ΨΗΛΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΦΥΡΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 31/05/2018 17:28
Το κλασσικό έργο του Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Άρθουρ Μίλλερ (Arthur Asher Miller) με τίτλο "Ψηλά από τη Γέφυρα" (A View From The Bridge) σκηνοθετεί στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού η Νικαίτη Κοντούρη.
Γραμμένο το 1955, αποτελεί μια λεπτομερή αποτύπωση των εμπειριών των Ιταλών μεταναστών, οι οποίοι στη δεκαετία του '50 συνέρρεαν στην Αμερική για την αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης και ζωής. Το πρώτο του ανέβασμα σα μονόπρακτο το Σεπτέμβριο του 1955 στο Coronet Theatre του Broadway δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία και ο Miller μετέτρεψε το έργο σε δίπρακτο, το οποίο ανέβηκε στο New Watergate Theatre Club στο West End τον Οκτώβριο του 1956, σε σκηνοθεσία Peter Brook. Σε μία ιταλοαμερικανική γειτονιά του Μπρούκλιν ζουν ο Έντι και η Μπέατρις Καρμπόνε, μαζί με την Κάθριν, ανιψιά της Μπέατρις, η οποία ούσα ορφανή μεγάλωσε μαζί τους, σαν κόρη τους. Η παράνομη άφιξη του Μάρκο και του Ροντόλφο, ανιψιών της Μπέατρις από την Ιταλία, σε αναζήτηση δουλειάς και μιας καλύτερης τύχης στη Νέα Υόρκη, τους οποίους φιλοξενούν και ο έρωτας που αναπτύσσεται μεταξύ Κάθριν και Ροντόλφο προκαλεί τη ζήλια και τη βίαιη αντίδραση του Έντι.
Τυφλωμένος από ένα βαθύ, ανομολόγητο έρωτα για την ανιψιά του ξεφεύγει από κάθε έλεγχο, πυροδοτώντας αλυσιδωτές τραγικές κορυφώσεις που καταστρέφουν τις ζωές όλων. Η μετάφραση του κειμένου έγινε από το Γιώργο Κιμούλη και τη σκηνοθέτιδα, είχε κάποια ατοπήματα, αλλά στο σύνολό της δε δημιούργησε κενά στη ροή και στην κατανόησή του.
Η Νικαίτη Κοντούρη ανέλαβε τη σκηνοθετική καθοδήγηση της παράστασης προσπαθώντας να οικοδομήσει σε στέρεες βάσεις το ψυχολογικό προφίλ των κεντρικών ηρώων και να προετοιμάσει το έδαφος για τις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις. Η αρχική αυτή γνωριμία και εξοικείωση του θεατή γίνεται όμως σχηματικά, με επίπεδους και άνευρους διαλόγους, όπου ο λόγος και οι λέξεις δείχνουν να μην έχουν βάθος και ειδικό βάρος, να μη δημιουργούν εικόνες και να είναι απλά διεκπεραιωτικές. Οι σχέσεις και η συμβίωση των ηρώων κρύβει ένα λανθάνοντα συναισθηματισμό, ο οποίος όμως δεν προκύπτει από τις εσωτερικές εντάσεις και αγωνίες τους. Υπάρχει μια έκδηλη αγωνία να περάσει στο κοινό το μήνυμα της διαχρονικότητας της ιστορίας με όχημα κάποια ξεπερασμένα ή λαϊκίστικα κλισέ, χωρίς όμως φαντασία και προσαρμογή τους στο σήμερα. Έτσι στο πρώτο μέρος ο χρόνος κυλά αργά για το θεατή, η ιστορία έχει στιγμές που δείχνει να βαλτώνει και δε δημιουργεί γόνιμο πεδίο, για να προκύψουν αβίαστα και αυθόρμητα οι λεκτικές και ψυχολογικές κορυφώσεις του δεύτερου. Όταν αυτές έρχονται, μοιάζουν να βασίζονται περισσότερο στο ατομικό ταλέντο των ερμηνευτών και λιγότερο στη δυναμική της σκηνοθετικής ματιάς. Η εσωτερική πάλη με τις ανασφάλειες και τα αδιέξοδά τους (με λίγες εξαιρέσεις) δε συγκλονίζει, δεν παρασύρει το θεατή και συχνά διολισθαίνει σε ένα συμβατικό μελό. Οι αφηγηματικές γέφυρες του δικηγόρου-αφηγητή είναι χρήσιμες ανάσες και προωθούν δημιουργικά την εξέλιξη της ιστορίας λειτουργώντας αποφορτιστικά.
Ο Γιώργος Κιμούλης στο ρόλο του Έντι Καρμπόνε, προσπαθεί να σκιαγραφήσει έναν αρχέγονο πατριαρχικό ήρωα, ο οποίος ενίοτε, στα διαλείμματα έκφρασης του αντρισμού του, αφήνει ψήγματα αυτενέργειας στις γυναίκες της ζωής του. Χρησιμοποιεί ξεπερασμένα στερεότυπα και δε φέρνει το χαρακτήρα του στο σήμερα. Παράλληλα, δεν αποφεύγει κάποια μόνιμα ερμηνευτικά τρικ που χρησιμοποιεί, όπως η προσθήκη κωμικωφανών στιγμιοτύπων στο ρόλο, η "αναποφασιστικότητα" του λόγου που εκφράζεται από τραυλίσματα και μισοτελειωμένες προτάσεις και η σωματικοποίηση των εντάσεών του. Αναλώνεται στην επιφάνεια και δεν αποτυπώνει τις ψυχολογικές ακροβασίες του ήρωά του και την έντονα αυτοκαταστροφική του φύση.
Η Μαρία Κεχαγιόγλου υποδύεται τη Μπέατρις, γυναίκα του Έντι, η οποία δείχνει να έχει συμβιβαστεί με την προβληματική συμβίωση μαζί του. Αν και θα ήθελα την ένταση του λόγου της πιο "διεκδικητική", κατάφερε να αποτυπώσει την ευαίσθητη εσωτερική ισορροπία του χαρακτήρα της με μία σχετική πληρότητα. Είχε γνησιότητα στις αντιδράσεις της, όπου συγκρούονταν η αίσθηση του δικαίου και η αγάπη για τον άντρα της και η κίνησή της συνήθως υποστήριζε τις κορυφώσεις του λόγου της.
Η Ηλιάνα Μαυρομάτη έπαιξε την Κάθριν, την ανιψιά των Καρμπόνε, της οποίας η τρυφερή ιστορία με το Ροντόλφο, γίνεται ο καταλύτης των εξελίξεων. Γλυκιά και εύθραυστη σαν κορίτσι στο πρώτο μισό του έργου, με ζωντάνια και μια αυθόρμητη ελαφρότητα, δίνει στην ερμηνεία της ένα μεγαλύτερο ερωτισμό ενηλικίωσης στο δεύτερο μισό, αλλά δεν αποφεύγει κάποιες αμήχανες σκηνές ειδικά στη διάδρασή της με τον ερωτικό της παρτεναίρ.
Ο Νϊκος Χατζόπουλος είναι ο δικηγόρος Αλφιέρι, ο οποίος εκτελεί και χρέη αφηγητή. Με εξαιρετική άρθρωση και σωστούς τονισμούς αποτελεί τη νότα της λογικής, του μέτρου και της ψυχραιμίας στο έργο. Κινείται με άνεση μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, κρατώντας χαμηλούς τόνους, αλλά δίνοντας ρυθμό στην εξέλιξη της ιστορίας.
Ο Στάθης Παναγιωτίδης είναι ο Μάρκο, ο οικογενειάρχης ανιψιός της Μπέατρις, ο οποίος ήρθε στην Αμερική για να δουλέψει και να στέλνει λεφτά στην οικογένειά του. Ευθύς, ωμός, συχνά αδέξιος στους τρόπους έπαιξε επιτυχημένα ένα λαϊκό αλλά αξιοπρεπή αντρικό χαρακτήρα που δίνει μεγάλη σημασία στις αρχές και τις ανθρώπινες αξίες.
Ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος στο ρόλο του έτερου νεαρού ανδρικού πόλου, του πιο μποέμ Ροντόλφο, πλάθει ένα χαρακτήρα ονειροπόλο, χαμηλών τόνων, που ψάχνει ενεργά το νόημα της ζωής του και βρίσκει τον έρωτα στην Κάθριν. Δουλεμένη ερμηνεία, αν και θα ήθελα πιο σίγουρα πατήματα στη σκηνή και λίγο μεγαλύτερη σκηνική ένταση στην τελική του αντιπαράθεση με τον Έντι.
Ο Κώστας Φαλελάκης ως Μάικ και ο Πάρις Θωμόπουλος ως Λούις, φίλοι και συνάδελφοι του Έντι έχουν σύντομη, αλλά εμφατική παρουσία στη σκηνή, αποτυπώνοντας δύο γνήσιους τύπους εργατών του λιμανιού, λίγο κουτσομπόληδες, λίγο λαϊκούς, με στερεοτυπικές αντιλήψεις και απόψεις.
Ο Τάσος Πυργιέρης στο ρόλο του διεκπεραιωτή προσφύγων Τόνι Μπερέλι και οι Κώστας Κοράκης και Θάλεια Γρίβα σα ζεύγος Λιπάρι στέκονται με αξιοπρέπεια και άνεση στη σκηνή κλείνοντας έτσι τους δευτερεύοντες ρόλους της παράστασης.
Το ερμηνευτικό παζλ συμπληρώνεται με τους Νικόλα Χανακούλα (Αστυνόμος Α'), Ίλια Αλγκάερ (Αστυνόμος Β'), Γιώργο Ματζιάρη και Αναστάση Συμεών Λαουλάκο (Λαθρομετανάστες), οι οποίοι ενσωματώνονται αρμονικά με τους υπόλοιπους χαρακτήρες.
Στη σκηνή βρίσκεται και ο μουσικός Χρήστος Καλκάνης, ο οποίος παίζει ζωντανά δίνει το μουσικό στίγμα της εποχής που διαδραματίζεται η ιστορία.
Ο Γιώργος Πάτσας επιμελήθηκε τον αχανή σκηνικό χώρο της παράστασης και δημιούργησε ένα υπερυψωμένο τμήμα στο κέντρο της σκηνής για κατοικία της οικογένειας Καρμπόνε. Η απουσία συμβατικών ορίων σε αυτόν και η είσοδος και έξοδος των ηθοποιών από διάφορα σημεία του, δημιούργησε μια ασάφεια και μία χωρική σύγχυση. Αντίθετα εμπνευσμένη η "επικρεμάμενη" απειλή των γάντζων.
Ο ίδιος είχε και την επιμέλεια των κοστουμιών, ντύνοντας κάθε ήρωα με αντιπροσωπευτικά ρούχα του τύπου του χαρακτήρα του.
Η μουσική της Σοφίας Καμαγιάννη αποτέλεσε εξαιρετική επένδυση των κορυφώσεων του σκηνικού δράματος, ενώ η κίνηση της Αγνής Παπαδέλη-Ρωσσέτου δεν ακολούθησε πάντα τις εντάσεις των εικόνων-στιγμιοτύπων και του λόγου.
Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου δημιούργησαν μια υποφωτισμένη και "νοσηρή" ατμόσφαιρα, υποστηρίζοντας εύστοχα τις δραματικές κορυφώσεις του έργου.
Στα βίντεο ο Γιώργος Ζώης.
Συμπερασματικά, στην Κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, παρακολούθησα μια παράσταση ενός κλασσικού έργου της αμερικάνικης δραματουργίας, το οποίο χρειαζόταν ένα φρεσκάρισμα για να προσαρμοστεί στις ανάγκες του σήμερα. Η σκηνοθεσία ακολούθησε παλιές πεπατημένες και κάποια στερεότυπα, χωρίς να εκμεταλλευτεί επαρκώς τους πολυεπίπεδους χαρακτήρες και τις ψυχολογικές προεκτάσεις των συγκρούσεών τους. Οι ερμηνείες συχνά συντονίστηκαν στη "χλωμή" σκηνοθετική προσέγγιση, αφήνοντάς μου μια μέτρια τελική εντύπωση μιας ευκαιρίας που υπήρξε, αλλά χάθηκε στην εκτέλεσή της.