ΠΥΓΜΑΛΙΩΝ - ΩΡΑΙΑ ΜΟΥ ΚΥΡΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΠΥΓΜΑΛΙΩΝ - ΩΡΑΙΑ ΜΟΥ ΚΥΡΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.5/5 κατάταξη (2 ψήφοι)

Το κείμενο του Μπέρναρντ Σω "Πυγμαλίων" σκηνοθετεί στη σκηνή του θεάτρου Πάνθεον ο Αλέξανδρος Ρήγας. Έγινε γνωστό και σαν "Ωραία μου Κυρία" από το μιούζικαλ που ανέβασε η Αλίκη Βουγιουκλάκη στον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο και την ομώνυμη ταινία του 1964 με την Όντρει Χέπμπορν. Είναι η προσπάθεια, στα πλαίσια ενός στοιχήματος, ενός καθηγητή Γλωσσολογίας στο Λονδίνο των αρχών του προηγούμενου αιώνα, να μεταμορφώσει μια πλανόδια ανθοπώλιδα στο Covent Garden, σε μία κυρία της καλής κοινωνίας, χωρίς να μπορεί κανείς να ανακαλύψει σε αυτήν την αλήθεια της προηγούμενης ζωής της. Στην πορεία αυτής της μεταμόρφωσης, ο σνομπ και μπλαζέ καθηγητής ερωτεύεται το δημιούργημά του, συμμετέχοντας σε μια ρομαντική κομεντί που έχει στόχο να αφυπνίσει το συναίσθημα, αλλά και να καυτηριάσει την αστική τάξη εκείνης της εποχής και τις συνήθειές της. Η μετάφραση και η διασκευή του κειμένου ανήκει στο σκηνοθέτη.

Ο Αλέξανδρος Ρήγας ανέλαβε τα ηνία της σκηνοθεσίας της παράστασης, η οποία έχει στοιχεία μιούζικαλ, με την πρόζα όμως να κατέχει τον πρωτεύοντα ρόλο σε αυτήν. Η ατμόσφαιρα ανάλαφρη και με χαρούμενες νότες, με ένα χιούμορ που άλλοτε βασίζεται στην ατάκα και άλλοτε στη σκηνική συμπεριφορά των ηθοποιών. Ταυτόχρονα επιχειρεί να εγείρει και την αίσθηση τρυφερότητας και ευαισθησίας του θεατή, ποντάροντας σε αυτή ώστε να γίνουν συμπαθείς και αρεστοί οι βασικοί ήρωες του έργου. Ευτυχώς το μελό γενικά αποφεύγεται, εκτός από μια μικρή δόση προς το τέλος της παράστασης, ενώ είναι διάχυτη μια διάθεση νοσταλγίας προς ένα ρομαντικά χαμένο παρελθόν. Η συχνή εναλλαγή σκηνικών και τα πλούσια κοστούμια δίνουν τον τόνο της υπερπαραγωγής, με την αλλαγή των πρώτων να γίνεται με μάλλον θορυβώδη τρόπο στο παρασκήνιο και να μην μπορεί να τη σκεπάσει το μουσικό χαλί της παράστασης.

Κινηματογραφικά στοιχεία υπάρχουν στην παράσταση και γίνονται ευχάριστα αποδεκτά, αν και κάποιες σκηνές δεν είχαν λόγο ύπαρξης ή κράτησαν περισσότερο απ'όσο έπρεπε. Επίσης κάποιες κωμικές ατάκες ήταν αναμενόμενα τηλεοπτικά κλισέ, που έχουν ξανακουστεί. Η υπερβολικά μεγάλη διάρκεια της παράστασης δε λειτουργεί υπέρ της και κουράζει το θεατή, ενώ κάποια στερεότυπα τηλεοπτικής προέλευσης, δε θα έπρεπε να συνυπάρχουν ανάμεσα στα θεατρικά της στοιχεία. Έτσι μοιραία το ενδιαφέρον σε αρκετές σκηνές ατονεί και χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να κρατηθεί ο ρυθμός της παράστασης, χωρίς να κάνει μεγάλη κοιλιά. Οι χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται όλοι ισόρροπα και με επάρκεια και δε δίνονται πολλά περιθώρια σκηνικού και λεκτικού αυτοσχεδιασμού. Τέλος η επιλογή των ηθοποιών που ενσάρκωσαν βασικούς χαρακτήρες, δεν ήταν και η καλύτερη, καθώς δεν κατάφεραν να αποδώσουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των σημαντικών αυτών ρόλων.

Η Δήμητρα Ματσούκα επωμίζεται τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Ελίζα Ντούλιτλ, ξεκινώντας τον, σαν πλανόδια ανθοπώλιδα, με μια δόση υπερβολής και υπερτονισμένες ατάκες, αλλά βελτιώνοντας θεαματικά την ερμηνεία της όταν αρχίζει τα "μαθήματα" καλής συμπεριφοράς με το δάσκαλό της. Η ερμηνεία της δεν έχει μεγάλα σκαμπανεβάσματα και μπορώ να πω ότι στέκεται αξιοπρεπώς στις απαιτήσεις του χαρακτήρα που υποδύεται. Ο Κώστας Κόκλας ερμηνεύει τον καθηγητή Χίγκινς, ο οποίος αναλαμβάνει τη μεταμόρφωση της νεαρής κοπέλας και παρόλο που προσπαθεί να δώσει ένα κάπως φιλοσοφημένο και σοφιστικέ προφίλ στο ρόλο, δεν τα καταφέρνει. Δείχνει να προσπαθεί επί ματαίω να ανταποκριθεί σε ένα κόντρα ρόλο που δεν του ταιριάζει και δεν μπορεί να βρει σταθερές και πατήματα να τον υποστηρίξει και να τον αναδείξει.
Ο Παύλος Χαϊκάλης παίζοντας το συνταγματάρχη φίλο του καθηγητή Χίγκινς, στηρίζεται αρκετά στις κωμικές του ατάκες και καταφέρνει να είναι αυθόρμητα αστείος, συνοδεύοντας τον κωμικό του λόγο με μια έξυπνη αδεξιότητα στην κίνηση, κάνοντας τον ήρωά του άμεσο και χαριτωμένα αποδεκτό από το κοινό. Αν και δεν απομακρύνεται πολύ από τον τηλεοπτικό εαυτό του, κρατά σε καλό επίπεδο το ρόλο, χωρίς υπερβολές και περιττά στοιχεία.
Η Μπέττυ Λιβανού στο ρόλο της κυρίας Χίγκινς, χειρίζεται με άνεση τον αέρα της αριστοκράτισσας που αποπνέει ο χαρακτήρας της και καταφέρνει να τον αποδώσει με μία συγκρατημένη αλλά ταυτόχρονα ζωντανή και κομψή ερμηνεία. Σταθερή, δυναμική και με το ηχόχρωμα της φωνής της να πατά σε σωστή βάση είναι από τις καλύτερες παρουσίες της παράστασης.
Ο Ορέστης Τζιόβας στο ρόλο του Φρέντυ, που ερωτεύεται με πάθος τη μεταμορφωμένη Ελίζα, δίνει μια μάλλον επίπεδη και μονότονη ερμηνεία, που της λείπει το πάθος και η δυναμική. Δεν πείθει σε ένα ρόλο ζεν πρεμιέ, τον οποίο κρατά γειωμένο και άχρωμο, χωρίς προσπάθεια να τον βελτιώσει στη ροή του έργου.
Η Χριστίνα Θεοδωροπούλου υποδυόμενη τη μητέρα του Φρέντυ, επιδίδεται σε ένα ρεσιτάλ άστοχης ερμηνείας, με άσκοπες φωνασκίες (στα επίπεδα της υστερίας), υπερβολικούς τονισμούς και μια έντονη προσπάθεια να προβάλλει ένα υπερεγώ. Δεν ακολούθησε σε κανένα σημείο τις επιταγές του ρόλου της, κάνοντάς τον πλήρως αδιάφορο για το θεατή.
Ο Ησαΐας Ματιάμπα ανέλαβε το τραγουδιστικό κομμάτι της παράστασης και ανταποκρίθηκε σε αυτό με τις αναμφισβήτητες φωνητικές του ικανότητες, αν και σε κάποιες σκηνές ίσως χρειαζόταν λίγο δυνατότερη εσωτερική φλόγα στη φωνή και το σκηνικό του στήσιμο.
Ο Αντώνης Καφετζόπουλος ερμηνεύοντας τον πατέρα της Ελίζας, έδειχνε να μην απολαμβάνει την παρουσία του στη σκηνή και δεν έδωσε στο ρόλο του υπόσταση και δυναμική. Αν έκλεινα τα μάτια θα νόμιζα ότι τον ακούω να ερμηνεύει τον τηλεοπτικό Ακάλυπτο σε μία ερμηνεία γεμάτη άστοχα κλισέ.
Ο Περικλής Αλμπάνης παίζοντας τον Τζορτζ, υπηρέτη του κυρίου Χίγκινς, οδήγησε σχεδόν από την αρχή το χαρακτήρα του στην καρικατούρα σε μία ερμηνεία υπερβολική, γεμάτη επαναλήψεις και χωρίς ουσιαστικό και έξυπνο χιούμορ.
Η Γαλήνη Τσεβά σα γυναίκα της αγγλικής καλής κοινωνίας αποτέλεσε λάθος επιλογή, καθώς τόσο η κίνησή της, όσο και το βαρύ ηχόχρωμα της φωνής της, παρέπεμπαν σε άλλους χαρακτήρες.
Ο Ιάσων Παπαματθαίου στο ρόλο του Ζόλταν, μαθητή του καθηγητή Χίγκινς, άχρωμος και άγευστος σε ένα άνοστο ήρωα, που έδειξε να μην έχει ουσιαστική αποστολή στο έργο.
Ο Θωμάς Παλιούρας στο χαρακτήρα του φίλου του πατέρα της Ελίζας, κούρασε με τις επαναλαμβανόμενες ατάκες του, προσπαθώντας να παραπέμψει σε παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο.
Γιούλη Αγγελή, Γιώργος Γκολφινόπουλος, Κωνσταντίνα Λουλούδη, Έλενα Μεντζέλου, Γιώργος Μπανταδάκης, Ελευθερία Παρασκευά, Δημήτρης Τσιώκος και Κωνσταντίνος Φασίλης, πρόσθεσαν το νεανικό τους ταλέντο, τις φωνές και την κίνησή τους στο έργο, συμπληρώνοντας το καστ σε μικρούς ρόλους-κλειδιά.

Τα σκηνικά του Μανώλη Παντελιδάκη, υπηρέτησαν απόλυτα τη λογική του υπερθεάματος και ήταν εξαιρετικά, αν και η αλλαγή τους πίσω από την κουρτίνα ήταν αρκετά θορυβώδης και συχνά ενοχλητική.
Τα κοστούμια του Απόλλωνα Παπαθεοχάρη εντυπωσιακά σε γραμμή και χρωματική παλέτα.
Η μουσική επιμέλεια ανήκε στους Αλέξανδρο Ρήγα και Ησαΐα Ματιάμπα και ήταν πολύ καλή, αν και περίμενα το χαρακτηριστικό τραγούδι της παράστασης (και χαλί στα credits της έναρξης των Δύο Ξένων) να τραγουδηθεί από την πρωταγωνίστρια.
Η κίνηση του Θοδωρή Πανά είχε χάρη, δυναμισμό και κάποιες πολύ αξιόλογες σκηνές, αλλά δεν μπόρεσε να συμβαδίσει απόλυτα με την πρόζα και να αναδειχθεί περισσότερο.
Τέλος, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου πολύ γενικοί και υπηρετώντας τα πολύ ανοικτά πλάνα ενός υπερθεάματος.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Πάνθεον, είδα μια υπερπαραγωγή με εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια, που όμως πέραν τούτων δεν έτυχε και της καλύτερης μεταχείρισης. Αδύναμη σκηνοθετικά, χωρίς ισορροπία μεταξύ μουσικής, κίνησης και πρόζας, με άνισες και συχνά άνευρες ερμηνείες, μεγάλη διάρκεια και σκηνές που δεν δικαιολόγησαν την ύπαρξή τους, δεν έπεισε ότι μπορεί να σταθεί σαν μια αξιόλογη θεατρική πρόταση για τη φετινή θεατρική σεζόν.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.