ΡΙΤΑ & ΝΤΥΛΑΝ & ΦΑΙΔΡΟΣ & ΦΑΜΚΕ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΡΙΤΑ & ΝΤΥΛΑΝ & ΦΑΙΔΡΟΣ & ΦΑΜΚΕ - ΚΡΙΤΙΚΗ


0.0/5 κατάταξη (0 ψήφοι)

Ένα ανέκδοτο ακόμη κείμενο του Αύγουστου Κορτώ με τίτλο "Ρίτα & Ντύλαν & Φαίδρος & Φάμκε" σκηνοθετεί στη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου της Αθήνας ο Γρηγόρης Χατζάκης. Τέσσερις διαφορετικοί χαρακτήρες του σήμερα με τις παράλληλες ιστορίες τους, ο καθένας με τη δική του καθημερινότητα, τις δικές του αλήθειες και τις δικές του ανασφάλειες. Ο Ντύλαν είναι ένας 30χρονος, που ζει σε μια μικρή γκαρσονιέρα και βιώνει τα αδιέξοδά του με μία φιλοσοφική αυτοειρωνεία, ζώντας μια νωχελική ρουτίνα. Η Ρίτα είναι στην ίδια ηλικία, έχει ελάχιστη προσωπική ζωή, αλλά απολαμβάνει την αποθέωση από τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης για τις χαριτωμένες της πόζες. Η Φάμκε είναι η μητέρα του Ντύλαν, καλοστεκούμενη για την ηλικία της, η οποία διατείνεται ότι η ερωτική της συνεύρεση με τον Μπομπ Ντύλαν είναι υπεύθυνη για την ονοματοδοσία του γιου της και η πρόσφατη σχέση της είναι με έναν περίεργο πνευματιστή. Ο Φαίδρος είναι ο πνευματιστής αυτός, ο οποίος χρησιμοποιεί το διαδίκτυο για την επικοινωνία του με τα πνεύματα από την οποία βιοπορίζεται πλουσιοπάροχα. Ένα έργο που καυτηριάζει το σουρεαλισμό του σήμερα με χιούμορ, αλλά και σαρκαστική διάθεση. Το κείμενο είναι γραμμένο σε μια διαδικτυακή αργκό και μέσα από αυτή πηγάζει ένα μεγάλο μέρος από την κωμική του υφή. Δεν έχει όμως κανένα βάθος, εξαντλεί γρήγορα τα νοήματα και την ειρωνικά καταγγελτική τους φύση και από κει και πέρα ανακυκλώνει τα ίδια στερεοτυπικά αστεία, χωρίς να δημιουργεί μια στέρεη βάση πάνω στην οποία να μπορεί να υπάρξει μια εξέλιξη στην ιστορία. Η κρίση ταυτότητας της σημερινής νεολαίας επηρεάζει και το ίδιο το κείμενο, που μετά το πρώτο ημίωρο δείχνει να ψάχνει προσανατολισμό και ίχνη. Η διασκευή του έργου έγινε από το σκηνοθέτη και τους Χρήστο Καπενή και Στεφανία Κριεζή.

Ο Γρηγόρης Χατζάκης σκηνοθετεί την παράσταση ποντάροντας από την αρχή στο γρήγορο ρυθμό, στους κοφτούς, σύντομους και ατακαδόρικους διαλόγους, τα εύστοχα μουσικά διαλείμματα και τη δημιουργία των αναγκαίων προϋποθέσεων και του υπόβαθρου για τη σκηνική συνάντηση των χαρακτήρων. Έχοντας στα χέρια του μία ιστορία της εποχής του διαδικτύου προσπαθεί να της προσδώσει θεατρικότητα και και να την κάνει πιο επικοινωνιακή προς το κοινό, αντιπαλεύοντας την έλλειψη ουσίας του κειμένου, ένα αποστειρωμένο και επαναλαμβανόμενο χιούμορ και ένα αφηρημένο και ασαφές ιδεολογικό background. Έχει έξυπνες ιδέες για τη συμμετοχή σκηνικών αντικειμένων στο έργο, οριζόντιους φωτισμούς των ηρώων από τα άκρα της σκηνής, πανέξυπνη μουσική επένδυση και καταφέρνει να κρατά ένα υποτυπώδες χιούμορ, αν και συχνά αυτό προέρχεται από την κωμική φλέβα των ίδιων των ηθοποιών και όχι από τις ιδιαίτερες κωμικές στιγμές του έργου. Η εναλλαγή των σκηνών δε δημιουργεί εικόνες στο μάτι του θεατή, ο οποίος περιμένει μάταια από το λόγο να τον καθοδηγήσει και να τον κρατήσει σε εγρήγορση. Ο ρυθμός ποτέ δε χάνει την έντασή του, αλλά τα αφηγηματικά κενά δημιουργούν χάσματα στη συλλογιστική. Η ειρωνεία, ο σαρκασμός είναι πάντα εκεί, αλλά συχνά προβάλλονται με χονδροειδή και προφανή τρόπο και δεν έχουν προσανατολισμό και στόχο. Η ιστορία αυτολοιδωρείται, αλλά όλο αυτό χάνει τη σύνδεσή του με την πραγματικότητα, παγιδεύεται και αναλώνεται στα ίδια τα στεγανά τα οποία κριτικάρει. Οι μουσικές ενέσεις του σκηνοθέτη αποτελούν μια πραγματική όαση και δένουν με τη συνολικότερη αρχική οπτική του. Η καθοδήγηση των ηθοποιών του ήταν προφανής, αλλά δεν είχαν την απαραίτητη συμπληρωματικότητα, ώστε να δέσουν σαν ομάδα και να συντονιστούν όσο χρειαζόταν ώστε να βρεθούν σκηνικά.

Ο Χρήστος Καπενής στο ρόλο του Ντύλαν, είναι συχνά επίπεδος στο λόγο του και μονοδιάστατος στην έκφρασή του, σε ένα χαρακτήρα που πρέπει να μας κάνει προφανή τη βαρεμάρα που τον διακατέχει, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να διατηρήσει την ισορροπία του με το ενδιαφέρον του θεατή. Αυτή η επαφή τις πιο πολλές φορές δεν ήταν παρούσα, ο ρόλος είχε επαναλαμβανόμενα μοτίβα, αν και υπήρξαν κάποιες εξαιρέσεις που επανέφεραν τη σύνδεσή μου με το συγκεκριμένο ήρωα. Δεν ένιωσα να έχει εξέλιξη και να έχει στόχο, αλλά είδα μια σκηνική σύγχυση που κάποιες φορές με μπέρδευε και με αποπροσανατόλιζε. Η Στεφανία Κριεζή υποδύθηκε τη Ρίτα, μια κοπέλα που ουσιαστικά ζει σε μια εικονική πραγματικότητα υποτιμώντας τον πραγματικό της εαυτό. Στο τελευταίο αυτό κομμάτι η ερμηνεία της δεν είχε τίποτα με το οποίο να μπορεί να συμπάσχει ή να ταυτιστεί ο θεατής, αλλά και ο εικονικός της εαυτός δεν είχε το βάθος και τη σκηνική επάρκεια που θα τον στήριζε. Κι έτσι ο χαρακτήρας φαινόταν μετέωρος, αφηρημένος, χωρίς να επικοινωνεί με τους άλλους (εκτός της σκηνής της πραγματικής γνωριμίας με τον Ντύλαν που είχε ένα συναίσθημα, έστω και ελαφρώς γλυκερό) και να έχει ειδικό βάρος.
Η Βαλέρια Χριστοδουλίδου παίζοντας τη Φάμκε, είχε μια έντονη ειρωνεία τόσο στο λόγο, όσο και στην κίνησή της, που είχε αυθεντικότητα και ταυτότητα. Με κάποια αβεβαιότητα στην αρχή και με μεγαλύτερη σιγουριά μετά το πρώτο δεκάλεπτο της παρουσίας της στη σκηνή, είχε επικοινωνία με τους υπόλοιπους χαρακτήρες και σκηνική δύναμη να σταθεί αυθύπαρκτα και να αποκαλύψει κρυφές πτυχές του χαρακτήρα που ερμήνευσε. Οι μουσικές της παρεμβάσεις εύστοχες και λειτουργικές στη ροή της παράστασης.
Ο Χάρης Ασημακόπουλος ερμηνεύοντας το Φαίδρο με έπεισε ότι έχει την κωμική φλέβα να υποστηρίξει παρόμοιους ρόλους και τον τρόπο να τους κάνει προσιτούς και προσφιλείς στο θεατή. Γνήσιος, άνετος στη σκηνή, έδειχνε σχεδόν σα να βρίσκεται με την παρέα του και να τους διηγείται τα κατορθώματά του. Με μια μικρή τηλεοπτική φόρμα η ερμηνεία του, η οποία όμως απέπνεε χιούμορ πηγαίο και βαθύτερη κατανόηση της ιδιαιτερότητας του ήρωά του.

Τα σκηνικά της Ζωής Αρβανίτη κάποιες φορές λειτουργικά, δεν ένιωσα να απλώνονται αρμονικά στο χώρο και να τον εκμεταλλεύονται στο έπακρό του. Τα κοστούμια της Μαρίας Κοντοδήμα σε ικανοποιητικό βαθμό αντιπροσώπευσαν τις εσωτερικές ποιότητες των ηρώων που έντυσαν, ενώ η κίνηση της Μαργαρίτας Τρίκα, άλλοτε συμπλήρωνε το λόγο και άλλοτε απλά τον συνόδευε. Ιδιαίτερη μνεία οφείλω στη μουσική επιμέλεια του Γρηγόρη Χατζάκη, η οποία στάθηκε το απόλυτο soundtrack της παράστασης και απόλυτα εύστοχη στα διαλείμματα της δράσης. Οι φωτισμοί της Ελίζας Αλεξανδροπούλου εξαιρετικοί, επέλεξαν πολλές διαφορετικές (συχνά ταυτόχρονες) γωνίες για να φωτίσουν τους ήρωες και έδωσαν μια υπέροχη αισθητική στην ατμόσφαιρα του έργου.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου της Αθήνας είδα μια παράσταση που στηρίχτηκε στη διασκευή ενός εντελώς σύγχρονου κειμένου, το οποίο όμως για μένα δεν έκρυβε καμία ιδιαιτερότητα, καμία πρωτοτυπία και καμία αιχμηρότητα στο χιούμορ του. Περιέγραψε σημερινές καταστάσεις, αλλά χωρίς να μπει στην ουσία και τα αίτιά τους. Η σκηνοθεσία προσπάθησε να δώσει ένταση και ειδικό βάρος στο υλικό που είχε και κατάφερε να έχει ρυθμό, ατμόσφαιρα, αισθητική, αλλά δε μου άφησε μια τελική εντύπωση που θα με απασχολούσε πνευματικά και μετά το τέλος της παράστασης. Οι ερμηνείες σε διαφορετικά επίπεδα, χωρίς συντονισμό και σκηνική εξάρτηση. Μια θεατρική πρόταση με κάποιες καλές στιγμές, που δε μου άφησε όμως εκείνο το αποτύπωμα που θα με έκανε να τη μνημονεύω στο μέλλον.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.