ΡΙΧΑΡΔΟΣ Γ' - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 04/04/2016 16:35
Ο Ριχάρδος, τρίτος στη διαδοχή του αγγλικού θρόνου πίσω από τα αδέρφια του Εδουάρδο και Γεώργιο, είναι δύσμορφος, καχεκτικός και σακάτης και με μία εμμονική επιθυμία να αναρριχηθεί στην εξουσία, ανεξαρτήτως κόστους ηθικού και ανθρώπινου. Δολοπλόκος, διαβολικός, εξαιρετικά επίμονος εκμεταλλεύεται κάθε αδυναμία του συστήματος, σπέρνει διαβολές μεταξύ φίλων και εχθρών και δε διστάζει να φτάσει και στο φόνο ακόμα και γυναικών και παιδιών, προκειμένου να εξυπηρετήσει τους αδηφάγους σκοπούς του. Από την άλλη μπορεί να γίνει γλυκομίλητος, καταφερτζής και με λογικά και παράλογα επιχειρήματα να πείσει προσωρινά για την καλοσύνη και την αγνότητα των προθέσεών του. Καταφέρνει τελικά να πραγματοποιήσει τους στόχους του, σκορπίζοντας πτώματα και ψέμματα παντού, για να συνειδητοποιήσει τελικά τη μοναχικότητά του, τη μοναξιά της ύπαρξής του και τελειώνοντας με άδοξο τρόπο μια φιλόδοξη πορεία προς μία κορυφή χωρίς ουσία.
Η μετάφραση του Κωνσταντίνου Καρθαίου, έχει συνέχεια και ροή και μια υποβόσκουσα ποιητικότητα, η οποία δίνει δυναμισμό και πάθος στη διασκευή που παρακολούθησα.
Η σκηνοθεσία του Τάκη Τζαμαργιά, ξεκινά με την καινοτομία της παρουσίας της Καίτης Κωνσταντίνου, στο ρόλο του Ριχάρδου και στην πορεία σκηνοθετεί πολλές φορές στα όρια. Η επιλογή γυναίκας ηθοποιού στον αντρικό αυτό ρόλο παρουσίασε και θετικά και αρνητικά σημεία και ίσως θέλησε να συμβολίσει ότι ο εμμονικός ηγέτης που θυσιάζει το είναι του για την αναρρίχηση στην εξουσία, γίνεται μια μήτρα που γεννά δυναμισμό και πάθος, αλλά και μια κενότητα και φαυλότητα αδιέξοδη. Η παρουσία της έδωσε μία δαιμονικότητα και έναν έξτρα τόνο διαστροφικότητας στη μανιώδη αναζήτηση του βρετανικού στέμματος. Οι εναλλαγές της στα προσωπεία του γλυκομίλητου, ευπροσήγορου και καλοσυνάτου Ριχάρδου, γίνεται σχεδόν φυσικά και αυθόρμητα, δίνοντας έμφαση στην ευκολία και την απλότητα με την οποία διαστρέφει κάθε έννοια ηθικής και νομιμότητας. Από την άλλη η έλλειψη της αντρικής φωνής, που θα έδινε βάθος και πιο έντονο πάθος στο ρόλο, αφαιρεί τμήμα του δυναμισμού του, καθώς η κ. Κωνσταντίνου υιοθετεί συχνά μια έκφραση προσώπου μανιέρας, σα να είναι έτοιμη να σου κλείσει κωμικά το μάτι. Τέλος, η φυσική παρουσία μιας γυναίκας σε αντρικό ρόλο, που έχει γύρω του άντρες τους οποίους χρησιμοποιεί σαν πιόνια, δημιουργεί μια έντονη οπτική ειρωνεία στο θεατή. Η αισθητική του σκηνοθέτη έχει δυναμισμό και άποψη και στη σκηνή δεσπόζει μια νεκροκεφαλή ντισκομπάλα με ένα στέμμα, ο ενδόμυχος πόθος του Ριχάρδου. Η απομάκρυνσή του από τη σκηνή γίνεται με ένα κάδο σκουπιδιών, μία ωμή και σκληρή ομολογία της ματαιότητας ενός εμμονικού αγώνα. Ο θρόνος, ένα σύμπλεγμα ατάκτως τοποθετημένων καρεκλών, οδηγεί σε μια μοναχική κορυφή, η οποία ποτέ δεν εμπνέει σιγουριά και πραγματική δύναμη. Η αδιάκοπη κίνηση, ο ρυθμός του έργου με τις σχεδόν ανύπαρκτες κοιλιές, η συχνά υποφωτισμένη σκηνή και η μπιτάτη μουσική δίνει μια γκόθικ εκδοχή, η οποία δεν ενοχλεί, αλλά εντάσσεται δημιουργικά στη ζοφερότητα της ατμόσφαιρας. Γενικότερα, η όλη προσπάθεια φέρνει έντονη την παρουσία και τη σφραγίδα του σκηνοθέτη της, έχοντας "διδάξει" τους ηθοποιούς του σχεδόν με σχολική ακρίβεια και έχοντας καινοτομήσει, χωρίς να αλλοιώσει το ουσιαστικό περιεχόμενο του σαιξπηρικού έργου.
Η Καίτη Κωνσταντίνου στον κεντρικό ρόλο του Ριχάρδου, έχει να αναμετρηθεί με έναν εξαιρετικά πολυσύνθετο χαρακτήρα. Δεν αναλώνεται σε φωνητικές κορώνες, προσπαθώντας να υποκαταστήσει την αντρική φωνή, αλλά προσθέτει μια υπόγεια δυναμική και εωσφορικότητα που σε κάνει να περιμένεις τα πάντα, όσο ακραία και να είναι. Υπάρχει μια ηρεμία στην ανηθικότητα και στη δολοπλοκία, που φτάνει να σοκάρει και όλο αυτό γίνεται σχεδόν αυθόρμητα, χωρίς προσπάθεια, σα μια φυσική συνέχεια, δείγμα των δυνατοτήτων της ηθοποιού. Από την άλλη κάποιες μικρές παρουσίες μιας κωμικής μανιέρας κυρίως στις εκφράσεις του προσώπου και κύρια σε κάποιους μονολόγους όπου πλησιάζει τους θεατές, διασπούν την ενότητα της ερμηνείας της, η οποία γενικά κυμαίνεται σε αρκετά υψηλά επίπεδα.
Ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος υποδύεται το διαβολικό και πιστό Μπάκιγχαμ, έχει εντρυφήσει στο ρόλο του και δε χάνει στιγμή τη συγκέντρωσή του. Συνδυάζει κίνηση, λόγο, έκφραση και ελεγχόμενο πάθος και οδηγεί τον ήρωά του στα σωστά ερμηνευτικά μονοπάτια, δίνοντας μια αρκετά ολοκληρωμένη ερμηνεία.
Ο Θωμάς Γκαγκάς σαν ασθενικός Εδουάρδος, κινείται σε χαμηλά επίπεδα χωρίς να υποστηρίζει επαρκώς σκηνικά το λόγο του, ενώ σαν Γκέιτσμπυ, ανεβάζει στροφές και αποκτά χρώμα και ένταση.
Η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη είναι η βασίλισσα Ελισσάβετ, που είδε αρκετούς δικούς της ανθρώπους να χάνονται από τη φονική άνοδο του Ριχάρδου, βγάζει όλο το γνήσιο σπαραγμό και το παράπονο της μάνας, της συζύγου, της γυναίκας που χάνει από δίπλα της τα ανθρώπινα στηρίγματά της. Η δραματική ειρωνεία με την οποία αντιμετωπίζει το θύτη της δυστυχίας της ήταν σεμνή, λιτή και απόλυτα ανθρώπινη. Μου έδωσε την εντύπωση ότι "ζούσε" τις στιγμές της συντριβής της, προσπαθώντας να επιπλεύσει και να αναπνεύσει σε μια θάλασσα πόνου. Υποδειγματική ερμηνεία.
Ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς ξεκίνησε με καλό ρυθμό σαν Γεώργιος, αδερφός του βασιλιά, ο οποίος υπέστη τις τραγικές συνέπειες της δολοπλοκίας του αδερφού του, αλλά στη συνέχεια κυρίως σα Λόρδος Στάνλευ έδωσε μεγαλύτερη σημασία στην εξωτερική του εικόνα και την εντυπωσιακή του είσοδο στη σκηνή, από την ουσία του ρόλου του, χαλώντας την καλή αρχική εικόνα.
Ο Μιχάλης Μουλακάκης κύρια στο ρόλο του Λόρδου Χέιστιγκς, είχε έναν ενθουσιασμό και μια εσωτερική φλόγα, που τον έσπρωχνε δημιουργικά θαρρείς στην ερμηνεία του. Έβγαλε όλες τις εσωτερικές δονήσεις του χαρακτήρα του και τον υποστήριξε με συνέπεια και συνέχεια μέχρι το τέλος.
Η Πηνελόπη Τσιλίκα υποδύθηκε τη Λαίδη Άννα με ένα στόμφο και μια ψεύτικη μεγαλοπρέπεια, αποτελώντας ερμηνευτική ανορθογραφία στην παράσταση. Δεν είχε γνησιότητα, δεν είχε χαρακτήρα και έχασε την ευκαιρία ενός εξαιρετικού ρόλου.
Η βαθιά φωνή της Μπέτυς Αρβανίτη σε ένα ηχητικό στιγμιότυπο-παρέμβαση της Μαργαρίτας έχει κύρος και λειτουργικότητα.
Τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου υπηρέτησαν πιστά το όραμα και την οπτική του σκηνοθέτη στο έργο και υπήρξαν ευρηματικά και απόλυτα λειτουργικά.
Τα κοστούμια της ίδιας με μία γκόθικ αισθητική, δεν προκάλεσαν το μάτι, απλά το διέγειραν θετικά.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου ένα διαρκές παιχνίδι με το ημίφως και τις σκιές, ορατές και αόρατες, δημιούργησαν μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και κρυφής αλλά υπαρκτής έντασης.
Η μουσική του Κώστα Βόμβολου έδινε θαρρείς το ρυθμό της σκηνικής δράσης, ενώ η κίνηση της Αλίκης Καζούρη είχε δυναμική, πάθος και συντονίστηκε όμορφα με το λόγο, δημιουργώντας ένα αρραγές σύνολο.
Συμπερασματικά, η πειραγμένη εκδοχή του Ριχάρδου, που παρακολουθήσαμε, είχε άποψη και αισθητική και την έντονη σφραγίδα της σκηνοθετικής οπτικής και του προσωπικού ταλέντου των περισσότερων από τους ηθοποιούς που συμμετείχαν στην πραγμάτωσή της. Το αποτέλεσμα δικαιώνει τους συντελεστές του, παρά τους όποιους μικρούς ενδοιασμούς μπορεί να υπάρξουν με κάποιες επιλογές. Άλλωστε η προσωπική οπτική κάθε θεατή, είναι φυσικό να ποικίλλει, αρκεί να μην προσβάλλεται.