ΡΙΧΑΡΔΟΣ Ο Β' - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 16/02/2017 17:09
Το έργο του William Shakespeare με τίτλο "Ριχάρδος ο Β'" σκηνοθετεί στο Θέατρο Ροές η Έφη Μπίρμπα. Ένας από τους λιγότερο παιγμένους και σκοτεινούς ήρωες του μεγάλου Άγγλου δραματουργού επελέγη από τη σκηνοθέτιδα να ζωντανέψει φέτος στη σκηνή. Ο βασιλιάς Ριχάρδος ο Β' είναι ένας αλαζόνας ηγέτης που θεωρεί ότι η εξουσία του είναι θεόσταλτη και δε θα αμφισβητηθεί ποτέ και από κανέναν. Οι αυλικοί του γίνονται κόλακες και δορυφόροι στην πορεία του προς το ζενίθ της εξουσίας του. Από τη μεγαλοπρέπεια αυτής της εξουσίας του κυβερνά, κρίνει, δημεύει περιουσίες, τιμωρεί και εξορίζει. Μετά την άνοδο, όμως ακολουθεί η πτώση και αυτή έρχεται από τα χέρια του συγγενή του Ερρίκου Μπόλινμπρουκ, ο οποίος τον ανατρέπει και τον διαδέχεται. Η επίγνωση του βασιλιά ότι μπορεί να μετατραπεί έτσι απλά σε ένα κοινό θνητό, έναν απλό χωρικό της υπαίθρου,0 είναι η τραγική συνειδητοποίηση της ανθρώπινης φύσης του. Ο τίτλος και οι εξουσίες που απορρέουν από αυτόν χάνονται και αυτός επιστρέφει από την αυταπάτη. Με τι κόστος όμως! Η αφύπνισή του αυτή θα τον συνθλίψει, θα τον απογυμνώσει από κάθε μεγαλείο και θα αποτυπώσει το μέγεθος της ήττας του.
Η Έφη Μπίρμπα σκηνοθετεί μια παράσταση που περιστρέφεται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από τον κεντρικό της ήρωα, με έναν εικονοπλαστικό τρόπο, περνώντας συχνά το λόγο σε δευτερεύουσα μοίρα. Ειδικά στο πρώτο δεκάλεπτο μουσική και κίνηση επισκιάζουν τα πάντα και οι διάλογοι λείπουν εντελώς. Η άνοδος του αλαζόνα βασιλιά είναι αργή, τελετουργική, επιτηδευμένη, με τους υπόλοιπους συντελεστές απλά να προσκυνούν, σαν υπήκοοι, το μεγαλείο του ηγεμόνα και να επιβεβαιώνουν το μέγεθος της απόλυτης εξουσίας του. Μου θύμισαν κούκλες που εκτελούν τις κινήσεις υποταγής στο βασιλιά, σαν καλοκουρδισμένες μηχανές. Ο συμβολισμός ακολουθεί την εικονοπλασία κατά πόδας και οι εξόριστοι από το βασιλιά σηκώνουν το αρχικό σκηνικό από χαλιά, σα να κουβαλούν στους ώμους τους αναμνήσεις από την πατρίδα τους στην επίπονη πορεία της τιμωρίας τους. Το υπόλοιπο σκηνικό από πηλό, γίνεται ο στίβος όπου κυλιούνται και βρωμίζονται οι κόλακες του βασιλιά, οι οποίοι γίνονται και οι προδότες του. Όπως προείπα, ο λόγος έρχεται συνήθως σε δεύτερη μοίρα και αυτός δεν έχει τη φλόγα και το πάθος της κίνησης των ερμηνευτών στη σκηνή. Είναι συχνά άνευρος και προϋποθέτει γνώση εκ των προτέρων των χαρακτήρων του έργου από το κοινό. Σε αρκετές σκηνές είναι απογυμνωμένος από συναίσθημα, με αποτέλεσμα να μη φτάνει η ουσία του ως την πλατεία και ο θεατής να μένει με μόνο το εικαστικό κομμάτι της παράστασης να τον προβληματίζει και να ερεθίζει τη φαντασία του. Αυτή όμως η ανισοκατανομή λόγου και κίνησης μπορεί να κουράσει και να αποδυναμώσει το ενδιαφέρον του θεατή. Οι εικόνες από μόνες τους δεν έχουν τη δύναμη να υποκαταστήσουν τον ελλιπή λόγο και να προσδώσουν αρμονία και ρυθμό στην παράσταση.
Ο Άρης Σερβετάλης είναι ο μόνος που έχει διακριτό ρόλο, υποδυόμενος από την αρχή μέχρι το τέλος τον απόλυτο μονάρχη Ριχάρδο το Β'. Το έργο είναι σχεδόν προσαρμοσμένο επάνω του και στις αναμφισβήτητες ικανότητές του στη συγχρονισμένη και συμβολιστική κίνηση. Την περίοδο της παντοδυναμίας του δείχνει να την απολαμβάνει και να μην τον αγγίζει κανένα άλλο εξωτερικό ερέθισμα. Εγωκεντρικός, αλαζόνας στα όρια της αναισθησίας, ψιθυρίζει συνέχεια για το εγώ του. Αλλά και στην πτώση του βγάζει έντονο το αίσθημα της απόλυτης ήττας και συντριβής του, με τα φαντάσματα και τις ερινύες να τον στοιχειώνουν. Αν και είχε περιθώρια να κάνει το συναίσθημα ακόμα πιο ορατό δια γυμνού οφθαλμού στο θεατή και να το επικοινωνήσει με πιο "ζωντανό" και έντονο λόγο.
Οι Νίκος Καμόντος, Ερμής Μαλκότσης, Ιωάννα Τουμπακάρη και Αχιλλέας Χαρίσκος συμπληρώνουν το ερμηνευτικό παζλ της παράστασης, αλλά χωρίς διακριτούς ρόλους και με το λόγο τους εξαιρετικά περιορισμένο. Η κίνησή τους είναι απλά εξαιρετική και ακολουθούν πειστικά και με απόλυτη συνέπεια τον πρωταγωνιστή, εκλύοντας πολλή ενέργεια. Κάποιες σκηνές τους πάσχουν από μια μονοτονία και επαναληπτικότητα, ενώ η έλλειψη διαλόγων δεν τους δίνει την ευκαιρία να αποκαλύψουν την ερμηνευτική τους δεινότητα ή την αδυναμία τους και να ανπτύξουν παράπλευρους χαρακτήρες-ήρωες.
Η Έφη Μπίρμπα ανέλαβε τόσο τη σκηνογραφία όσο και την επιμέλεια των κοστουμιών της παράστασης. Το σκηνικό υπηρέτησε πιστά το συμβολιστικό κώδικα της σκηνοθέτιδας, ενώ τα κοστούμια πλην του πρωταγωνιστή δεν είχαν κάτι ουσιαστικό να προσθέσουν στο έργο.
Οι φωτισμοί του Θύμιου Μπακατάκη υποβλητικοί, είχαν ενεργό συμμετοχή στο θετικό εικαστικό αποτέλεσμα του όλου εγχειρήματος, αν και έπαιξαν λίγο περισσότερο από όσο χρειαζόταν με το σκοτάδι.
Συμπερασματικά, η παράσταση που στήθηκε στη σκηνή του Θεάτρου Ροές δεν είναι μια συνηθισμένη παράσταση, αλλά ακολουθεί άλλες φόρμες και συμβάσεις. Η εικόνα και η κίνηση κυριαρχούν, με το λόγο να τις συνοδεύει, αν και μερικές φορές ένιωσα να συνθλίβεται και να ισοπεδώνεται. Σαν εικαστικό γεγονός θα ήταν ίσως από τα κορυφαία της σεζόν, αλλά σα θεατρική σύλληψη έστω και μέσα από την αντισυμβατικότητά της έχει τις αδυναμίες της. Παραμένει όμως μία από τις καλές θεατρικές προτάσεις της πόλης.