντας ίσως και την τρίωρη διάρκεια της παράστασης, αλλά κάποιες φορές είναι μοιραίο να παρασύρεσαι σε κάποιους πλατιασμούς, όταν η ιστορία είναι τόσο πλούσια γεγονότων και καταστάσεων. Ο σκηνικός χώρος αλλάζει συνέχεια, κρατώντας το θεατή σε εγρήγορση και βοηθώντας με την εναλλαγή σκηνών και χαρακτήρων να διατηρείται η συγκέντρωσή του. Υπάρχει μια επαναληπτικότητα σε κάποιες σκηνές είναι η αλήθεια, αλλά η τοιχογραφία που δημιουργεί η σκηνοθέτις στη σκηνή του "Θεάτρου" δε χάνει τη ζωντάνια της και τη λειτουργικότητά της.
Η μουσική και τα τραγούδια της εποχής, προσθέτουν συγκίνηση και εκείνο το "σμυρνέικο"

τρεμουλιαστό παράπονο, που τόσο ταυτίστηκε με τον πόνο της προσφυγιάς, στις επόμενες δεκαετίες.

Μία ακόμα ένστασή μου αποτελεί η υπέρμετρη προβολή στην παράσταση της "αστικής" Σμύρνης, εις βάρος της "πνευματικής" Σμύρνης, με εξαίρεση τη σκηνή της όπερας. Κάποιοι τόνοι μελό δεν αποφεύγονται, αλλά και αυτοί εντάσσονται με γενικά δημιουργικό τρόπο σε κάποιες από τις ανθρώπινες ιστορίες των ηρώων του έργου. Γενικότερα, η παράσταση συνδυάζοντας ντοκουμέντα και δραματουργία κρατάει το μέτρο και τις ισορροπίες, έχει λίγα σκαμπανεβάσματα στο ρυθμό της και καταφέρνει να κρατά το θεατή στον ιστό της ατμόσφαιράς της.

Στο ρόλο της κόνα Φιλιώς, της πλούσιας Σμυρνιάς ξεναγού μας, η Μιμή Ντενίση καταθέτει ευαισθησία, συγκίνηση και αγάπη για το υλικό της. Οι ατέλειες λίγες και απαλύνονται στη ροή της παράστασης. Είναι ο συνδετικός κρίκος όλων των ηρώων μεταξύ τους και αποδίδει με αρκετή πιστότητα και έμφυτη ευγένεια μια μεγαλοαστή Σμυρνιά, καταφέρνοντας να μπολιαστεί η ίδια από την ηρωίδα που ερμηνεύει.

Ο Τάσος Χαλκιάς παίζει το Δημητράκη, το σύζυγο της Φιλιώς, ένα καλόκαρδο, αλλά έντονα πολιτικοποιημένο βενιζελικό και καταφέρνει να συνδυάσει την πείρα και τη ζωντάνια του με λειτουργικό τρόπο, για να υποδυθεί έναν "απλοϊκά" απαιτητικό ρόλο.

Ο Τάσος Νούσιας είναι ο Χαλίλ, ένας φανατικός κεμαλιστής, αλλά με βαθιά αγάπη προς τη Φιλιώ και την οικογένειά της. Εξελίσσει και αναπτύσσει με ολοκληρωμένο τρόπο το χαρακτήρα του, διανύοντας όλη την ψυχολογική διαδρομή της πίεσης που του δημιουργούν τα εσωτερικά του διλήμματα.

Ο Κώστας Βουτσάς υποδύεται τον πατέρα της Φιλιώς και καταφέρνει να δείχνει ιδιαίτερα ακμαίος στη σκηνή και να παραδειγματίζει με το κέφι του τους νεότερους. Σε κάποια στιγμή αυτοσαρκάζεται κιόλας, κάνοντας χιούμορ για την ηλικία του.

Στο ρόλο της Αρμένισσας μοδίστρας, της Τακουής, η Χριστίνα Αλεξανιάν, η οποία χτίζει με υπομονή και περισσή ευαισθησία ένα ταλαιπωρημένο πλάσμα, που ζει με το όνειρο της επανένωσης της οικογένειάς της. Και αποδεικνύει πως μια καλή ηθοποιός ξέρει να αποδίδει σωστά και σε μικρότερους ρόλους.

Ο Δημήτρης Μακαλιάς είναι ο Βασιλάκης, ο γιος της Φιλιώς, ο οποίος είναι γεμάτος φλόγα και πάθος για ζωή. Αν και λίγο υπερκινητικός και έντονος στις αντιδράσεις του, βρίσκει τα πατήματα και τις ισορροπίες του και στέκεται με αξιοπρέπεια στη σκηνή.

Τον αδερφό του Δημητράκη, το Σπύρο παίζει ο Μάνος Ζαχαράκος, έναν πιο συγκρατημένο αστό, ο οποίος δεν παρασύρεται από τα πολιτικά παιχνίδια, αλλά προσβλέπει κυρίως στην προσωπική του ευημερία. Με συγκρατημένα χαμηλούς τόνους, αποτελεί τον ιδανικά αντιθετικό χαρακτήρα σε σχέση με τον αδερφό του.

Ο Μιχάλης Μητρούσης υποδύεται τον Οσμάν, τον πατέρα του Χαλίλ και πιστό ακόλουθο της οικογένειας, με τρόπο υπερβολικά απλοϊκό και επίπεδο, αποτελώντας ίσως την πιο χτυπητή παραφωνία στη σκηνή.

Η Κατερίνα Γερονικολού στο ρόλο της Ζαχαρούλας, υπηρέτριας της οικογένειας και αγάπης του Βασιλάκη, είχε στην αρχή κάποιες στιγμές υπερβολικού ενθουσιασμού στη σκηνή, τον οποίο ευτυχώς στη ροή της παράστασης μετρίασε και ισορρόπησε. Λευτέρης Ζαμπετάκης, Νέλλη Αλκάδη, Μαρία Εγγλεζάκη, Αναστασία Σκοπελίτη, Χρήστος Βελιάνο, Χριστίνα Δρεμέτσικα, Εβελίνα Κυπραίου, Δήμητρα Μιχαηλίδου, Άγγελος Μπέσσας, Ζαχαρένια Φραγκιαδάκη, Ηλίας Νομικός, Νικόλας Γκιούλης, Μαριλένα Κάραλη και Φίλιππος Ζαρφειάδης, άλλος με μεγαλύτερη, άλλος με μικρότερη συμμετοχή στην εξέλιξη της ιστορίας, αποτέλεσαν κρίκους μιας επιτυχημένης αλυσίδας νέων ηθοποιών που συμπλήρωσαν και στάθηκαν επάξια δίπλα στους κύριους ρόλους.

Να επαναλάβω την υπέροχη μουσική συμμετοχή της Εστουδιαντίνας στο έργο και τον ιδιαίτερο τόνο που έδωσε σε αυτό, καθώς και την τραγουδιστική συμμετοχή του Μπάμπη Τσέρτου και της Σοφίας Μέρμηγκα. Ο πρώτος με το μπρίο και το κέφι του και η δεύτερη με εκείνο το έξοχο παράπονο στη φωνή, μας ταξίδεψαν στις μουσικές της Σμύρνης.

Τα εντυπωσιακά, προσεγμένα στη λεπτομέρεια και εναλλασσόμενα σκηνικά, καθώς και τα εντυπωσιακά κοστούμια ανήκουν στο δεξιοτέχνη του είδους Γιώργο Πάτσα.

Η γλυκιά, νοσταλγική μουσική και οι ενορχηστρώσεις ήταν του Ανδρέα Κατσιγιάννη, ενώ η χορογραφία (λειτουργική, αλλά χωρίς να εντυπωσιάσει) της Μάρως Μαρμαρινού.

Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου χαοτικοί σε κάποιες "ανοικτές" σκηνές και σωστά εστιασμένοι στις πιο "κλειστές" σκηνές.

Η επεξεργασία του οπτικού υλικού έγινε από το Γιάννη Βολιώτη.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Ελληνικού Κόσμου, η Μιμή Ντενίση έστησε ένα θέαμα υψηλών προδιαγραφών, που πέρα από εντυπωσιακά σκηνικά και φαντασμαγορία είχε και ουσία και αξιοπρέπεια. Το υλικό του κειμένου προσεγμένο, υπήρξε ισορροπία πρόζας, μουσικής και αφήγησης και ρυθμός με λίγες δυσαρμονίες, ενώ οι ερμηνείες κυμάνθηκαν σε πολύ ικανοποιητικά επίπεδα. Αρρυθμίες σίγουρα υπήρξαν, αλλά δεν επηρρέασαν σημαντικά τη συνολικά θετική εικόνα που εξέπεμψε η παράσταση. Και τόσο για την ίδια, όσο και για τους θεατές του εγχειρήματος αυτού, το στοίχημα πρέπει να θεωρείται κερδισμένο.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.