ΡΩΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τετάρτη, 30/03/2016 15:47
Ένα από τα πιο γνωστά και πολυπαιγμένα έργα του William Shakespeare σε διασκευή δική του και τίτλο "Romeo end Juliet", σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Ρήγος, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Ο μύθος των Καπουλέτων και των προαιώνιων εχθρών τους, των Μοντέγων, με την κόρη των πρώτων να ερωτεύεται σφοδρά το γιο των δεύτερων, ζωντανεύει και πάλι με τη χωρική και χρονική τοποθέτηση του έργου, να μην έχει και μεγάλη σημασία, αλλά να τοποθετούνται απλά κάπου και κάποτε.
Δύο Ιουλιέτες που συμπληρώνουν η μία την άλλη και επτά Ρωμαίοι, που εναλλάσσονται με γρήγορο ρυθμό στο ρόλο, δίνουν σάρκα και οστά στους βασικούς χαρακτήρες, σε μια απόδοση του κειμένου του Δημήτρη Βικέλα, με μια χαρούμενη και μπιτάτη καθαρεύουσα να κατακλύζει τα αυτιά μας και να δίνει ένα ποιητικό και γλαφυρό τόνο στο κείμενο, η οποία όμως δεν υποστηρίζεται και δε δικαιώνεται στο σύνολό της από τον ίδιο το σκηνοθέτη.
Στη σκηνή επίσης, οι αντιμαχόμενες παρατάξεις των δύο οικογενειών, ένας εξωτερικός υποψήφιος γαμπρός για την Ιουλιέτα, ο πατήρ Λαυρέντιος, που αναλαμβάνει (ατυχώς) να λύσει το γόρδιο δεσμό του έρωτα των δύο νέων, η παραμάνα της νύφης με μια μαγική φωνή υψιφώνου και σε βίντεο οι γονείς της Ιουλιέτας, που την αγαπούν μεν, αλλά κάνουν λάθος επιλογές γι'αυτήν, καθώς και ένα σκηνικό εναλλασσόμενο και υποστηριζόμενο απόλυτα από τις τεχνικές δυνατότητες του θεάτρου.
Ο Κωνσταντίνος Ρήγος, πάντα προσεγγίζει ένα έργο με σκοπό να το "πειράξει" και να δώσει τη δική του οπτική σε αυτό, χωρίς φυσικά να το αλλοιώσει και να το καταστρέψει. Έτσι κι εδώ απογυμνώνει το έργο από πολλά από τα αρχετυπικά του στοιχεία και μέρος της συναισθηματικής του επένδυσης. Ο χώρος και ο χρόνος που εξελίσσεται η πλοκή, δεν έχουν γι' αυτόν σημασία, όπως ούτε και το πρόσωπο και η εξωτερική εμφάνιση των δύο νεαρών κεντρικών του ηρώων. Μπορεί να είναι ψηλοί ή κοντοί, όμορφοι ή άσχημοι, ρωμαλέοι ή αγύμναστοι, συνομήλικοι ή με διαφορά ηλικίας, αλλά η εναλλαγή των προσώπων στους ρόλους αυτούς, εξασφαλίζει την απουσία πρωτεύουσας σημασίας στην εμφάνιση. Η ιστορία παραμένει το ειδύλλιο μεταξύ δύο ερωτευμένων νέων, αλλά δεν υπάρχει η ρομαντική σκηνή του μπαλκονιού στο έργο, κλασσικοί μελό διάλογοι έχουν σκόπιμα παραλειφθεί, δεν υπάρχουν λουλούδια και ερωτόλογα (πλην ελαχίστων) στην προσέγγιση του Ρωμαίου, ενώ το ρομάντσο έχει συχνά αντικατασταθεί από παθιασμένα γλωσσόφιλα και έντονο σεξ μεταξύ τους. Εδώ θα πρέπει όμως να υπογραμμίσουμε ότι η εναλλαγή των προσώπων στους δύο ρόλους, δε συνοδεύτηκε από τονισμό ή έμφαση κάποια συγκεκριμένης συμπεριφοράς ή αντίδρασης των ηρώων (που θα είχε ενδιαφέρον και θα προκαλούσε διαφοροποίηση στις ερμηνείες), αλλά αποτέλεσε μια ροή, όπου ο επόμενος απλά έπιανε το ρόλο από εκεί που τον είχε αφήσει ο προηγούμενος.
Η χρήση μικροφώνου στη σκηνή, αλλοίωνε τη φωνή των ηθοποιών και πολλές ατάκες απλά χάνονταν χωρίς επιστροφή, ενώ κατέστρεφε την ποιητικότητα και τη γλαφυρότητα του λόγου και τον πλούτο της γλώσσας που χρησιμοποιήθηκε. Αυτή άλλωστε δεν υποστηρίχθηκε επαρκώς από όλο το κάστ, ίσως λόγω της νεανικότητάς του, ή λόγω ελλιπούς καθοδήγησης από το σκηνοθέτη, καθώς συχνά έλειπε το χρώμα και το παιχνίδισμα στη φωνή στη χρήση της, αλλά και η σωστή εκφορά και ο τονισμός της. Ίσως αυτά τα σημεία χρειάζονταν περισσότερη δουλειά.
Η κινησιολογία βοήθησε σε αρκετά σημεία το έργο και την εξέλιξή του, ενώ ο ρυθμός του παρέμεινε σταθερά γρήγορος και χωρίς διακοπές στη συνέχειά του. Η τεχνική υποστήριξη της παράστασης υπήρξε εξαιρετικά άρτια και δημιούργησε μια γενικότερη αισθητική με έντονο ρεαλισμό και στοιχεία πραγματικότητας, λίγα συναισθήματα, αλλά τη βασική δράση να παραμένει ανέγγιχτη. Κάποια υπερβολικά (και ίσως σεξιστικά) σχόλια δεν έλειψαν, αλλά δε θεωρώ ότι προκάλεσαν καμία ανατροπή. Γενικότερα, είναι εμφανής η ανάγνωση και οι προθέσεις του σκηνοθέτη, το έργο έχει ατμόσφαιρα και ρυθμό και στο τέλος του φέρει μια προσωπική σφραγίδα. Στα θετικά τέλος, καταγράφεται το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης εκμεταλλεύτηκε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, τις σκηνογραφικές δυνατότητες του στολιδιού του Πειραιά.
Με αλφαβητική σειρά, οι Αλέξανδρος Αχτάρ, Γιάννης Καραούλης, Αναστάσιος Καραχανίδης, Γιώργος Κατσής, Παναγιώτης Μπρατάκος, Κωνσταντίνος Πλεμμένος και Αντώνης Σταμόπουλος αποτέλεσαν το καστ των επτά Ρωμαίων, ενώ η Δανάη Επιθυμιάδη και η Κίττυ Παϊταζόγλου, υποδύθηκαν τις δύο Ιουλιέτες.
Ο Γιάννης Καραούλης, ήταν ίσως ο πιο συναισθηματικός από τους άντρες, αφού ο λόγος του είχε μια ζεστασιά και μια λανθάνουσα συναισθηματική φλόγα, ενώ και η κίνηση αλλά και οι εκφράσεις του προσώπου του υποστήριξαν κάτι αντίστοιχο.
Ο Γιώργος Κατσής είχε μια νεανικότητα, μια ανεμελιά και μια παιχνιδιάρική διάθεση στην ερμηνεία του, που της έδωσε καθαρότητα και σημειολογία,
ενώ ο Αλέξανδρος Αχτάρ ξεχώρισε για την καθαρή του άρθρωση και επιλέχθηκε σε πιο μάτσο σκηνές, όπου συχνά έδειξε και τις ικανότητές του στις πολεμικές τέχνες.
Ο Αντώνης Σταμόπουλος, ενώ είχε ενθουσιασμό, είχε επίσης επίπεδη, άχρωμη φωνή και σε συνδυασμό με την ασυντόνιστή του κίνηση, τελικά δε με έπεισε σαν Ρωμαίος.
Ο Παναγιώτης Μπρατάκος είχε μια gentleman υφή, κίνηση και έκφραση, η οποία παραδόξως κούμπωσε με τη συνολικότερη αισθητική του σκηνοθέτη.
Η Κίττυ Παϊταζόγλου, χωρίς να καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια, έδωσε μια γνήσια, λίγο συναισθηματική και αυθόρμητη Ιουλιέτα, δυναμική και συμμετοχική.
Η Δανάη Επιθυμιάδη σε μια πιο ρεαλιστική φόρμα και κατεύθυνση, ήταν κάποιες φορές ένα κλικ πιο υποτονική απ'όσο χρειαζόταν.
Οι μεταβάσεις από πρόσωπο σε πρόσωπο τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες δεν ήταν πάντα ομαλές, αλλά γενικά δεν προκάλεσαν κάποιο σημαντικό κενό στη ροή του έργου.
Ο Ιερώνυμος Καλετσάνος έπαιξε τον πατέρα Λαυρέντιο, που χρεώνεται το λανθασμένο σχεδιασμό της συνάντησης των δύο νέων και κάποιες φορές τον οδήγησε σε μια gay καρικατούρα, ενώ κάποιες άλλες κατάφερε να συγκρατήσει την υπερβολική κινητικότητά του και τη ροή του λόγου του και να ισορροπήσει το ρόλο του.
Η υψίφωνος Λητώ Μεσσήνη στο ρόλο της παραμάνας της Ιουλιέτας, δεν ήταν πάντα επαρκής ερμηνευτικά, καθώς ο πεζός της λόγος ήταν άχρωμος, βιαστικά ειπωμένος και χωρίς σωστή άρθρωση, αλλά τραγουδιστικά μας μάγεψε και μας καθήλωσε με τη φωνή της.
Ακύλλας Καραζήσης και Μαρία Σκουλά συμμετέχουν με την παρουσία τους στο βίντεο, σαν γονείς της Ιουλιέτας, θέλοντας να αποτελέσουν τους εγγυητές της ευτυχίας της. Καταλήγουν απλά τραγικές φιγούρες, χωρίς να μπορείς να τους κατατάξεις ευθέως στους θύτες ή τα θύματα.
Στα σκηνικά ο Κωνσταντίνος Ρήγος έδειξε δημιουργικότητα, φαντασία και μια υφέρπουσα ειρωνεία (η παρουσία του παλιού Alfa Romeo στη σκηνή για παράδειγμα) και έδωσε μια σύγχρονη αισθητική, αλλά προσαρμοσμένη στην ιστορία. Η σκηνή του νεκροταφείου με το πνεύμα της νεκρής να επικρέμεται ήταν ίσως και η πιο συγκινητική και ευρηματική του έργου.
Τα κοστούμια του Γιώργου Σαγρεδάκη ήταν εποχής, αλλά χωρίς το λούστρο του εντυπωσιακού, υπηρετώντας το αφαιρετικό πνεύμα του σκηνοθέτη.
Οι φωτισμοί του Χρήστου Τσόγκα, ήταν σε απόλυτη αντιστοιχία με την ψυχολογία των ηρώων, με το απόλυτο σκοτάδι στη μιζέρια του θανάτου, το φως να επικρατεί στον έρωτα των δύο νέων και ένα ενδιάμεσο ημίφως στις κοκορομαχίες των δύο οικογενειών.
Η χορογραφία και η κίνηση ανήκαν στο σκηνοθέτη και αποτέλεσαν το ιδανικό συμπλήρωμα του λόγου, δένοντας αρμονικά μαζί του.
Συμπερασματικά, η "πειραγμένη" εκδοχή του κλασσικού Σαιξπηρικού μύθου, είχε ρυθμό, ισορροπία, άποψη και μια μοντέρνα αισθητική που θα αγγίξει το μέσο θεατή. Δεν είναι ρομαντική και μελό, αλλά μάλλον προσαρμοσμένη σε δεδομένα γειτονιάς και πιο ρεαλιστική. Ο ρεαλισμός αυτός κρύβει μικρές παγίδες υπερβολής σε εικόνα, ερμηνείες, κίνηση, οι οποίες δεν αποφεύχθηκαν, αλλά δεν αποτέλεσαν και καθοριστικό παράγοντα στη συνολική καλή αποτίμηση της παράστασης αυτής.